Πιτσιρικάς ων στα Τρίκαλα, ήμουνα σκλάβος του Αργύρη Ζήλου. Του γνωστού μουσικοκριτικού στο περιοδικό «Ήχος», που το περίμενα πως και πως κάθε μήνα να έρθει και γυρόφερνα το περίπτερο σαν τον καρχαρία.
Κι όταν το ‘πιανα στα χέρια μου, ξεκοκάλιζα τις δισκοκριτικές με μανία. Για να τρέξω ύστερα στο... δισκάδικο του Σταύρου στην Κονδύλη, να ρωτήσω ποιους δίσκους έφερε και τι μπορούσαμε να γράψουμε σε κασέτα. Αφραγκία γαρ και το μαθητικό χαρτζιλίκι δεν έφτανε για βινύλια…
Από τον Ζήλο λοιπόν έμαθα στην ώρα του το προγκρέσιβ ροκ και πολύ καθυστερημένα το πανκ και το νιού γιουέιβ. Είχε να κάνει με τα κολλήματά του, αλλά αυτή είναι μια κουβέντα που θα την κάνουμε άλλη φορά. Αυτή τη φορά θα μιλήσουμε για το πώς το ’79, πήγα στον πατέρα μου κι επέμεινα ν’ ακούσει ένα τραγούδι των Yes, για να καταλάβει ρε φίλε, τι σόι πράγμα ήταν η υπέροχη μουσική που κοπανιόταν ο γιός του όλη μέσα μπροστά στο κασετόφωνο. Κι ο πατέρα μου το άκουσε και γύρισε και μου είπε:
«Δεν είναι κακό παιδί μου, αλλά δεν ξέρω εγώ απ’ αυτά…»
Άλλη γενιά, άλλη κουλτούρα, άλλες εντυπώσεις. Είχε μεγαλώσει με κλαρίνο και μπουζούκι ο άνθρωπος, τι του ζήταγα εγώ να μπλέξει με κιθάρες ηλεκτρικές και σύνθια; Και ρυθμούς εντελώς διαφορετικούς από εκείνους της νεότητάς του, που διαμόρφωσαν τα αισθητικά του κριτήρια και τις προτιμήσεις του. Δεν ήταν ότι τον χάλαγαν οι νότες του προγκρέσιβ, του ροκ γενικότερα, ήταν ότι τον ξένιζαν. Κι αυτό, ξέρετε, λειτουργεί πολύ, μα πάρα πολύ αποτρεπτικά στο ν’ ανοίξεις τ’ αυτιά σου και να υποδεχθείς το καινούριο.
Το καινούριο που δεν είναι σώνει και καλά, υπέροχο, θαυμάσιο, καταπληκτικό. Απλώς διαφορετικό είναι και σε ξεβολεύει και ποιος θέλει, άραγε, να ξεβολευτεί αυτή την εποχή που διαφημίζεται ότι δεν χρειάζεται καν να ψάχνεις το τηλεκοντρόλ στον καναπέ γιατί μπορείς ν’ αλλάζεις κανάλια από το κινητό σου; Ολίγοι και εκλεκτοί μόνο την ψάχνουν τη δουλειά και φυσικά οι λεβεντόγεροι που θέλουν να κάτσουν με τη νεολαία! Λες και θα καταλάβουν τι λένε οι πιτσιρικάδες…
Συγχωρέστε μου, λοιπόν, τη μακροσκελέστατη εισαγωγή, αλλά ήθελα να ξεκαθαρίσω δυο-τρία πράγματα πριν πω κι εγώ τις παρόλες μου για την περιβόητη συναυλία του ΛΕΞ στη Νέα Σμύρνη. Τη συναυλία που μάζεψε 20.000 και βάλε κόσμο και αναδείχθηκε στο γεγονός των ημερών μαζί με την κωλοτούμπα για τη Novartis. Είκοσι χιλιάδες πιτσιρικάκια, πήγαν ν’ ακούσουν τη νούμερο ένα μορφή του ελληνικού ραπ και να φωνάξουν στίχους που η λέξη «ανατρεπτικοί» φαντάζει πολύ ελάχιστη για να τους περιγράψει. Για να το πω και ευθέως:
Ξέρετε ποιον μου θυμίζουν οι στίχοι του;
Τον Σαββόπουλο που τραγούδαγε για τη συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, μου θυμίζουν.
Τέτοια είναι η μανία τους, τέτοια είναι η λόξα τους, τέτοια είναι η έκρηξη τους που από τότε ως σήμερα (ας με συγχωρέσουν ο Παυλίδης, ο Αγγελάκας κι ο Θανασάρας) δεν την είχαμε ξανακούσει στο ελληνικό τραγούδι. Η αμεσότητά τους...
Ο ΛΕΞ είναι ράπερ όμως και το ραπ ξενίζει τις μεγαλύτερες ηλικίες, όπως ξένιζαν οι Yes τον πατέρα τον δικό μου. Λογικό είναι, δεν είναι παράλογο. Όπως πολύ λογικό μοιάζει να υπάρχουν διαβαθμίσεις στο ραπ, όπως υπήρχαν στο προγκρέσιβ, στο πανκ, στο νιού γουέηβ, στο γκραντζ, σε όλα τα είδη της μουσικής για νέους και νέες.
Άλλο είναι η τέχνη του ράπερ απ’ τη Σαλονίκη που αγγίζει τα σύννεφα και άλλο είναι η σαβούρα του τραπ που τσαλαβουτάει στο βόθρο.
Στη μεγάλη οικογένεια του χιπ χοπ ανήκουν αμφότερες (άλλη φορά οι λεπτομέρειες), δεν είναι ωστόσο και δεν θα γίνουν ποτέ το ίδιο. Κι αν τα μπλέκουν οι πιτσιρικάδες από καιρού εις καιρόν δεν έγινε και τίποτα, αρκεί που χώνει μέσα τους ο ΛΕΞ το σπέρμα της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης. Γιατί αν έρθει καμιά φορά πραγματική αλλαγή στη χώρα, απ’ αυτά τα παλαβωμένα και συγχυσμένα και τζαζεμένα παιδιά θα έρθει, δεν θα έρθει από τα φυτά των «Νέων Οριζόντων»!...
Χρήστος Ξανθάκης
newpost.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου