Ας ξεκινήσουμε με τα εθνικά στοιχεία και δεδομένα για να καταρρίψουμε τους ευρέως διαδεδομένους ευσεβείς πόθους που ποντάρουν στη νίκη του λεγόμενου «μετώπου της αντιπολίτευσης» στις επόμενες εκλογές...
Πρωτίστως, το καθεστώς της Αγκυρας έχει παραβιάσει τόσο συχνά το Σύνταγμα, τους ισχύοντες εσωτερικούς και διεθνείς νόμους, που δεν μπορεί να έχει την πολυτέλεια να χάσει τις εκλογές και απλά να παραδώσει την εξουσία στον διάδοχό του. Ο Ερντογάν και οι εντολοδόχοι του μπορεί να αντιμετωπίσουν πολλαπλά ισόβιες ποινές φυλάκισης.
Συνεπώς, το καθεστώς έχει μια πολυεπίπεδη στρατηγική για να κερδίσει τις εκλογές.
Πρώτον, η εκλογική μηχανική εκτείνεται στον έλεγχο ολόκληρου του εκλογικού συστήματος, που περιλαμβάνει την εκλογική γραφειοκρατία, τις εκλογικές περιφέρειες, τους σχετικούς νόμους και κανονισμούς.
Η εκλογική γραφειοκρατία θα έχει καθοριστική σημασία. Ο διορισμός φιλοκυβερνητικών δικαστών στο Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο (YSK) είναι σε εξέλιξη. Ο πρόεδρος του Συμβουλίου, Μουχαρέμ Ακάγια, είναι ο ανώτατος δικαστής που πρωτοστάτησε στην απόφαση του YSK να ψηφίσει υπέρ της ακύρωσης σε πρώτη φάση των εκλογών για τη δημαρχία της Κωνσταντινούπολης που κέρδισε ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης Εκρέμ Ιμάμογλου στις 31 Μαρτίου 2019, ικανοποιώντας το ανόητο αίτημα του καθεστώτος.
Οι πρόεδροι των εκλογικών επιτροπών θα αποτελούνται από βαθμοφόρους δικαστές, όλοι διορισμένοι από το καθεστώς. Ετσι, οι κάλπες και οι εκλογικές επιτροπές θα βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχο του καθεστώτος.
Από την άλλη πλευρά, το Συμβούλιο και οι εφορευτικές επιτροπές θα μπορούν να απορρίψουν υποψηφίους με οποιοδήποτε πρόσχημα, θα μπορούν ακόμη και να απορρίψουν αναπληρωματικούς υποψηφίους που θα διοριστούν στη θέση των απορριφθέντων, αφήνοντας έτσι τα κόμματα της αντιπολίτευσης χωρίς υποψηφίους σε πολλές εκλογικές περιφέρειες, χωρίς να μπορούν να διορίσουν εγκαίρως κανέναν, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συμμετάσχουν στις εκλογές σε μια συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια.
Οσον αφορά την καταμέτρηση των ψήφων, το Συμβούλιο συνεργάστηκε με μια δημόσια εταιρεία που ειδικεύεται στην άμυνα και το λογισμικό, τη Havelsan! Δεν απαιτούνται μαντικές ικανότητες για να προβλέψει κανείς το πιθανό αποτέλεσμα.
Δεύτερον, το καθεστώς θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να διατηρήσει και μάλιστα να εμβαθύνει την πόλωση της κοινωνίας και να ξεθάψει τις υπάρχουσες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των κοσμικών πολιτών, των Κούρδων και των γκιουλενιστών. Η συνεχιζόμενη παρουσία του Σουλεϊμάν Σοϊλού στο υπουργείο Εσωτερικών και ο επαναδιορισμός του ριζοσπάστη υποτελούς του Ερντογάν, Μπεκίρ Μποζντάγ, στη Δικαιοσύνη αποτελούν ισχυρά πλεονεκτήματα για τον αυστηρό έλεγχο του συστήματος και της χώρας. Οι ημιεπίσημες ένοπλες ομάδες του καθεστώτος θα είναι έτοιμες για υπηρεσία τις ημέρες των εκλογών.
Τρίτον, το καθεστώς γνωρίζει την ισχνή αποδοχή που συγκεντρώνει στη λεγόμενη «γενιά Ζ», η οποία είναι ευαισθητοποιημένη σε θέματα κλιματικής αλλαγής, περιβαλλοντικής δράσης, δικαιωμάτων ΛΟΑΤ, δικαιωμάτων των ζώων κ.ά. Βάσει αυτής της ανησυχίας είναι που πρέπει να εκληφθεί η επίμονη αποτροπή από το υπουργείο Εσωτερικών της δημιουργίας του κόμματος των Πρασίνων. Στην ίδια λογική θα πρέπει να διαβάσει κανείς και τον επικείμενο νόμο για τη λογοκρισία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η νεολαία, όπως συμβαίνει παντού, μαζί με κορυφαία στελέχη της αντιπολίτευσης, είναι πολύ ενεργή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τέταρτον, το καθεστώς, ό,τι κι αν λέει ή κάνει, συγκεντρώνει σταθερά το ένα τρίτο των ψηφοφόρων. Το κόμμα του Ερντογάν εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή όσον αφορά την πρόθεση ψήφου.
Πέμπτον, η προεκλογική εκστρατεία θα ευνοήσει για άλλη μια φορά άδικα το καθεστώς, όσον αφορά την πρόσβαση στην κύρια πηγή πληροφόρησης των Τούρκων, τα τηλεοπτικά κανάλια.
Εκτον, η αποδιοργάνωση του «μετώπου της αντιπολίτευσης», του οποίου τα αντι-κουρδικά γονίδια απαγορεύουν κάθε ισχυρό κοινό μέτωπο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ουσιαστική πίεση προς το HDP θα συνεχιστεί αμείωτη. Το κόμμα εξακολουθεί να διατρέχει τον κίνδυνο να τεθεί υπό απαγόρευση. Η διαδικασία εξόντωσης δεκατεσσάρων βουλευτών του HPD βρίσκεται σε αναμονή στην αίθουσα του κοινοβουλίου. Ενας από τους πιθανούς υποψηφίους, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, θα αντιμετωπίσει τεράστια εμπόδια για να νικήσει τον Ερντογάν στον δεύτερο γύρο, καθώς ενδέχεται να του λείψουν οι κουρδικές ψήφοι.
Τέλος, το διακύβευμα της εσωτερικής διαμάχης, καθώς και μιας ή περισσότερων εξωτερικών στρατιωτικών περιπετειών θα παραμείνει ψηλά στην ατζέντα, για να κινητοποιήσει τα εθνικά πάθη και να επηρεάσει, να τρομάξει και να χειραγωγήσει τους ψηφοφόρους, επιτρέποντας σε ακραίες περιπτώσεις ακόμη και την αναβολή των εκλογών, αν η προοπτική της επικράτησης σε αυτές καταστεί απολύτως αδιέξοδη.
Εδώ υπεισέρχεται και η τύχη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά πριν τη συζητήσουμε θα πρέπει να τονίσουμε τον κορυφαίο πονοκέφαλο του Ερντογάν: τη δεινή κατάσταση της κατεστραμμένης τουρκικής οικονομίας. Η οικονομική κατάσταση είναι τόσο άσχημη που υπάρχει τεράστιο ενδεχόμενο να διαταράξει την άψογη εκλογική μηχανική που έχει τεθεί σε εφαρμογή, να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές, να προκαλέσει κοινωνική κατάρρευση και να επιταχύνει ανόητες περιπέτειες στο εξωτερικό.
Ολοι οι δείκτες βρίσκονται στο κόκκινο, με μοναδική εξαίρεση τον «δείκτη δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ», ο οποίος αναμένεται να φθάσει μόλις το 45% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2022. Αυτό σημαίνει ότι η Αγκυρα έχει ακόμη μεγάλα περιθώρια δανεισμού, όποιο και αν είναι το κόστος δανεισμού. Τα CDS (συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης) της Τουρκίας κυμαίνονται γύρω στις 700 μονάδες!
Συνολικά, η Τουρκία στα μέσα του 2022 πλέει προς αχαρτογράφητα νερά, όπως ποτέ άλλοτε στα 99 χρόνια της δημοκρατικής της ιστορίας. Η χώρα είναι επιρρεπής σε εσωτερικούς και εξωτερικούς κλυδωνισμούς, όλοι ανθρωπογενείς, δηλαδή μεθοδευμένοι και κακοσχεδιασμένοι από το καθεστώς. Υπό αυτή την έννοια, το καθεστώς της Αγκυρας αποτελεί σήμερα μια ανοιχτή απειλή ασφαλείας (όπως ακριβώς και το καθεστώς της Μόσχας), όχι μόνο για τους γείτονες και τους πρώην συμμάχους της, αλλά και για την ίδια τη χώρα, αν κρίνουμε από το μέγεθος των θεσμικών, ανθρώπινων και περιβαλλοντικών ερειπίων.
Μέσα σε αυτό το συνολικό πλαίσιο ασφαλείας πρέπει να αξιολογηθεί η ελληνοτουρκική αλληλεπίδραση.
Το παραδοσιακό εγχειρίδιο κανόνων της Ελλάδας για την Τουρκία δεν υφίσταται πλέον. Ούτε και ότι η Τουρκία περικλείει τόσο το καθεστώς όσο και την «εθνική αντιπολίτευση», που μερικές φορές εμφανίζεται βασιλικότερη του βασιλέως. Αλλωστε, η αμφισβήτηση της κυριαρχίας κάποιων νησιών του Αιγαίου –ή, για την ακρίβεια, το τέχνασμα που λέγεται «Γαλάζια Πατρίδα»– αν και υποστηρίζεται πλήρως πλέον από το καθεστώς, δεν ήταν δικό του κατόρθωμα.
Η πολιτική της Τουρκίας τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Κύπρο δεν ασκείται από το υπουργείο Εξωτερικών, αλλά από το Συμβούλιο Ασφαλείας και Εξωτερικής Πολιτικής με επικεφαλής τον Ερντογάν, που συνέρχεται στο προεδρικό μέγαρο. Οπως όλοι οι άλλοι δημόσιοι οργανισμοί, το υπουργείο έχει καταστεί περιττό και οι πτωχές εκκλήσεις του για διπλωματική δράση δεν εισακούονται ποτέ από τον μοναδικό υπεύθυνο λήψης αποφάσεων, τον Ερντογάν.
Ας περάσουμε στα θέματα του ΝΑΤΟ και της συλλογικής ασφάλειας. Η Αγκυρα αισθάνεται την ένταση που προκαλούν οι προσπάθειες για τη δημιουργία μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ελλάδα, τόσο διμερώς μέσω της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας ΗΠΑ-Ελλάδας όσο και πολυμερώς μέσω της ενίσχυσης της Αλεξανδρούπολης και του κόλπου της Σούδας. Η αυξανόμενη ανισορροπία στην αεροπορική υπεροχή και οι επιδόσεις του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον ήρθαν να προστεθούν στον υποβόσκοντα εκνευρισμό, που μετατράπηκε σε ανοιχτή οργή. Ούτε θα πρέπει να παίρνουμε αψήφιστα τις στενόμυαλες συμπεριφορές του Ερντογάν, να ενοχλείται και να βγάζει εκδικητική διάθεση τώρα εναντίον του Μητσοτάκη. Ο Ερντογάν και το τουρκικό κατεστημένο αντιλαμβάνονται πλέον τον νέο ρόλο που αρχίζει να παίζει η Ελλάδα στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, όπου υποσκελίζει όλο και περισσότερο την Τουρκία.
Για άλλη μια φορά η απομόνωση της Αγκυρας είναι συνέπεια της δικής της κυριαρχικής επιλογής και κανένας σύμμαχος δεν παραγκωνίζει ή διώχνει την Τουρκία, αρκεί να παίζει σύμφωνα με τις κοινές αρχές και αξίες. Αντιθέτως, τα δυτικά μέλη του ΝΑΤΟ είναι πάντα έτοιμα να «κατανοήσουν» τις φιλοπόλεμες κινήσεις της Αγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Συρία, χαρακτηρίζοντάς τες ως ιδιαίτερες «εύλογες ανησυχίες ασφαλείας», για να κρατήσουν την Τουρκία εντός του Οργανισμού με κάθε κόστος. Ομως η Αγκυρα είναι εκείνη που ωθεί τον εαυτό της εκτός. Η αγορά των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400, η κλιμάκωση των πιέσεων προς την Ελλάδα, το διπλό παιχνίδι με τη Ρωσία και τη Δύση για την επίθεση στην Ουκρανία, το μπλοκάρισμα της ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας για απαράδεκτους λόγους, είναι δικές της επιλογές.
Ας δούμε τι είπε την περασμένη εβδομάδα ο υποψήφιος πρόεδρος Κιλιτσντάρογλου: «Ο Μπαχτσελί πρότεινε επίσης την έξοδο από το ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ είναι απαραίτητο για την Τουρκία, αλλά θα ήθελα να δω πόσο ειλικρινείς είναι ως κυβέρνηση. Οι ΗΠΑ γέμισαν την Ελλάδα με βάσεις. Οι στόχοι τους είναι ξεκάθαροι. Ας φέρουν το κλείσιμο των αμερικανικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην Τουρκία στη Βουλή, εμείς θα το υποστηρίξουμε με το πνεύμα της kuvayi milliye (εθνικιστικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού πολέμου του 1920)».
Σε γραπτή απάντηση στην ερώτηση του Ερντογάν, την Τετάρτη, επανέλαβε την πολιτική του κόμματός του: «Η στάση μας είναι ξεκάθαρη. Είναι επιτακτική ανάγκη να αυξήσουμε την πίεση σε Μεσόγειο και Αιγαίο. Αυτές οι δουλειές δεν γίνονται βγάζοντας το πλοίο και μετά αποσύροντάς το ή λέγοντας “μακάρι να με καλούσε ο Μπάιντεν”. Αν έχεις ψυχή, κάνε ένα βήμα για τα νησιά τα οποία καταλήφθηκαν και για τα στρατιωτικοποιημένα νησιά. Θα σε στηρίξουμε!».
Αυτές οι επιλογές καθιστούν την Αγκυρα αναξιόπιστο εταίρο, αν όχι μη εταίρο. Ακόμα και το απαρχαιωμένο τουρκικό raison d’état δεν υπάρχει πια. Η χώρα αποσυνδέεται από τους στρατηγικούς της εταίρους, στην πραγματικότητα αποδυτικοποιείται όλο και περισσότερο.
Προφανώς το ίδιο ισχύει και για τις προοπτικές ένταξης στην Ε.Ε. Σε προηγούμενο άρθρο μου στην αγγλική «Καθημερινή» ανέλυα την ασημαντότητα της προοπτικής ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. ως πολιτικό εργαλείο για τους γείτονες.
Η πρώτη και κύρια αρχή των δημοκρατιών στις εξωτερικές σχέσεις είναι ο διάλογος, η διαπραγμάτευση και ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου, χωρίς να είμαστε αφελείς ως προς τα όρια της διπλωματικής δράσης όταν έχουμε να κάνουμε με πολεμοχαρή έθνη. Η Δύση βιώνει πικρά το φιάσκο της πολιτικής κατευνασμού και κατ’ ανάγκην ενδυνάμωσης των τελευταίων τριών δεκαετιών έναντι της Ρωσίας. Δεν θα πρέπει να την επαναλάβει με την Αγκυρα.
Σήμερα ο ανταγωνισμός δεν είναι –και δεν πρέπει να είναι– μεταξύ εθνικισμών αλλά μεταξύ δημοκρατιών και μη δημοκρατιών. Το ίδιο ισχύει και για τους κανόνες, τα πρότυπα, τις αρχές και τις αξίες που σημαίνουν ακόμα κάτι για τις δημοκρατίες, ενώ απορρίπτονται σκόπιμα από άλλους για χάρη της μη δημοκρατικής τους διακυβέρνησης.
* Το κείμενο είναι του κ. Τσενγκίζ Ακτάρ, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το τελευταίο του βιβλίο «Le Malaise turc» εκδόθηκε στα ελληνικά με τίτλο «Το τουρκικό άχθος» (εκδ. Επίμετρο, 2021)...
kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου