Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή. Όλοι όσοι καταγόμαστε από εκεί τιμούμε την μαύρη αυτή επέτειο όπου οι πρόγονοί μας έραψαν στις φόδρες τους τα χρυσά τους σταυρουδάκια και με ένα μπογαλάκι στο χέρι, πήραν το δρόμο του ξεριζωμού.
Διωγμένοι και καταφρονεμένοι. Φύγαν άρχοντες από τα σπίτια τους για να καταλήξουν... πιο ξένοι κι απ’ τους ξένους σε τόπο αφιλόξενο, σε χώμα άνυδρο και σκληρό. Αφήσαν τα νοικοκυριά τους κι ήρθαν στην Ελλάδα να αντικρύσουν σφιγμένα χείλη, μάτια σχισμές, λόγια πικρά από γλώσσες φιδίσιες.
Χέρσα γη, χέρσοι άνθρωποι, πέτρα και κοτρόνα κι ένας ήλιος εκδικητικός σαν καμουτσίκι πάνω στα αργασμένα κορμιά των προγόνων μας, εκλιπαρούσαν τους ντόπιους για μια γωνιά να γείρουν το κεφάλι τους, μια μπουκιά να βάλουν στο στόμα τους, μια γουλιά, μια γουλίτσα νερό για τα παιδιά τους.
«Έφτυσα στο στόμα του παιδιού μου για να το ξεδιψάσω».
(Βιβλίο Ιστορίας Γ’ Λυκείου, 1987).
Υπάρχουν συγκλονιστικές μαρτυρίες για το μίσος και τον ρατσισμό που βίωσαν οι πρόσφυγες όταν πάτησαν το πόδι τους στην Ελλάδα Πολλές από αυτές είναι καταγραμμένες στο σάιτ της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες αλλά υπάρχουν κι άλλες αξιόπιστες πηγές, όπως οι Εκδόσεις από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.
«Όταν φτάσαμε στας Σέρρας, οι ντόπιοι δε μας ήθελαν. Πήγαινε ο θείος μου να πάρει ζάχαρη για το τσάι και δεν του έδιναν. Κάρβουνα δε δίνανε σε πρόσφυγα. Να ο ρατσισμός πως ήταν».
Κατίνα Εμφιετζή- Μητσάκου.
«Ένα άλλο που θυμάμαι στη Στυλίδα ήταν οι κακές σχέσεις που είχαν οι ντόπιοι με τους πρόσφυγες. Μας φέρθηκαν χειρότερα κι από ζώα κι ας ήμασταν αδέρφια τους. Τα παιδιά των προσφύγων τα χτύπαγαν ,ενώ τα δικά τους τα φοβέριζαν ότι αν δεν ήταν φρόνιμα θα τα έδιναν στους πρόσφυγες να τα φάνε. Οι ντόπιοι μας φωνάζανε «τουρκόσπορους» και μας καίγανε στην καρδιά. Εμείς είχαμε ξεριζωθεί από την πατρίδα και οι ντόπιοι μας ξερίζωναν κι απ’ τον εαυτό μας».
Κωνσταντίνα Κοντού από το Αρχείο του Συλλόγου Μικρασιατών Ανατολικής Φθιώτιδας.
«Μπήκαμε σ’ ένα καΐκι, μαζί και λίγοι χωριανοί, και βγήκαμε στη Χίο. Στην αρχή μείναμε στο λιμάνι. Χάμω στα χώματα κοιμόμαστε. Παίρνουμε τα έχοντά μας στον ώμο και τραβούμε νότια και πάμε σ’ ένα περιβόλι. Ο νοικοκύρης μας διώχνει, φοβήθηκε μη φάμε τα μανταρίνια. Πάμε σ’ έναν ελιώνα. Μας διώχνουν κι από κει. Εμείς δεν φύγαμε. Κερατά, του λέει ο άντρας μου, εμείς είμαστε διωγμένοι πού θες να πάμε; Κάναμε σπιτάκια με τσι πέτρες, σαν τα παιδιά, και κάτσαμε. Ένα μήνα μείναμε στη Χίο, ούτε παράθυρο ούτε πόρτα χιώτικη είδαμε ανοιχτή».
Μαρία Μπιρμπίλη από το Γιατζηλάρι.
«Είναι αξιοθαύμαστη η ικανότητα του ανθρώπου να επιβιώνει και ν’ αντέχει. Όλοι εμείς, που είχαμε συνηθίσει να έχουμε όλα τα καλά του Θεού, στριμωγμένοι σε μια σκοτεινή αποθήκη, χωρίς στρώμα ν’ αποθέσουμε τα πονεμένα μας κόκαλα! Κι όμως, δεν απελπιζόμασταν… Δώδεκα οικογένειες μείναμε σ’ αυτή την αποθήκη. Δώδεκα οικογένειες σ’ έναν άθλιο χώρο 12Χ4… Βρήκαμε κάτι τσουβάλια, τα πλύναμε και ράψαμε διαχωριστικά. Προσπαθούσαμε ο ένας να δίνει κουράγιο στον άλλο, για να μπορέσουμε ν’ αντέξουμε και να συνέλθουμε. Δυόμισι χρόνια ζήσαμε έτσι».
Φιλιώ Χαϊδεμένου. Τρεις αιώνες μια ζωή. Εκδόσεις Λιβάνη. Αθήνα 2005.
«Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος από ένα μαξούλι (=σοδειά) περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ’ ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια».
Απόστολος Μυκονιάτης Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)
«Δέκα πέντε μέρες μείναμε στα βαπόρια. Έπειτα φτάσαμε στον Πειραιά. Αμάν, πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε. Μας βάλαν στη σειρά. Τα μικρά και τις γριές απ’ τη ρίζα μας κουρεύανε.
Μας γδύσανε. Ό,τι φορούσαμε στον κλίβανο, άντε, τα βάλανε. Παπούτσια δεν είχαμε έπειτα να φορέσουμε. Μας δίνανε να φάμε. Είχαμε και μαζί μας. Όμως στην καραντίνα μεγάλο ρεζιλίκι, μεγάλο σεφιλίκι (=κακοπάθεια) ήτανε. Είκοσι μέρες κράτησε.
Από τον Άι-Γιώργη, απ’ τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι και μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης πεταμένοι ήμαστε. Έτσι ξαπλωμένοι, μέσα στα σοκάκια. Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε. Αμάν, ρεζιλίκι!
Πέρασε ένας άντρας, ένας τρανός. Μας πέταξε μια πεντάρα. Έπιασα την πεντάρα, φώναζα, έκλαιγα:
– Εμείς έχομε λεφτά! Εμείς έχομε να φάμε! Αφήσαμε τα σπίτια μας, τόσα αμπέλια αφήσαμε! Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς!
– Άσε την πεντάρα. Ησύχασε έλεγε η μητέρα μου.
Η μάνα μου άρρωστη ήταν. Ένα κουβάρι μαζεμένη καθότανε.
Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας:
– Προσφυγιά! Προσφυγιά! Λέγανε και περνούσανε…
Καλλισθένη Καλλίδου Η Έξοδος
Επιτέλους φτάσαμε στον Πειραιά. Άλλοι κατέβηκαν εκεί εμείς συνεχίσαμε το ταξίδι για την Καβάλα. Μας πήγαν στο Τσινάρ Ντερέ, κοντά στη σημερινή Νέα Καρβάλη. Δυο χρόνια μείναμε εκεί κάτω από τα τσαντίρια. Ο κόσμος αρρώσταινε και πέθαινε κάθε μέρα. Πέθανε ο άντρας μου, πέθανε και το παιδί μου ο Χαράλαμπος. Τη νύχτα ερχόνταν τα τσακάλια, σκάβανε τους τάφους και έτρωγαν τους πεθαμένους. Δεν ξέραμε στο χωριό μας τέτοια αγρίμια. Είχαν, να, κάτι τέτοια μεγάλα δόντια…
Δέσποινα Συμεωνίδου Η Έξοδος
«Μετά τη Ρόδο πιάσαμε Πειραιά, μετά φτάσαμε στη Κέρκυρα. Ήταν παραμονή του Αγίου Σπυρίδωνος, 11 Δεκεμβρίου 1922. Έβρεχε. Βγήκαμε στην παραλία με καΐκια. Λένε: «Θα σας πάμε με αραμπάδες σ’ ένα χωριό». Μας πήγαν στο χωριό Σταυρός κάναμε τέσσερις ώρες ώσπου να φτάσουμε εκεί. Εμείς πηγαίναμε πεζή, τα πράγματα μόνο σε αραμπάδες. Και να βρεχόμαστε σ’ όλο αυτό το διάστημα…
Άλλους έβαλαν στην εκκλησία του χωριού, άλλους στο σχολείο, άλλους σε σπίτια. Δεν ρωτάει κανένας: «Ποιοι είστε, τι θέλετε;» Μια αδιαφορία. Δεν μας έδωσαν τίποτα να φάμε. Δεν είχαν κι αυτοί, τι να μας δώσουν; Μια «καλημέρα» μόνο μας έλεγαν. Καλή ήταν κι αυτή. Ευτυχώς είχαμε μαζί μας ψωμί».
Ελένη Μαναήλογλου Η Έξοδος
Και τέλος.
Γράφει ο Ηλίας Βενέζης στην ‘Αιολική’ του ‘Γη’.
«Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία: Σαν ένας βόλος να είναι κάτω απ’ το πουκάμισο του γέροντα.
-Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ’ το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
-Τι είναι;
-Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί πού έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
-Χώμα!
Ναι, λίγο χώμα απ’ τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σα να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
-Δεν είναι τίποτα, λέω. Λίγο χώμα.
Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου».
Ελενα Ακριτα (news247.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου