... με πρωθυπουργικές ευθύνες"...
Οι αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ και το παράνομο λογισμικό κατασκοπείας Predator, κλονίζουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη, το ίδιο και η φάμπρικα των τηλεφωνικών υποκλοπών χιλιάδων πολιτών για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Μέσα σε αυτό το εκρηκτικό κλίμα κι ενόψει του ανοίγματος της Βουλής την προσεχή εβδομάδα, ο ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ν.Κ. Αλιβιζάτος, μιλά στο... Magazine.
Αναφέρεται στις ευθύνες του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, την απομάκρυνση «κατόπιν εορτής» των Δημητριάδη και Κοντολέοντα, καθώς και το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο που είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως ο ίδιος επισημαίνει. Εκτός από το σκάνδαλο των υποκλοπών, ο κ. Αλιβιζάτος μιλά επίσης για την αστυνομική βία στην Ελλάδα και τις παράνομες επαναπροωθήσεις μεταναστών στο Αιγαίο, το τρίπτυχο, που, όπως λεει σε μια χειμαρρώδη συνέντευξη, δείχνει ότι η δημοκρατία μας να χωλαίνει.
Κύριε καθηγητά, την προσεχή εβδομάδα αναμένεται οξεία πολιτική αντιπαράθεση στη Βουλή για το ζήτημα των τηλεφωνικών υποκλοπών. Ποιες θεωρείτε ότι είναι οι κρίσιμες πτυχές της υπόθεσης, για τις οποίες δεν έχουν δοθεί έως σήμερα απαντήσεις από τον Πρωθυπουργό;
Θυμίζω, για να συνεννοούμαστε, την πιο σκανδαλώδη, τουλάχιστον για μένα, πτυχή της υπόθεσης Κουκάκη-Ανδρουλάκη: Τις πρώτες μέρες, όταν ακόμη βρισκόμασταν στη φάση του Predator, στη συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας που προκάλεσε ο Πρωθυπουργός, o αρχηγός της ΕΥΠ διαβεβαίωσε τους παριστάμενους και, μέσω αυτών, τον ελληνικό λαό, ότι η υπηρεσία του όχι μόνο δεν προμηθεύτηκε ποτέ το κατασκοπευτικό αυτό σύστημα, αλλά και ότι η ΕΥΠ δεν είχε ποτέ έως τότε παρακολουθήσει τον κ. Ανδρουλάκη. Δεν χρειάστηκε να περάσουν παρά δύο-τρία εικοσιτετράωρα για να διαψευστεί ο κ. Κοντολέων πανηγυρικά από την έρευνα της ΑΔΑΕ, που αποκάλυψε ότι η ΕΥΠ είχε παγιδεύσει το τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη, τουλάχιστον μια φορά, το φθινόπωρο του 2021 τις παραμονές των εσωτερικών εκλογών του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Με άλλα λόγια – και εδώ θέλω κυρίως να σταθώ - ο κ. Κοντολέων παραπλάνησε συνειδητά τη Βουλή για ένα θέμα της αποκλειστικής αρμοδιότητάς του, προκειμένου να αποσείσει τις δικές του ευθύνες και τις ευθύνες της κυβέρνησης. Στο βαθμό που τον εν λόγω κύριο – ο οποίος μάλιστα, από όσα λέγονται δεν συγκέντρωνε ούτε καν τα προβλεπόμενα από τον Νόμο στοιχειώδη τυπικά προσόντα - είχε επιλέξει απ’ ευθείας, χωρίς καμιά διαγωνιστική ή άλλη ανοιχτή διαδικασία, ο ίδιος ο σημερινός Πρωθυπουργός, η ευθύνη του κ. Μητσοτάκη είναι δεδομένη. Και είναι δουλειά της αντιπολίτευσης να την αναδείξει. Διότι, καλώς μεν αποπέμφθηκαν από τον Πρωθυπουργό οι κκ. Κοντολέων και Δημητριάδης, πλην όμως η απομάκρυνσή τους ήρθε κατόπιν εορτής.
Σημαίνει, άραγε, αυτό ότι ο Πρωθυπουργός θα πρέπει να παραιτηθεί, όπως επίμονα ζητεί η αξιωματική αντιπολίτευση; Σε όλες τις προηγμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, είθισται πράγματι οι κυβερνήσεις – και όχι απλώς οι εμπλεκόμενοι Υπουργοί - να παραιτούνται όταν αποκαλύπτονται μείζονα σκάνδαλα· και τούτο όταν σε αυτά εντοπίζονται και πρωθυπουργικές ευθύνες. Δεν χρειάζεται, με άλλα λόγια, η κυβέρνηση να χάσει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, θα συμβεί και σε μας, αν η υπό εξέλιξη δικαστική έρευνα και η έρευνα της ΑΔΑΕ αποκαλύψουν ότι, εκτός από τον κ. Ανδρουλάκη, η ΕΥΠ παρακολουθούσε τα τελευταία χρόνια και άλλους πολιτικούς ηγέτες - είτε το ήξερε ο κ. Μητσοτάκης είτε όχι.
