Η κυβέρνηση στέκεται αμήχανη, αν όχι εχθρική, απέναντι στους ανθρώπους και ιδίως στους νέους, στις νέες και στους καλλιτέχνες που διαμαρτύρονται αυτές τις ημέρες, μετά την ολοκλήρωση σε πρώτο βαθμό της «δίκης Λιγνάδη». Δεν αντιλαμβάνεται ότι δεν ζητούν την εφαρμογή ενός δικού τους νόμου –δεν παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους–, αλλά αντιθέτως ζητούν εξηγήσεις για τον τρόπο που η Δικαιοσύνη εφάρμοσε τον νόμο. Ζητούν δηλαδή ό,τι ακριβώς συνιστά τη ραχοκοκαλιά του κράτους δικαίου, την κατίσχυση του νόμου της πολιτείας και της ισότητας. Προσπαθούν... μάλιστα, να μπορέσουν να ακουστούν από τους θεσμούς, χωρίς να αντιμετωπιστούν ως όχλος. Θέλουν να προφέρουν το όνομά τους, για αυτό και υπογραμμίζουν ότι «οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται στο όνομα του ελληνικού λαού». Είναι αυτοί που μέσα από την κίνησή τους, από τις διεργασίες τους και τη ζωή τους θα γεννηθεί το νέο και κάθε αλλαγή.
Αν έχουμε, βέβαια, φτάσει στο σημείο σήμερα να έχουμε ξεσπάσματα κινημάτων υπέρ της εφαρμογής των νόμων και υπέρ της ισονομίας, σημαίνει ότι έχουμε οδηγηθεί σε ένα οριακό σημείο. Αυτό σημαίνει επίσης ότι το αίσθημα ανασφάλειας έχει ενταθεί υπέρμετρα, με υποκινητή, πολλές φορές, τις ενέργειες της ίδιας της κυβέρνησης. Ανασφάλεια κάθε είδους, κοινωνική και προσωπική, ανασφάλεια απέναντι στο έγκλημα, αλλά και ανασφάλεια για την ατομική και συλλογική υγεία, μες στην πανδημία. Ανασφάλεια στον χώρο της εργασίας και ανασφάλεια για την ακρίβεια στη θέρμανση, στα καύσιμα, στη στέγη. Ομως, ανασφάλεια διάχυτη υπάρχει και γιατί το κράτος, με τις υπηρεσίες και τις υποδομές του, έχει υποχωρήσει από παντού, είτε επίσημα είτε έμμεσα, έχοντας αφεθεί να εκφυλίζεται από τις ελλείψεις και την υποχρηματοδότηση, ακόμη και σε μια τέτοια περίοδο που η χώρα δεν έχει τη μνημονιακή μέγγενη να την πιέζει, αλλά αντίθετα μια ευρωπαϊκή ανοχή στις δαπάνες και ευρωπαϊκή χρηματοδότηση μεταρρυθμίσεων. Ανασφάλεια λοιπόν γιατί το επιτελικό κράτος, που είχε εξαγγελθεί ως ο αποτελεσματικός φρουρός του νόμου, αποδεικνύεται ανεπαρκές και διεφθαρμένο κράτος.
Η κυβέρνηση, για ακόμα μία φορά, επιχείρησε να αντιμετωπίσει μια δικαστική απόφαση ως ζήτημα πολιτικής διαχείρισης ζημιάς μέσω των γνωστών τεχνασμάτων της προπαγάνδας του ποινικού λαϊκισμού. Πρόθυμοι να υποστηρίξουν κάθε είδους αντιεπιστημονικό αφήγημα, δημοσιογράφοι και δημοσιολογούντες, αδιάφοροι προς τη διασφάλιση της ευθυκρισίας των πολιτών, αυτονόητη προϋπόθεση της δημοκρατίας. Στην αρχή ο Λιγνάδης αποφυλακίστηκε με τον νόμο Παρασκευόπουλου. Συκοφαντία. Προσωπική και πολιτική στοχοποίηση που γίνεται σε οποιαδήποτε αποφυλάκιση των τελευταίων χρόνων. Στη συνέχεια, η ποινή ανεστάλη, με τους ποινικούς κώδικες του 2019. Ψέμα. Η αναστολή στον πρωτόδικα καταδικασμένο δόθηκε με διάταξη του 2010, ενώ ο θεσμός της αναστολής έως την εκδίκαση του εφετείου ισχύει εδώ και δεκαετίες. Τέλος, μετά τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις, εφηύραν και διαδίδουν το τέχνασμα ότι ο βιασμός ανηλίκων με δική της νομοθετική πρωτοβουλία τιμωρείται πλέον με ισόβια κάθειρξη, ποινή που δεν θα μπορούσε να έχει ανασταλεί. Διαστρέβλωση της αλήθειας. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να γίνει αυτό στη συγκεκριμένη υπόθεση, αφού, ακόμα και αν δεν είχε γίνει η μεταρρύθμιση του 2019, και οι προϊσχύουσες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα δεν προέβλεπαν ισόβια, αλλά πρόσκαιρη κάθειρξη.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. αυτά επέλεξε να κάνει. Αντί να απευθυνθεί στους πολίτες με δημοκρατική ωριμότητα, αντί να ενισχύσει στην πράξη την ελεύθερη πρόσβαση στη Δικαιοσύνη για τους ευάλωτους, ιδίως για τα θύματα ρατσιστικής, σεξιστικής και έμφυλης βίας, με ανάπτυξη υποδομών αρωγής, στέγασης, ψυχολογικής, οικονομικής και νομικής υποστήριξής τους. Αντί να λάβει πρωτοβουλία για την επιτάχυνση των δικών και θέσπιση, σε συνεργασία με τους δικηγορικούς συλλόγους, πρωτοκόλλου προστασίας της προσωπικότητας των θυμάτων κατά την ακροαματική διαδικασία. Αυτά επιλέγει να μην τα κάνει.
Μερικές σκέψεις ακόμη. Είναι καταγέλαστη η άποψη ότι η κριτική σε συγκεκριμένες αποφάσεις της Δικαιοσύνης σημαίνει και συνολική αμφισβήτησή της ως θεσμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. έχει και την ικανότητα και την υποχρέωση να αφουγκράζεται την κριτική που ασκείται από τον ελληνικό λαό. Κριτική που ασκείται σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά με κριτήρια την ισονομία και τη δικαιότητα, βάσει του ίδιου του κειμένου των κανόνων δικαίου που η πολιτεία έχει θεσπίσει.
Ισότητα στην εφαρμογή του νόμου της πολιτείας αναζητούν, και θα αναζητούν, οι πολίτες και το κράτος δικαίου είχε, και θα συνεχίσει να έχει, αδιάρρηκτη σχέση με τους δημοκρατικούς αγώνες. Οφείλουμε να αναδεικνύουμε την αξία που έχουν αυτές οι έννοιες για τις νεότερες γενιές, για την Generation Z, που είναι μια γενιά που μιλάει και θέλει να ακουστεί χωρίς την κατάκριση ότι δεν είναι γνώστης ή ότι χειραγωγείται. Να μιλήσουμε για τις προσδοκίες των πολιτών σε σχέση με θεσμούς που δίνουν υπόσταση στη διαφάνεια, στη λογοδοσία και εν γένει στο κράτος δικαίου, όπως είναι ο δικαστής, ως ανεξάρτητος κριτής, χωρίς ελιτισμό και χωρίς απόσταση από την κοινωνία, ή ο δικηγόρος, όχι ως προβοκάτορας που προσβάλλει θύματα ή ως αστέρας τηλεδικείων, αλλά ως ουσιαστικός συλλειτουργός της Δικαιοσύνης. Να μιλήσουμε και για τους θεσμούς και για τη δημοσιογραφία που οφείλει να ασκεί έλεγχο στην εξουσία, αντί να εκκρεμεί στον πίνακα κατάταξης «Ενημέρωση 108».
Εμείς θα συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε το μέλλον, δίνοντας αγώνες στο σήμερα, αγώνες πολιτικούς, δημοκρατικούς, με θέσεις και προτάσεις, που συγκροτούν το προοδευτικό μέτωπο, μέτωπο διεξόδου από τον θεσμικό κατήφορο που ζούμε...
Μιχάλης Καλογήρου (τέως υπουργός Δικαιοσύνης, διευθυντής του πολιτικού γραφείου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ)
Μιχάλης Καλογήρου
Η Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου