«Η κυβέρνηση θεωρεί σήμερα ότι όλα θα τα λύσουν οι δυνάμεις της αγοράς, οι ίδιες δυνάμεις που σήμερα, επειδή έχουν την ευκαιρία, ανεβάζουν τιμές και περιθώρια. Προφανώς δεν μπορείς, ούτε χρειάζεται, να ρυθμίσεις την αγορά 100%, αλλά όταν έχεις φτάσει σε μια κατάσταση ανώμαλη, πρέπει να παρέμβεις πριν τιναχτούν όλα στον αέρα», σημειώνει ο Σπύρος Μιχαλακάκης, «ειδικά σε στρατηγικούς τομείς όπως... η αγορά ηλεκτρισμού, αφού το χρηματιστήριο ενέργειας δεν δουλεύει». «Στο χρηματιστήριο ενέργειας της Γαλλίας συμμετέχουν μερικές δεκάδες εταιρείες, εδώ είναι 4 εκπρόσωποι – δεν έχει λόγο ύπαρξης», σχολιάζει ο Γρηγόρης Στεργιούλης.
«Το χρηματιστήριο ενέργειας είναι στρατηγική επιλογή αυτής της κυβέρνησης. Το διαμόρφωσε ο Χατζηδάκης δηλώνοντας πως "θα τα λύσει η αγορά και θα έχουμε… φτηνότερο ρεύμα". Το αποτέλεσμα όμως ήταν μια ολιγοπωλιακή κατάσταση. Η ΔΕΗ δεν είναι πλέον δημόσια και ο καταναλωτής δεν ξέρει πώς να προφυλαχτεί από τις αυξήσεις», σχολιάζει ο Σπύρος Μιχαλακάκης, σημειώνοντας μάλιστα ότι «τη ΔΕΗ τη χαρίσαμε, στα δε ΕΛΠΕ χρησιμοποιήθηκε ένας άστοχος νόμος κι από εκεί που η κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα να διορίζει την πλειοψηφία της διοίκησης, την έδωσε στους ιδιώτες. Εάν το Δημόσιο είχε και επιχειρησιακή παρουσία μέσα από τα ΕΛΠΕ, με το 35% θα είχε δυνατότητα να επιδράσει στην άσκηση της ενεργειακής πολιτικής με διαφορετικό τρόπο».
«Η ενεργειακή μετάβαση είναι μια ευρωπαϊκή υπόθεση υπό αμφισβήτηση. Εχει πάρα πολλά ερωτήματα ως προς το ετήσιο κόστος που πρέπει να επενδυθεί για να φτάσουμε στην απανθρακοποίηση το 2050», σημειώνει ο Γρηγόρης Στεργιούλης. «Οι δύο όμιλοι διύλισης έχουν τα κεφάλαια και ασφαλώς οφείλουν να είναι από τους πρωταγωνιστές της ενεργειακής μετάβασης, επενδύοντας σε ΑΠΕ και σε υδρογόνο, αλλά δεν είναι οι μόνοι. Στην Ελλάδα για να είμαστε κοντά στον στόχο, πρέπει κάθε χρόνο να επενδύονται περί τα 15-17 δισ. ευρώ για τις υποδομές, τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος, τις ΑΠΕ, τις μονάδες αποθήκευσης ενέργειας, για αντικατάσταση οικιακών συσκευών, για όλα τα απαραίτητα. Αφήνοντας τη μετάβαση στα χέρια μετρημένων στα δάχτυλα ενεργειακών επιχειρήσεων, ίσως διακινδυνεύουμε την ίδια τη μετάβαση».
«Το ερώτημα απαντιέται κάθε μέρα», σχολιάζει. «Οι μεγάλοι παίκτες της αγοράς δεν είναι συμφιλιωμένοι με την ιδέα να συνεισφέρουν κάποιο μερίδιο από αυτό το πακέτο των 2-3,5 δισ. ευρώ – ιδίως γιατί θα μειώσει τη δυνατότητα χρηματοροών που θα ελέγξουν πλήρως την ενεργειακή μετάβαση και ιδίως τις τεχνολογίες αποθήκευσης ενέργειας (μπαταρίες κ.λπ.). Ουσιαστικά μέσα από τα ουρανοκατέβατα κέρδη χτίζουν τις θέσεις τους για την επόμενη μέρα. Κι αν κρατήσει αυτή η κατάσταση δύο χρόνια, έχει εξασφαλιστεί η ηγετική θέση».
«Η βασική στρατηγική που έχει αυτή η κυβέρνηση είναι να γίνει η ενεργειακή μετάβαση μέσα από μεγάλους ομίλους», σχολιάζει ο Σπύρος Μιχαλακάκης. «Υπάρχει όμως κι άλλος τρόπος, όπως εφαρμόζεται π.χ. στη Γερμανία και την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη, με διασπορά επενδύσεων και παραγωγής, με σημαντικό ποσοστό αυτοπαραγωγής, αυτοκατανάλωσης, ενεργειακές κοινότητες κ.λπ.
»Η τεχνολογία των αιολικών και των φωτοβολταϊκών επιτρέπει και επιβάλλει διάσπαρτες μικρές μονάδες και τοπικά δίκτυα, για να μην υπάρχουν μεγάλες απώλειες και κόστος μεταφοράς της ενέργειας.
»Πρέπει να στηριχθούν αποφασιστικά οι δυνατότητες για ενίσχυση της "Ενεργειακής Δημοκρατίας", ενώ ταυτόχρονα ο κρατικός τομέας και οι μεγάλες επιχειρήσεις πρέπει να επενδύσουν στις νέες γενιές τεχνολογίας (π.χ. νέα βιοκαύσιμα, πράσινο υδρογόνο, αμμωνία κ.λπ.). Απαιτείται βεβαίως να διαμορφωθεί επιστημονικά τεκμηριωμένο πλαίσιο ανάπτυξης ΑΠΕ και άλλων ενεργειακών υποδομών σε ό,τι αφορά τη χωροθέτηση, τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και την προστασία της βιοποικιλότητας.
»Και φυσικά, οι αναμενόμενες δράσεις για την ταχύτερη ανάπτυξη των ΑΠΕ να στηρίξουν παράλληλα την ανάπτυξη υποδομών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και των νέων υποδομών μεταφοράς και να δοθεί ισόρροπη προσοχή/επενδύσεις και στην παραγωγή πράσινης ενέργειας αλλά και, σημαντικότερο, στην εξοικονόμηση. Απαιτείται γενναία στήριξη στην ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, οχημάτων και στην παραγωγική διαδικασία.
»Το 2018/2019 είχε διαμορφωθεί το πρώτο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα που επένδυε στην ενεργειακή εξοικονόμηση και στις ΑΠΕ, κρατούσε σταθερό το φυσικό αέριο και μείωνε τους λιγνίτες. Η σημερινή κυβέρνηση ανακατεύθυνε το ΕΣΕΚ στη δραματική μείωση για τους λιγνίτες, καρκινοβατώντας στις ΑΠΕ και αυξάνοντας δραματικά το φυσικό αέριο. Τα αποτελέσματα είναι αυτά που βλέπουμε τώρα: και ακρίβεια και ενεργειακή ανασφάλεια, στην πρώτη αναταραχή.
»Η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί την εμπλοκή και στήριξη του εγχώριου δυναμικού, από Πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, εγχώριες επιχειρήσεις και οργανισμούς, ΟΤΑ κλπ., αναβαθμίζοντας την τεχνογνωσία και κατ’ επέκταση την παραγόμενη αξία στη χώρας μας. Κρίσιμος είναι και ο ρόλος το Δημοσίου, που δεν πρέπει απλά να νομοθετεί αλλά μέσω των υποδομών του, της κινητοποίησης πόρων και δυνάμεων μαζί και των ενεργειακών επιχειρήσεων που (πρέπει να) ελέγχει, ρυθμίζει, δίνει το βήμα και υλοποιεί τις θετικές αλλαγές».
Ολοκληρώνοντας τη συζήτηση, γίνεται σαφές ότι χρειάζεται ένα άλλο μείγμα ενεργειακής πολιτικής. Ενα σχέδιο που οι ενεργειακοί στόχοι να αντιμετωπίζονται παράλληλα με τους κλιματικούς/περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς στόχους, δηλαδή πρόσβαση στην ενέργεια για όλους και εξάλειψη της ενεργειακής φτώχειας, με ταυτόχρονη αναβάθμιση του περιβάλλοντος.
«Σε κάθε περίπτωση ενεργειακή μετάβαση πρέπει να γίνει με την κοινωνία αρωγό. Οτιδήποτε γίνεται χωρίς την κοινωνία και ακόμα χειρότερα ή ενάντιά της, είναι καταδικασμένο. Η ενεργειακή μετάβαση είναι ευκαιρία που δεν πρέπει (να αφήσουμε) να γίνει εφιάλτης…», τονίζουν και οι δύο συνομιλητές.
Γιάννης Μπαζαίος
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.