Από εκεί και πέρα, ένα δεύτερο κρίσιμο ερώτημα είναι ποιοι «λόγοι εθνικής ασφάλειας» επέβαλαν εν έτει 2021 την παρακολούθηση ενός ευρωβουλευτή, του κ. Ανδρουλάκη, ο οποίος μάλιστα, για να χρησιμοποιήσω μια λέξη της μόδας, δεν είχε δώσει έως τότε δείγματα «εξωσυστημικής» συμπεριφοράς; Να είχε η άρση του απορρήτου του σχέση με τις επικείμενες εκλογές του κόμματός του; Και αν ναι, ποιος μπορεί να ενδιαφερόταν για τις επαφές του κ. Ανδρουλάκη εκείνη την περίοδο; Μήπως τη σχετική πρωτοβουλία είχε αναλάβει κάποιος που ήθελε να πουλήσει εκδούλευση σε κάποιον από τους άλλους υποψηφίους; Και αν ναι, ήταν ο τελευταίος εν γνώσει της υποκλοπής; Αυτά είναι τα πραγματικά ερωτήματα, για τα οποία πολύ αμφιβάλλω αν η επικείμενη συζήτηση στη Βουλή θα μας διαφωτίσει.
Σύμφωνα με την ΑΔΑΕ, μόνο το 2021 υπεγράφησαν 15.475 εισαγγελικές διατάξεις που αφορούσαν άρση απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Τα αιτήματα υποβάλλονται από την ΕΥΠ, η οποία υπάγεται στον Πρωθυπουργό, και εγκρίνονται από την εισαγγελέα που είναι «αποσπασμένη» στην υπηρεσία, χωρίς πάντα να διατυπώνεται η σχετική αιτιολογία. Πώς κρίνετε το παραπάνω πλαίσιο συγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας;
Όπως είδατε, με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου που μόλις εκδόθηκε, προβλέφθηκε η σύμπραξη και δεύτερου εισαγγελέα. Αυτό, όμως, δεν αρκεί. Διότι, με ποια στοιχεία ένας εισαγγελέας, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι δρα εντελώς ανεξάρτητα, μπορεί να ελέγξει μια πρόταση, για παράδειγμα του κλιμακίου της ΕΥΠ Λέσβου, ότι ο τάδε ψαράς διοχετεύει συστηματικά στην Τουρκία πληροφορίες για τα οχυρωματικά έργα του νησιού ή για τις κινήσεις του στόλου μας;
Κοντολογίς, η σύμπραξη και δεύτερου εισαγγελέα είναι δίχως άλλο θετικό βήμα, γιατί βάζει κατ’ αρχήν τέρμα στην πρακτική «ιδρυματικού εισαγγελέα» - όπως προσφυώς χαρακτηρίστηκε - σε έναν κατ’ εξοχήν ευαίσθητο τομέα. Είναι, όμως, ανεπαρκές. Κατά τη γνώμη μου, ειδικά για τις παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας, είναι επιβεβλημένη η σύμπραξη της ΑΔΑΕ, η οποία, όπως απέδειξε η πρόσφατη εμπλοκή της στην υπόθεση Κουκάκη-Ανδρουλάκη, διαθέτει - υπό τον σημερινό ιδίως πρόεδρό της - και την αναγκαία ανεξαρτησία και την εξ ίσου απαραίτητη τεχνογνωσία. Διότι, κανένας δικαστικός λειτουργός, όσα ειδικά σεμινάρια και αν παρακολουθήσει γι’ αυτόν τον σκοπό, δεν θα είναι σε θέση να αντιταχθεί σοβαρά και με επιχειρήματα στα αιτήματα που θα του υποβάλει η ΕΥΠ.
Δεν είναι, ως εκ τούτου, ο «συγκεντρωτισμός» του σημερινού συστήματος που φταίει για όσα συνέβησαν, όσο η έλλειψη αποτελεσματικών ελέγχων («αντίβαρα» τα λέμε εμείς οι συνταγματολόγοι), οι οποίοι, χωρίς να παρακωλύουν το έργο της διοίκησης στον ιδιαίτερα λεπτό και ευαίσθητο τομέα της εθνικής ασφάλειας, θα διασφαλίζουν την αναγκαία διαφάνεια και προπαντός τα δικαιώματα των πολιτών. Γιατί, ας μην το ξεχνάμε: όπως είπε προ ημερών και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην πολύ μεστή παρέμβασή της, ο κανόνας εν προκειμένω είναι η διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών και της ιδιωτικής ζωής των πολιτών και η εξαίρεση η άρση των σχετικών εγγυήσεων. Και τούτο, μόνον αν αυτό επιβάλλεται για εξαιρετικούς και αποδεδειγμένους λόγους εθνικής ασφάλειας. Κάτι που με τίποτα δεν μπορώ να πιστέψω ότι συνέβαινε και στις 15.475 περιπτώσεις άρσης του απορρήτου που έγιναν πέρυσι.
Για να διαβάσετε ολόκληρη την συνέντευξη, πατήστε ΕΔΩ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου