7.5.22

Ποιοι μισούν τη Μάγδα Φύσσα...

 Ένα ήσυχο βράδυ της 28ης Αυγούστου 1955, ο 14χρονος Emmett Till, ένα μαύρο αγόρι από το Σικάγο που επισκεπτόταν την οικογένειά του στην Αμερική του βαθέος Νότου, κατηγορήθηκε ότι φλέρταρε μια λευκή γυναίκα.

Τέσσερις μέρες αργότερα δολοφονήθηκε άγρια από λευκούς ρατσιστές.

Οι... φονιάδες του, ο άντρας της γυναίκας και ο αδελφός τους, απήγαγαν τον μικρό από το σπίτι του θείου του, το πήγαν σε μια ερημική τοποθεσία κι αφού το γύμνωσαν, το έδεσαν, του έβγαλαν τα μάτια όσο ήταν ζωντανό, το έδειραν μέχρι θανάτου και το πέταξαν στον ποταμό Μισσισιπή.

Tρεις μέρες αργότερα που τον βρήκανε, το πτώμα του ήταν τόσο παραμορφωμένο από το ξύλο και τα βασανιστήρια που ο θείος του δεν μπόρεσε να το αναγνωρίσει. Οι αστυνομικές αρχές για να κουκουλώσουν το έγκλημα, προσπάθησαν να κάνουν βιαστικά την κηδεία με κλειστό το φέρετρο για να μην δει κανένας την αποτρόπαιη εικόνα του παιδιού.

Και εκεί μπαίνει η μητέρα του. 

Η Mamie Bradley απαίτησε να παραμείνει το φέρετρο ανοιχτό για να δουν όλοι το αληθινό πρόσωπο της μισαλλοδοξίας: ένα πρόσωπο που ξεσήκωσε ένα ωστικό κύμα οργής, θυμού αλλά και αντίδρασης σε πολλές πολιτείες του Νότου.

Η Mamie ήταν μια εργαζόμενη γυναίκα που με χίλιες στερήσεις μεγάλωσε το αγόρι της. Μέχρι το θάνατο του, δεν είχα ανακατευτεί ποτέ σε τίποτα. Κοίταζε τη δουλειά της, ήταν κοινωνική, της άρεσε το όμορφο ντύσιμο, είχε έναν καλό σύντροφο και μια θαυμάσια μητέρα που τη στήριξε πολύ στον μετέπειτα αγώνα της.

Μια μητέρα της διπλανής πόρτας, σαν να λέμε.

Αυτή η ήσυχη, θρήσκα γυναίκα μετατράπηκε σε θεριό ανήμερο όταν λευκοί εθνικιστές δολοφόνησαν τον γιο της μόνο και μόνο για το χρώμα του.

Κόντρα σε έναν φυλετικό σκοταδισμό όπου κατά παράδοσιν, αστυνομία και δικαστήρια προστάτευαν τον λευκό παραβάτη ό,τι κι αν είχε κάνει, η Mamie Bradley κίνησε γη και ουρανό για να τιμωρηθούν οι φονιάδες του παιδιού της.

Τα έβαλε με όλους, απειλήθηκε από όλους, φοβήθηκε, λύγισε, έπεσε, ξανασηκώθηκε και συνέχισε τον αγώνα της.

Κι όταν επιτέλους μπήκε μια τελεία στον Γολγοθά της, εκείνη δεν σταμάτησε. Εξακολούθησε να παλεύει για όλα τα αδικοχαμένα παιδιά που έπεσαν θύματα ρατσιστικών εγκλημάτων.

Η Mamie Bradley έγινε μια δυναμική ακτιβίστρια που συνέβαλε αποφασιστικά στην αλλαγή της Ιστορίας των φυλετικών διακρίσεων και των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Μέχρι τα βαθιά γεράματα, όργωνε την Αμερική δίνοντας διαλέξεις και κάνοντας ομιλίες με στόχο να παροτρύνει τις οικογένειες των θυμάτων να κάνουν καταγγελίες και να διεκδικούν τη τιμωρία των φονιάδων. Η ίδια δίπλα σε κάθε πατέρα, κάθε μάνα που έλιωνε στα δικαστήρια για να βρει δικαίωση για το αδικοχαμένο του παιδί.

Κι η ήσυχη αυτή γυναίκα έγινε ηρωίδα. Μια ηρωίδα που τόσο η πορεία της όσο και η λαμπρή υστεροφημία της διδάσκεται στα Αμερικανικά σχολεία για να την μαθαίνουν όλοι οι μαθητές όλων των γενεών. 

Η ιστορία της Mamie Bradley δεν διαφέρει καθόλου από την ιστορία της Μάγδας Φύσσα.

Δυο γυναίκες της διπλανής πόρτας που η άγρια μοίρα τους – αντί να τις συντρίψει – τις έσπρωξε βίαια σχεδόν να ορθώσουν το ανάστημα τους και μέσα από τον σπαραγμό και το λυγμό, να κάνουν την απόλυτη υπέρβαση; Να αγωνιστούν όχι μόνο για το δικό τους αλλά και για το δικό σου παιδί.

Μισήθηκαν κι οι δυο.

Απειλήθηκαν.

Προπηλακίστηκαν.

Κατηγορήθηκαν.

Τόσο η Αμερικανίδα όσο και η Ελληνίδα μάνα συκοφαντήθηκαν αγρίως.

Είπαν πως όλα αυτά δεν τα έκαναν για το παιδί τους, αλλά για προσωπική τους προβολή.

Είπανε πως επιζητούσαν τη δόξα και την καταξίωση.

Είπανε πως έβαλαν το δικό της συμφέρον πάνω από του νεκρού.

Είπαν ότι πρόθεση τους ήταν να κυνηγήσουν οφίτσια κι αξιώματα.

Είπανε. Και για τη Μέιμι. Και για τη Μάγδα.

Ειδικά για τη Μάγδα είπανε πολλά.

Και τα είπαν με φιδίσια γλώσσα – ποιοι; Αυτοί που ούτε τα παπούτσια της δεν ήταν άξιοι για γυαλίσουν.

Τα είπαν οι ρατσιστές.

Τα είπαν οι φασίστες.

Τα είπαν οι βολεμένοι, τα είπαν οι πουλημένοι.

Τα είπαν οι γλείφτες, οι κόλακες και οι οσφυοκάμπτες.

Τα είπανε οι χ@στηδες που τρέμουν την αλλαγή που στάνταρ έρχεται.

Τα είπαν τα σκουπίδια, τα είπαν τα τίποτα, τα είπαν τα πουθενά αυτού του κόσμου.

Τα είπαν αυτοί που σέρνονται στις σκιές, τα είπαν αυτοί που κολυμπούν στους υπονόμους.

Τα είπαν αυτοί που ζουν στο Έρεβος, το είπαν αυτοί που φθονούν το Φώς.

Τα είπαν αυτοί που ως διεύθυνση κατοικίας δηλώνουν το απορριμματοφόρο της γειτονιάς τους.

Το είπαν αυτοί που θα ξεχαστούν. Γι’ αυτές που θα γραφτούν στην Ιστορία.

Και βγάλανε τις μανάδες των νεκρών παιδιών να τις μετρήσουνε. Να μετρήσουν το ήθος τους, να βαθμολογήσουν το πένθος τους.

Οι μονοκύτταροι οργανισμοί δεν μπορούν να διανοηθούν πως καθένας εκδηλώνει διαφορετικά τον πόνο τους. Άλλος φοράει μαύρα, άλλος κόκκινα, άλλος κλείνεται στο σπίτι του, άλλος μεταγγίζει την απώλεια του στην δράση, άλλος σε ηττοπάθεια, άλλος βουβαίνεται, άλλος μιλάει, άλλος ουρλιάζει, άλλος σπαράζει, άλλος σιωπά, άλλος αγωνίζεται, άλλος λυγίζει, άλλος δεν χύνει δάκρυ, άλλος παίρνει τα βουνά, άλλος προσπαθεί να επιβιώσει κι άλλος τινάζει τα μυαλά του στον αέρα.

Το πένθος δεν έχει σαβουάρ βιβρ, το πένθος δεν έχει κανόνες, το πένθος είναι λυτό κι ελεύθερο και καθένας πορεύεται με τον δικό του τρόπο.

Η μάνα του Αξαρλιάν.

Η μάνα του Παύλου.

Η μάνα της Ελένης Τοπαλούδη.

Η μάνα του Ζακ.

Η μάνα της Γαρυφαλιάς, η μάνα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, η μάνα της Μόνικας…

Η μάνα της Δώρας, η μάνα της Τζεβριέ, η μάνα της Καρολάιν.

Πονάνε.

Όλες πονάνε. Κι ο θρήνος για το σκοτωμένο παιδί, τους δεν θα γαληνέψει ποτέ μέσα τους. Ποτέ - μέχρι να αφήσουν την τελευταία τους πνοή.  Ο κάθε γονιός θα διαχειριστεί τον πένθος του όπως εκείνος αισθάνεται κι όχι όπως θα του υποδείξουν τα λύμματα του ημι-δημόσιου βίου.

Δεν υπάρχει περίπτωση να ανακυκλώσω τους εμετούς που γράφτηκαν για τη Μάγδα Φύσσα.

Ξέρω όμως γιατί γράφτηκαν.

Γράφτηκαν γιατί η γυναίκα αυτή, μέσα από την ανείπωτη φρίκη που βίωσε, βρήκε το σθένος κι όρθωσε έναν καθρέφτη μπροστά στα πρόσωπα των κατηγόρων της. Κι εκείνοι διαπίστωσαν πως δεν αντέχουν να αντικρύζουν το παραμορφωμένο τους είδωλο. 

Ο Παύλος και η Μάγδα Φύσσα θα γραφτούν στην Ιστορία.

Όταν πια οι διώκτες τους θα έχουν ξεχαστεί.

Έλενα Ακρίτα

news247.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: