Ποιος κερδίζει από την τοξικότητα; Ποιος ωφελείται από την πόλωση και τους ακραία υψηλούς τόνους αντιπαράθεσης στον πολιτικό διάλογο; Υπολογίζεται ότι την τελευταία... δεκαπενταετία «χάθηκαν» από το εκλογικό σώμα περίπου 1,7 εκατομμύριο ψηφοφόροι. Στη μεγάλη πλειοψηφία τους επέλεξαν συνειδητά να απέχουν από τις εκλογικές διαδικασίες. Και ναι, η επιλογή αυτή σε σημαντικό βαθμό αποδίδεται στην αποστροφή που προκαλεί σε σημαντικό μέρος των πολιτών η τοξική αντιπαράθεση στην κεντρική πολιτική σκηνή.
«Παρατηρούμε ένα εκλογικό σώμα να αποσύρεται και είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, διότι αφορά πρωτίστως νέους ανθρώπους», αναφέρει ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Από τις εταιρείες ερευνών υιοθετείται ο όρος «γκρίζα ζώνη» για να περιγράψει τους πολίτες εκείνους που δηλώνουν αναποφάσιστοι, επιλέγουν το λευκό ή την αποχή ή απλώς δεν επιθυμούν να απαντήσουν στα δημοσκοπικά ερωτήματα. Και, όπως εξηγεί ο γενικός διευθυντής της εταιρείας ερευνών Pulse RC, Γιώργος Αράπογλου, πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για τη δεξαμενή εκείνη των πολιτών που ζητούν πειστικές απαντήσεις και όχι μόνο δεν πείθονται από την πόλωση, αλλά αυτή τους απομακρύνει ακόμη περισσότερο.
Οπότε, ποιος κερδίζει από την πόλωση; Το ερώτημα επανέρχεται, καθώς δείχνει υπαρκτή η πιθανότητα μιας παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου με κυριαρχία των υψηλών τόνων αντιπαράθεσης. «Συνολικά έχει βλαπτική επίδραση, αλλά ωφελεί την κυριαρχία του δικομματισμού», λέει ο κ. Μαραντζίδης. Σε μια σύντομη αναδρομή, προσδίδει στη συχνά ακραία πόλωση κυρίαρχη παρουσία σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης «με την εξαίρεση μικρών περιόδων σχετικής ηπιότητας».
«Στα εκλογικά συστήματα που ίσχυσαν σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης αρκούσε ένα σχετικά μικρό ποσοστό ψηφοφόρων για να δώσει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης στο πρώτο κόμμα. Ετσι, κυριάρχησε η λογική της συσπείρωσης των οπαδών πρωτίστως, καθώς αρκούσε η μετακίνηση μικρού ποσοστού για να γείρει την πλάστιγγα προς τη μία ή την άλλη πλευρά», εξηγεί ο κ. Μαραντζίδης.
Σταθερά κερδισμένα από την επικράτηση κλίματος πόλωσης θεωρεί τα εκάστοτε δύο πρώτα κόμματα και ο κ. Αράπογλου, που επιβεβαιώνει ότι και δημοσκοπικά αποτυπώνεται η συσπείρωση των ψηφοφόρων σε τέτοιες συνθήκες. «Δεν είναι σίγουρο ότι αυτή η στρατηγική φέρνει νέους ψηφοφόρους», προσθέτει. «Η εκλογική βάση δείχνει να ανταποκρίνεται, αλλά είναι αμφίβολη η απήχηση σε ψηφοφόρους με κριτική σκέψη. Είναι η ουσία στον πολιτικό λόγο και η αποτελεσματικότητα στην εφαρμοσμένη πολιτική που γοητεύουν τους ψηφοφόρους που μετακινούνται», προσθέτει.
Φωτιές και σκάνδαλα
Κάνοντας μια αναδρομή στα σχεδόν 50 χρόνια της μεταπολίτευσης, ο κ. Μαραντζίδης ανιχνεύει ορισμένα θέματα που επιστρατεύονται σταθερά στην ατζέντα της σκληρής αντιπαράθεσης. Ενα από αυτά, επίκαιρο αυτές τις μέρες, είναι οι φωτιές, που, όπως αναφέρει, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 μπήκαν στο κάδρο του «καταστρέφετε τη χώρα» και παραμένουν εκεί, σταθερά. Τα σκάνδαλα και η διαφθορά είναι επίσης διαρκώς στην ατζέντα που, κατά περίπτωση, εμπλουτίζεται με την εξωτερική πολιτική, την οικονομία, κ.λπ.
Την ίδια στιγμή και ενώ, σύμφωνα με τον κ. Αράπογλου, η όξυνση του πολιτικού λόγου και η σκληρή αντιπαράθεση προδίδουν και αγωνία και συνήθως επιστρατεύονται από εκείνους που υστερούν σε ποσοστά και ανησυχούν ότι κινδυνεύουν να χάσουν και δικούς τους ψηφοφόρους αντί να κερδίσουν περισσότερους, ο κ. Μαραντζίδης προσθέτει ότι δεν είναι και το εκλογικό σώμα άμοιρο ευθυνών. «Η σταθερή εκλογική βάση ερεθίζεται από την ένταση της αντιπαράθεσης και το εκλογικό σώμα συμμετέχει σε αυτή με έτοιμη επιχειρηματολογία για να στηρίξει τους δικούς του». Τα «μπλε και πράσινα καφενεία» της δεκαετίας του ’80 μετακόμισαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπου μεταφέρεται από τους κομματικούς οπαδούς η αντιπαράθεση, πολλές φορές σε ακόμη πιο τοξικό κλίμα, που ευνοεί η ανωνυμία του Διαδικτύου. Και, κάπως έτσι, διαμορφώνεται ένας φαύλος κύκλος. Ακόμη και όταν οι ηγεσίες αντιλαμβάνονται το πρόβλημα αυτής της στρατηγικής, δείχνουν να έχουν εγκλωβιστεί σε αυτή. Το κομματικό ακροατήριο συχνά αντιλαμβάνεται την επιλογή να χαμηλώσουν οι τόνοι σαν ένδειξη αδυναμίας να δοθούν απαντήσεις.
Αυτό, όμως, που δείχνει να επιζητεί το κομματικό ακροατήριο, το οποίο «χρειάζεται διαπαιδαγώγηση σε μια νέα πολιτική κουλτούρα», σχολιάζει ο κ. Μαραντζίδης, είναι τελικά το ίδιο που απωθεί τους σκεπτόμενους ψηφοφόρους. «Θα πρέπει τα κόμματα να σκεφτούν με προσοχή και να ψάξουν την ισορροπία, βάζοντας και την παράμετρο του τι χρειάζεται η χώρα», αναφέρει ο κ. Αράπογλου, που επισημαίνει ότι εκτός από την απαξίωση της πολιτικής, η τοξικότητα και ο ακραίος πολιτικός λόγος ευνοούν και την αντισυστημική αντίδραση, «νομιμοποιούν» τη διοχέτευση της ψήφου προς ακραίες επιλογές, καθώς η αντιπαράθεση στην κεντρική πολιτική σκηνή καταλήγει να εξελίσσεται με όρους που χρησιμοποιούνται στα άκρα.
Κυνισμός
Την ίδια στιγμή, το σκεπτόμενο ακροατήριο αναγνωρίζει σχεδόν θεατρικά στοιχεία στην αντιπαράθεση, που γίνονται απτά στις μετακινήσεις πολιτικών στελεχών από τον έναν πολιτικό χώρο στον άλλον. Και εκεί αναδύεται αυτό που περιγράφεται ως «φαινόμενο του κυνισμού» στους ψηφοφόρους, οι οποίοι καταλήγουν σε αφορισμούς του τύπου «όλοι ίδιοι είναι». Και το αποτέλεσμα είναι ένα μέρος του εκλογικού σώματος να αποσύρεται από τη συμμετοχή στην πολιτική και δημοκρατική διαδικασία και, ταυτόχρονα, μέσα από την απαξίωση και τον κυνισμό να βρίσκει πεδίο ενίσχυσης η άκρα Δεξιά, περιγράφει ο κ. Μαραντζίδης.
Και εκτός από τους νέους σε ηλικία ψηφοφόρους, οι οποίοι δεν έχουν μνήμες και βιώματα από εποχές έντονης πολιτικοποίησης, οπότε αναζητούν περισσότερο τον πειστικό λόγο, η σκληρή πόλωση δείχνει να απωθεί και τους ψηφοφόρους που τοποθετούνται στον μεσαίο χώρο. Εκεί που, όπως λέει ο κ. Αράπογλου, τα κόμματα δίνουν τη μεγάλη μάχη τους για να επεκτείνουν την επιρροή τους, ωστόσο όταν η μάχη αυτή δίνεται με όρους όξυνσης και τοξικότητας, δείχνει να ευνοεί την αποστασιοποίηση και την επιλογή της αποχής...
Δώρα Αντωνίου
Η Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου