15.6.22

«Ηχητικά» μεταξύ τρίτων...


Δεν πρόκειται για ειδικότερη ενασχόληση με τα επιτρεπόμενα στην ποινική διαδικασία αποδεικτικά μέσα και το νόμιμο ή μη της χρήσης τους, ακόμη και όσων από αυτά αποκτήθηκαν παρανόμως με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών...

Νομοθετικά και νομολογιακά, άλλωστε, αλλά και στην επιστημονική θεωρία, επίσης, το θέμα ρυθμίζεται και αντιμετωπίζεται διεξοδικά και τούτο αποτελεί γνωστικό κτήμα του νομικού κόσμου.

Ο λόγος γίνεται για τα κοινώς αποκαλούμενα «ηχητικά ντοκουμέντα», των οποίων η επίκληση δεν είναι ασυνήθης στην εν γένει ποινική διαδικασία, με τάση μάλιστα αύξουσα προϊόντος του χρόνου.
Καθοριστικές στην ανάπτυξη και διαμόρφωση του φαινομένου οι εξελισσόμενες, κατά τρόπον δυναμικό, σύγχρονες μορφές επικοινωνίας μεταξύ φυσικών προσώπων, φορέων ή οργανωμένων συστημάτων, σε συνδυασμό με τις συνοδεύουσες αυτές ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, που, ωστόσο, τις καθιστούν ιδιαιτέρως ευάλωτες και προσβλητές ακόμη και από ιδιώτες, με ποικίλλοντα, εκάστοτε, κίνητρα και διαφέρουσες, κατά περίπτωση, επιδιώξεις.

Κοινός παρονομαστής της ποικιλόμορφης δράσης τους οι λεγόμενες «υποκλοπές», που δεν είναι παρά η εκ μέρους τους καταγραφή του περιεχομένου των επικοινωνιών για τις οποίες, κάθε φορά, πρόκειται.

«Ηχητικά ντοκουμέντα».

«Βαρύγδουπη» και δισκελής η ονομασία. Με το πρώτο σκέλος της να μην ακυριολεκτεί και να μην ανακριβολογεί στην περίπτωση, ιδίως, της καταγραφής τηλεφωνικών συνομιλιών, αλλά με το δεύτερο να πάσχει και να χαρακτηρίζεται από σπουδή εμφάνισης ως a priori δεδομένου εκείνου που, όμως, εξαρτάται από το τι ακριβώς πιστοποιείται με αυτό και είναι έτσι, σε κάθε περίπτωση, το «ηρτημένο» και το ζητούμενο.

Δεν πρόκειται για «ντοκουμέντα» με την ιστορική του όρου έννοια και σημασία, που είναι άλλο πράγμα, αλλά για τέτοια με τη δικονομική έννοια και, συνεπώς, ο λόγος γίνεται για «αποδεικτικά ντοκουμέντα», που ωστόσο και σαν τέτοια μέλλει να αξιολογηθούν και να κριθούν αρμοδίως και νενομισμένως.

Σίγουρα για κάθε, εκ μέρους ιδιώτη, καταγραφή «ηχητικού ντοκουμέντου» συντρέχει λόγος, υπάρχει κίνητρο και επιδιωκόμενος σκοπός, υπάρχει εξειδικευόμενο κατά περίπτωση ενδιαφέρον και όφελος, υπό στενή ή ευρεία έννοια αδιαφόρως.

Το καίριο, βασικό και διαχρονικά επίκαιρο ερώτημα του Ρωμαϊκού Δικαίου «Cui bono;» (Τις ωφελείται;) διεκδικεί και έχει αναμφισβητήτως και όλως αυτονοήτως και εδώ την εφαρμογή του.

Ποικίλες βιοτικές «εμπλοκές» και εκκρεμότητες μπορεί να φέρουν τον πολίτη αντιμέτωπο με παράνομες και εκβιαστικές εις βάρος του συμπεριφορές και πρακτικές, είτε στις αμιγώς ιδιωτικές συναλλαγές και δραστηριότητές του, είτε στις σχέσεις του με τον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Είναι ακριβώς οι περιπτώσεις αυτές και τα αδιέξοδά τους που οδηγούν, ενίοτε και αρχικά, στη σκέψη αποδεικτικής διασφάλισής τους με την καταγραφή τους σε «ηχητικά ντοκουμέντα».

«Ενίοτε και αρχικά», βεβαίως, όχι πάντα και μέχρι τέλους, σίγουρα, αφού ο ίδιος ο ενδιαφερόμενος καθιστά, στη συνέχεια, «σκυταλοδρόμο» της υπόθεσής του την ίδια την Πολιτεία, στη βοήθεια των ειδικών και εξειδικευμένων υπηρεσιών της οποίας και προσφεύγει, προκειμένου, έτσι, να υπάρξει γι’ αυτόν η αναγκαία αισία δικονομική κατάληξη και η επιβαλλομένη δέουσα δικονομική πιστοποίηση.

Αψευδής περί τούτου μάρτυς το ίδιο το εκάστοτε αστυνομικό και δικαστικό ρεπορτάζ και τα αναγόμενα στο περιεχόμενό τους συμβάντα, με επισπεύδοντες, ως θύματα, πρωταγωνιστές κοινούς και απλούς ανθρώπους και εγκληματικά «εμβλήματα» των περιπτώσεών τους «φακελάκια», δωροδοκίες και πολυειδείς εκβιασμούς, κεντημένα όλα στον καμβά της παρ’ ημίν πεισμόνως θαλερής διαφθοράς.

Είτε «τανγκό» είναι η διαφθορά και χορεύεται από δύο, είτε «καλαματιανός» και χορεύεται από πολλούς, σίγουρα θέλει στην πίστα πέραν του «διαφθείροντος» ή των «διαφθειρόντων» και τον «διεφθαρμένο» ή τους «διεφθαρμένους» της, με τους τελευταίους να είναι αναγκαίως και ευλογότατα τα κεντρικά πρόσωπα πιθανού και ενδεχομένου «ηχητικού ντοκουμέντου».

Ηχητικές εγγραφές μεταξύ «τρίτων» και ερήμην των υποτιθεμένων «διεφθαρμένων» γενόμενες, σίγουρα είναι «ηχητικά», πόρρω όμως απέχουν του να είναι και «ντοκουμέντα» ως προς τον «διεφθαρμένο», για τον οποίον φέρονται απλώς και ερήμην του να ομιλούν οι ηχογραφούμενοι τρίτοι, με τα δικά τους κάθε φορά κίνητρα και τις δικές τους εκάστοτε βλέψεις, αφού λογικώς αποκλείεται η όλη ενέργεια να λαμβάνει χώραν άσκοπα και χωρίς λόγο.

Πολλώ δε μάλλον ισχύει τούτο, όταν το εμφανιζόμενο ως «ζήτημα» εξαντλείται στην με πρωτοβουλία των τρίτων ή ενός, έστω, εξ αυτών καταγραφή του μεταξύ τους διαλόγου και πέραν αυτού ουδέν.

Οταν επιδεικνύεται επιμέλεια αποτύπωσης σε υλικό φορέα του ελάσσονος και παραλείπεται το λογικώς επόμενο και μείζον, που είναι η δικονομική πιστοποίηση και επιβεβαίωσή του, καίτοι τούτο είναι απολύτως εφικτό και πρόσφορο να συμβεί και, κυρίως, είναι κοινώς γνωστό ότι μπορεί να γίνει.

Μόνον γνώση της αβασιμότητας του αποτυπούμενου στον υλικό φορέα περιεχομένου, δικαιολογεί και εξηγεί την ασυνέχεια που προεκτίθεται.

Αντιθέτως, πεποίθηση βασιμότητας και τέτοια ασυνέχεια είναι έννοιες (και) λογικά ασύμβατες.

Δεν μπορεί κάποιος να πηγαίνει στην άδεια στάμνα, ενώ δύναται να πάει στην πηγή και το γνωρίζει καλά αυτό.

Δεν μπορεί αντί των απολύτως εφικτών αποδείξεων, να προτιμά και να αρκείται σε αποδεικτικές προφάσεις.

«Προφάσεων», άλλωστε, «δείται μόνον η πονηρία», κατά τον μέγα δάσκαλο της λογικής και της διαλεκτικής Αριστοτέλη.

Και η πονηρία, κατά τον ίδιο, «είναι το σκοτεινό καταφύγιο της ανικανότητας», που εν προκειμένω και στις θιγόμενες «ηχογραφήσεις μεταξύ τρίτων» είναι αποδεικτικής καθαρά φύσεως.

Βεβαίως και όλα αξιολογούνται.

Υπ’ όψη, όμως, ότι τα «λεγόμενα» δεν τα αξιολογεί ο ομιλών, αλλά ο ακούων.

Γρηγόριος Ζ. Πεπόνης (αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου ε.τ.)

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: