Η «αριστεία», όχι ως αυταξία και κίνητρο μιας διαρκούς κίνησης προς τα εμπρός, αλλά ως αυτάρεσκος εφησυχασμός μιας ελίτ που διαφημίζει το κεκτημένο της δικαίωμα, συνδυασμένο ακριβώς με χαρακτηριστικά ταξικής συνείδησης, αλαζονείας και νεοφιλελεύθερου διδακτισμού, έγινε δίκοπο μαχαίρι στην περίπτωση του Δημήτρη Λιγνάδη. Κι αυτό γιατί... ό,τι μέχρι χθες ήταν στα highlights της συστατικής του «επιστολής», αυτό το ίδιο είναι σήμερα ο λόγος να πέφτει μια τέτοια καταδίκη ακόμα βαρύτερη στους δικούς του ώμους και να ακούγεται ακόμα χειρότερη στα δικά μας αυτιά.
Αλήθεια, αυτός που είχε εκ γενετής προνόμια σε σχέση με πολλούς άλλους, που γεννήθηκε σε μια μορφωμένη και κοινωνικά προβεβλημένη οικογένεια, που πήγε σε καλά σχολεία, που είχε τις πόρτες ανοιχτές και τις γνωριμίες εύκολες, που δεν χρειάστηκε να ζοριστεί οικονομικά ή κοινωνικά, ούτε να αποδείξει με σκληρό αγώνα πως αξίζει να είναι εκεί που βρέθηκε, αλήθεια, αυτός έκανε αυτά τα πράγματα σε βάρος ανηλίκων και ανίσχυρων που οι όροι της ζωής τους βρίσκονταν ακριβώς στον αντίποδα;
Μπορεί αυτή η σκέψη να είναι λάθος και μάλιστα να αναπαράγει το ίδιο στερεότυπο που χρησιμοποίησε με χυδαίο τρόπο η υπεράσπιση του Λιγνάδη, ότι δηλαδή στο έγκλημα συνήθως δεν ρέπουν τα καλά παιδιά, αλλά τα παιδιά που στερούνται προνομίων, από την άλλη όμως είναι και μια αναγνωρίσιμη, αντανακλαστική κοινωνική αντίδραση. Γι’ αυτό και ό,τι είπε ο Λιγνάδης μέχρι εδώ, διατυπωμένο μέχρι τέλους με την ακλόνητη βεβαιότητα της κοινωνικής του θέσης, χωρίς ενσυναίσθηση, χωρίς τύψεις, χωρίς ίχνος «συμπάθειας», αλλά και ό,τι έφερε ο ίδιος ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ανατροφής, της παιδείας, των προνομίων, της εξουσίας ακόμα ακόμα, επειδή ακριβώς χρησιμοποιούνταν διαρκώς και υπερτονίζονταν μέχρι τέλους ως αποδείξεις ανωτερότητας, «αριστείας», ακόμα ακόμα και αθωότητας (!), τώρα, στην πλήρη αντιστροφή τους, είναι στοιχεία υποκρισίας, ύβρεως και τελικά μιας τραγικής και χυδαίας παράστασης, της χειρότερης που έκανε στη ζωή του ο Λιγνάδης.
Κι όμως, ένα πράγμα εξαιρείται, νομίζω, κι αυτό επειδή ήταν το μόνο μη κληρονομημένο ταξικό ή κοινωνικό του «δικαίωμα»: το θεατρικό αποτύπωμά του, το μόνο που δεν σερβιριζόταν εξαρχής ως «άριστο» αλλά ήταν, όπως συμβαίνει με κάθε καλλιτέχνη, στην κρίση του κοινού. Κι αυτό το μόνο πράγμα που εξαιρείται είναι και το μόνο που διασώζεται από τη λαίλαπα μιας τόσο τρομακτικής καταγγελίας, μιας τόσο ακραίας, συκοφαντικής και εκτροχιασμένης υπερασπιστικής απόπειρας και τελικά της καταδίκης. Αν μένει, δηλαδή, κάτι αλώβητο από τον ίδιο τον Δημήτρη Λιγνάδη είναι ευτυχώς το θέατρο.
Κατά τα άλλα, ο γιος του διακεκριμένου φιλολόγου, εκπαιδευτικού, μελετητή, κριτικού θεάτρου, συγγραφέα, διευθυντή της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου Τάσου Λιγνάδη είχε αποφοιτήσει από τη Σχολή Μωραΐτη. Είχε υπάρξει αριστούχος απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου (1985). Δίδασκε επί σειρά ετών στο Τμήμα Θεάτρου του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στο Ναύπλιο και σε δραματικές σχολές (Δραματική Σχολή Εθνικού Θεάτρου, «Ιασμος», Θέατρο των Αλλαγών κ.ά.).
Διετέλεσε διευθυντής της Νέας Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, καθώς και αναπληρωτής διευθυντής στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ενώ την περίοδο 2014-15 ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής στο Θέατρο «Πάνθεον». Και υπήρξε επί σειρά ετών υπεύθυνος του θεατρικού ομίλου στα Αρσάκεια Σχολεία και στο Κολλέγιο Ψυχικού.
Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά μαζί με τις δεκάδες συνεργασίες του με τα κορυφαία θέατρα της χώρας και, είτε ως ηθοποιός είτε ως σκηνοθέτης, με τους κορυφαίους σκηνοθέτες και ηθοποιούς της χώρας, ήταν και όσα επικαλέστηκε το υπουργείο Πολιτισμού όταν τον διόρισε με απευθείας ανάθεση στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου.
Ηταν Αύγουστος του 2019 και παρότι πριν από την υπουργική ανακοίνωση ο διορισμός αυτού του «αρίστου» είχε σχεδόν προαναγγελθεί ακόμα κι από τον ίδιο σαν να επρόκειτο για κληρονομικό δικαίωμα, δεν υπήρξαν αντιδράσεις για την επιλογή της κ. Μενδώνη να μην ακολουθήσει την πρακτική της προκατόχου της, Μυρσίνης Ζορμπά, για την πλήρωση των θέσεων των καλλιτεχνικών διευθυντών μέσω προκήρυξης διαγωνισμού.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης σαν έτοιμος από καιρό ανέλαβε το Εθνικό και μαζί την αποστολή της νεοφιλελεύθερης αριστείας στον θεατρικό χώρο, την αποστολή δηλαδή αποκαθήλωσης της ηγεμονίας των αριστερών ιδεών και προτύπων. Είχε άλλωστε υπαινιχθεί συχνά τις προθέσεις του, με πιο χαρακτηριστικό το σημείωμά του το βράδυ των εκλογών όταν, χαιρετίζοντας τη νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη, έγραφε: «…έχω ανάγκη να νιώσω χαρά και ακόμη μεγαλύτερη ελπίδα για το αύριο που ξημερώνει. Οχι μόνο επειδή αλλάζουν τα πρόσωπα. Αλλά επειδή προσδοκώ να γυρίσει... ανεπιστρεπτί μια σελίδα της πολιτικής (και όχι μόνο) Ιστορίας του τόπου μας».
Τώρα, εκ των υστέρων, φαντάζομαι πως όταν ανέλαβε το Εθνικό υπήρξαν, εκτός από εκείνους που χάρηκαν, κι εκείνοι που δαγκώθηκαν ανήσυχοι. Ηταν όσοι από τον χώρο του δήλωσαν αργότερα σε συνεντεύξεις τους πως κάτι υποψιάζονταν, είχαν δει, ήξεραν από πρώτο χέρι, τους είχαν πει... Αυτή η φημολογία κινούνταν παράλληλα με τους σταθμούς στο βιογραφικό του και κάθε τόσο τροφοδοτούνταν. Και μαζί, κάτι εντονότερες αιχμές: α) για ένα επεισόδιο μ’ ένα ανήλικο το ’84 το οποίο κουκουλώθηκε, β) για την ενδεχόμενη εμπλοκή του σε μια μυστηριώδη υπόθεση βιασμού μιας τρανσέξουαλ το ’97 στη Μυτιλήνη, που αποσοβήθηκε όταν η Ελένη Κούρκουλα και τότε έσπευσε να του παράσχει άλλοθι, και γ) για το παράδοξο περιστατικό το 2002 τού, πισώπλατου μάλιστα, μαχαιρώματός του που αποδόθηκε σε απόπειρα ληστείας από άγνωστο, αν και ο άγνωστος διέφυγε χωρίς να πάρει τίποτα.
Αλλά όλα αυτά δεν είχαν τη δύναμη να διαταράξουν τον ύπνο του Λιγνάδη. Ούτε οι άλλες φήμες για τους λόγους που εκδιώχθηκε από τον «Ιασμο» ή για τις παράδοξες «εκπαιδευτικές» μεθόδους που ακολουθούσε και ο ίδιος και ο αδελφός του στα θεατρικά εργαστήρια των Αρσακείων είχαν τη δύναμη να «διαταράξουν» το κοινωνικό προφίλ του και την ησυχία του.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά ο Δημήτρης Λιγνάδης είχε προφανώς σε τέτοιο βαθμό τη βεβαιότητα της ατιμωρησίας και την επίγνωση της προνομιακής θέσης του στον κόσμο, την επίγνωση της εξουσίας του δηλαδή, ώστε να παραδίδει σε κάθε ευκαιρία, ανερυθρίαστα, μαθήματα ιδεολογίας, ήθους και «εκπολιτισμού», καταλήγοντας συνήθως σε μύδρους εναντίον της «ψευδοαριστεράς» και των «συμπλεγμάτων» της. Και φροντίζοντας εμπράκτως να αποδείξει ότι στο πρώτο θέατρο της χώρας αυτές οι «ψευδοαριστερές εμμονές» δεν έχουν χώρο. Γι’ αυτό επέλεξε πρώτα πρώτα να ονομάσει «Ελένη Παπαδάκη» τη σκηνή του «Ρεξ», σε μια σπουδή που αγνόησε τη λογική προτεραιότητα μιας σκηνής, π.χ., «Κατίνα Παξινού». Και για όποιον δεν είχε καταλάβει την αποστολή του στο Εθνικό, υπήρχε κι άλλος τρόπος, απλούστερος κι αμεσότερος. Να διαφημιστεί μιντιακά ότι απολαμβάνει την πλήρη στήριξη και τη φιλία του πρωθυπουργού, πράγμα εμφανές στις φωτογραφίες και στους διαλόγους του με τον κ. Μητσοτάκη κατά την «αιφνίδια» επίσκεψη του τελευταίου στις πρόβες των «Περσών» στο Εθνικό ή από το γεγονός ότι το πρωθυπουργικό ζεύγος διέκοψε τις διακοπές του για να μεταβεί με ελικόπτερο στην παράσταση της τραγωδίας στην Επίδαυρο, από όπου και το άλλο στιγμιότυπο με τον Λιγνάδη γονυκλινή να φιλάει το ομοίωμα του Παρθενώνα.
Ολα αυτά που ενθουσίασαν όσους ήταν υπέρ της λιγνάδειας αποφασιστικότητας για οριστική κάθαρση του Εθνικού Θεάτρου από τις αριστερές «εμμονές» (βάλε και τον μεταμοντερνισμό, που πάντως μέχρι τότε και ο ίδιος είχε υπηρετήσει), φάνηκε τώρα ότι εξυπηρετούνταν από έναν άνθρωπο που είχε στο παλμαρέ του πολλές άγριες, σκοτεινές και εγκληματικές σελίδες. Αλλοι πάλι που φοβήθηκαν ότι μαζί με τον Λιγνάδη θα καταρρεύσει και η αποστολή του, προσπάθησαν μέχρι τέλους να τον υπερασπιστούν ακόμα και στην ελεεινή απόπειρά του να κατασυκοφαντήσει με κάθε τρόπο τα θύματά του. Κι άλλοι ίσως να είπαμε απλά ότι άνθρωπος του θεάτρου που ορκίζεται στην αρχαία τραγωδία αλλά παραβλέπει την πιο θεμελιώδη της αρχή, το σχήμα ὓβρις→ἂτη→νέμεσις→τίσις, μάλλον τζάμπα έκανε αρχαιόθεμη τη σκηνή της Πειραματικής. Ούτε αυτή η αρχή ούτε οι Ερινύες φάνηκε να τον επισκέπτονται ποτέ. Παρέμεινε μέχρι τέλους αλαζόνας.
Πολλοί ωστόσο μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι από τη σειρά των «αριστειών» και των αρίστων που μας φόρτωσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αν και πολλές γκρεμίστηκαν, αυτή που κατέρρευσε με περισσότερο πάταγο πέφτοντας στην άβυσσο ήταν η περίπτωση του Λιγνάδη.
Ναταλί Χατζηαντωνίου
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου