3.7.22

Σπουδαιολόγησον!...





Γδέρνεται η γλώσσα μου στον ουρανίσκο. Ισως γιατί δεν πίνω νερό. Σιχαίνομαι το νερό. Δεν έχω το δικαίωμα να σιχαίνομαι το νερό; Εχουν πιαστεί και οι μασχάλες μου. Διάολε. Λες και περπατάω με πατερίτσες. Κι όμως, δεν είμαι κουτσός. Ετσι δεν τους λέει ο κόσμος; Κουτσούς, στραβούς, μουγγούς... Βρίσκουμε να λέμε. Πάντα βρίσκουμε να λέμε. Και λέμε. Δεν το βουλώνουμε και ποτέ. Λες και υπάρχει μόνο το δικαίωμα στον λόγο. Η υποχρέωση στη σιωπή πού πάει;... Αλήθεια, αυτούς που σιχαίνονται το...νερό πώς τους λένε;

Αυτούς που πάσχουν από μεγαλειώδη βεβαιότητα για την κανονικότητά τους – αυτούς πάλι, πώς να τους λένε άραγε; Κάτι μου λέει πως δεν έχουν γενική ονομασία. Εχουν όνομα και επώνυμο. Συνήθως έχουν και κάτι ακόμα μπροστά: πρόεδρος, επικεφαλής, γενικός γραμματέας, υπεύθυνος στο τάδε ταδόπουλο, υπουργός του τάδε ταδένιου, αρχηγός πασών των ταδοπουλέων, πρωθυπουργός (ή υιός).
«Νιώθω αηδία γι’ αυτή τη γελοιότητα που περιφέρεται ανάμεσά σας», λέει ο ήρωας του Ντοστογιέφκσι, αναφερόμενος στον εαυτό του, στο «Ονειρο ενός γελοίου». «Οσο μεγαλύτερη είναι η γνώση μέσα μου τόσο μεγαλύτερη και η επίγνωση της γελοιότητάς μου», ξαναλέει.

Τα ’πε· να πεις δεν τα ’πε; Εμείς, πάλι, πάντα βρίσκουμε να λέμε. Αλλα. Και αυτός βρήκε να πει. Και είπε. Αλλα αντ’ άλλα.

Οτι ήταν καλός, ήταν γλυκός κι είχε τις χάρες όλες, είπε. Πως έβαζε ανήλικους στο σπίτι του για να τους βοηθήσει. Για να κάνουν τα μαθήματά τους, να πλύνουν τα ρούχα τους, να φάνε κάτι, τα δόλια. Μωρέ «αβασάνιστα» τα σπίτωνε όλα αυτά τα δύστυχα, γιατί είχε «αγαθότατη πρόθεση»! Αχ, μωρέ, το ζουμπούλι μου. Το πολύ πολύ, τους ζήταγε να ρίξουν ένα σφουγγάρισμα. Αλλά αυτά, τον βρήκαν αγαθιάρη και τον εκμεταλλεύτηκαν. Εντάξει, μπορεί να του έκαναν κι ένα κομπλιμέντο για την εμορφάδα, τη γοητεία και τη βαθιά, πολύ βαθιά, πάρα πολύ βαθιά μόρφωσή του (νά μια μορφωσάρα, με το συμπάθιο). Αλλά αυτός «δεν το σπουδαιολόγησε».

Δεν το σπουδαιολόγησα – έτσι απάντησε στην πρόεδρο του δικαστηρίου.

Ούτε αν ήταν ανήλικοι σπουδαιολόγησε, ούτε τα όσα απίστευτα ακούστηκαν όλες αυτές τις εβδομάδες της δίκης από το στόμα του συνηγόρου του σπουδαιολόγησε. Μονάχα τον ίδιο – αυτός μόνο είναι το μέγα σπουδαιολόγημα! Για το οποίο, όλοι πρέπει να σπουδαιολογούμε, γιατί «έβαλε τέλος στον μεταμοντερνισμό» (έτσι το λέμε τώρα το κάνω σεξ δίχως τη σύμφωνη γνώμη του άλλου;), γιατί προέβη στην «αυτοκριτική του», καθώς υπήρξε απλά «ανοιχτός» (το τσαμένο), λειτουργεί και με «το θυμικό» κυρίως (είναι να μη σου τύχει!), ε, έχει και μιαν «ελαφρότητα με τα πράγματα εν γένει»...

Βιαστής πάντως δεν είναι! Και γάτο να δει, σου λέει, ν’ απαυτώνει γάτα, θα τον κλοτσήσει! Είναι μια νέα, επαναστατική μέθοδος αυτή, για τον περιορισμό των αδέσποτων, αλλά πού να καταλάβετε εσείς πώς σκέφτεται μια ευγενική, αν και κάπως ελαφράδικη, ψυχή! Βιαστής πάντως δεν. Θύμα σκευωρίας – αυτό είναι. Σκευωρίας ανθρώπων που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, αλλά έτσι είναι οι σκευωροί, άλλοι γιατί δεν τους πέτυχε το σφουγγάρισμα, άλλοι γιατί τον ζήλευαν (αχ πώς τον ζήλευαν, γιατί ήταν σπουδαιολογούμενος σκηνοθέτης και σπουδαιολογικότατος ηθοποιός), άλλοι γιατί ήταν απλά τιγκιντάγκες, ε όλοι αυτοί μαζεύτηκαν για να τον κατηγορήσουν... έτσι! Δίχως κανέναν λόγο! (Ε ρε να μιλούσαν κι όσοι δεν μίλησαν...)

Η ναρκισσιστική διαταραχή έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: το άτομο σκέφτεται σχεδόν αποκλειστικά τον εαυτό του, μιλάει συχνά γι’ αυτόν, επιζητεί συνεχώς προσοχή και επιβεβαίωση, αναφέρεται σε υπερβολικό βαθμό στα ταλέντα και τα κατορθώματά του, πιστεύει πως είναι ξεχωριστό (πολύ ξεχωριστό, πάρα πολύ ξεχωριστό), έχει εμμονή με την αποδοχή και τη νίκη, αρνείται την απόρριψη και την αποτυχία, δεν αναγνωρίζει και δεν λαμβάνει καν υπόψη του τα συναισθήματα των άλλων. Είναι άτομα με διογκωμένη, φαινομενικά, αυτοπεποίηθηση ενώ είναι εξαιρετικά ανασφαλή, θέλουν να κάνουν τους άλλους να αισθάνονται φθόνο για την ανωτερότητά τους, αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους.

Σας θυμίζουν κάποιον ή κάποιους όλα τα παραπάνω;

Τελικά δίψασα. Ενα ποτήρι νερό, παρακαλώ. Καθαρό.

Νόρα Ράλλη

Εfayn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: