Οπως συνέβη και στο παρελθόν, η Ελλάδα και η Κύπρος προσβλέπουν στην αλληλεγγύη των εταίρων, αλλά αυτοί θέλουν τη σύμπραξη με την Τουρκία και όχι την απομάκρυνσή της. Δεν βλέπουν λύσεις στα προβλήματα, παρά μόνο περαιτέρω περιπλοκές
Η... δήλωση Ερντογάν «δεν υπάρχει πια για μένα Μητσοτάκης» (22/5) προμηνύει τι θα ακολουθήσει τους επόμενους μήνες στο Αιγαίο και οι σχέσεις των δυο ηγετών βρίσκονται πλέον στο χειρότερο σημείο. Πρόκειται για τον ίδιο φαύλο κύκλο αντιπαράθεσης που επαναλαμβάνεται εδώ και χρόνια ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Αυτή η κατάσταση κάθε φορά παράγει νέες περιπλοκές και η κατάσταση χειροτερεύει και στην Κύπρο. Η δε αντιπαράθεση έχει επεκταθεί στην ανατολική Μεσόγειο γύρω από τις θαλάσσιες ζώνες εθνικής δικαιοδοσίας (υφαλοκρηπίδα – ΑΟΖ).
Το ερώτημα είναι: ποιος βγαίνει τελικά κερδισμένος; Υπάρχει πρόταση για να σπάσει ο φαύλος κύκλος;
Η Αθήνα και η Λευκωσία προβλέπουν κλιμάκωση. Μετά τις ρητορικές εξάρσεις, ακολουθούν οι καταγγελίες προς τον ΟΗΕ και την Ε.Ε. Αυτή η τακτική διπλωματικής αντίδρασης, όσο αναγκαία και αν κρίνεται, έχει πολύ πενιχρά αποτελέσματα. Εγινε σχεδόν ρουτίνα για τα δελτία ειδήσεων. Ορισμένοι θεωρούν ότι η συνεχής επανάληψή της γίνεται στο τέλος και... στρατηγική ασχέτως αποτελέσματος.
Η Τουρκία αυτή τη φορά εστιάζει στο ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Με την αποστολή ερευνητικού σκάφους στα διεθνή ύδατα, στην καρδιά του Αιγαίου, αμφισβητεί επίσης το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα από τα 6 στα 12 ν.μ. Ακόμα και για τις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας!
Ως γνωστόν, ο πιο πρόσφατος κύκλος αντιπαράθεσης το καλοκαίρι του 2020 δεν έκλεισε χωρίς απώλειες για την Ελλάδα. Η Τουρκία πέτυχε σε κάποιο βαθμό το «γκριζάρισμα» των θαλασσίων ζωνών στην ανατολική Μεσόγειο. Στην Κύπρο, όσο κι αν δεν υπογραμμίζεται συχνά, η απειλή της διχοτόμησης είναι πλέον χειροπιαστή.
Από τότε έχουν μεσολαβήσει πολλά, ιδίως ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η Τουρκία κινείται ακόμα πιο δραστήρια για να μεγιστοποιήσει τα οφέλη της στις σχέσεις της με τη Δύση. Μπορεί να μην αρέσουν οι ελιγμοί της, αλλά στα μάτια των συνομιλητών της κάνει συγκροτημένη εξωτερική πολιτική. Ξέρει να εκμεταλλεύεται τις νέες γεωπολιτικές ισορροπίες και δεν αφήνει τίποτα πίσω χωρίς να κάνει πραγματική διαπραγμάτευση. Κλασικό παράδειγμα είναι οι ενστάσεις της για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
Με τα νέα δεδομένα στην Ευρώπη, μια νέα κλιμάκωση στην ανατολική Μεσόγειο είναι το τελευταίο πράγμα που επιθυμούν οι Ευρωπαίοι. Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ότι θα υιοθετήσουν μια πιο σθεναρή στάση απέναντι στην Τουρκία. Οπως συνέβη και στο παρελθόν, η Ελλάδα και η Κύπρος προσβλέπουν στην αλληλεγγύη των εταίρων, αλλά αυτοί θέλουν τη σύμπραξη με την Τουρκία και όχι την απομάκρυνσή της. Δεν βλέπουν λύσεις στα προβλήματα, παρά μόνο περαιτέρω περιπλοκές. Η χλιαρή αντίδραση της Ε.Ε. και της εκπροσώπου της Κομισιόν Ντάνα Σπινάντ (24/5) στη νέα... φιλονικία Ερντογάν – Μητσοτάκη αξίζει να καταγραφεί: «προσπαθούμε ως Ε.Ε. να ενθαρρύνουμε την καλή συνεργασία μεταξύ των ηγετών. Αναμένεται από την Τουρκία να έχει εποικοδομητική εμπλοκή με την Ε.Ε. και τα κράτη-μέλη της και να κάνει βήματα αποκλιμάκωσης».
Εκλογικές ανάγκες
Δεν έχουν άδικο όσοι υποστηρίζουν ότι η ρητορική που αναπτύσσει ο Ταγίπ Ερντογάν έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου σχετίζεται και με τις εκλογές στην Τουρκία στα μέσα του 2023. Αντίστοιχοι σκέψεις και συγκρίσεις μπορεί να γίνουν όμως και για την Κύπρο και την Ελλάδα που έχουν επίσης μπροστά τους εκλογικό έτος και ανάγκες.
Στη Λευκωσία όλοι είναι ήδη απορροφημένοι στην προεκλογική εκστρατεία, κατά την οποία το Κυπριακό έχει θέση μόνο για γενικότητες και καταγγελίες. Καμία πρόταση για το μέλλον από τους φερόμενους ως βασικούς προεδρικούς υποψηφίους. Οι τρεις που «τρέχουν» ως επικρατέστεροι για την Προεδρία το 2023 -ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ Α. Νεοφύτου, ο πρώην ΥΠΕΞ Ν. Χριστοδουλίδης και ο πρέσβης Α. Μαυρογιάννης- δεν κρίνουν σκόπιμο να ακουμπούν τα δύσκολα. Δεν έχουν και κάτι να προτείνουν, αφού ο αποχωρών πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης χειρίζεται εξ ολοκλήρου το Κυπριακό, δεν δίνει και πολύ λογαριασμό σε κανέναν και οι «3» παραδέχονται ότι δεν έχουν ιδιαίτερες διαφορές μαζί του.
Μήπως, ο Ελληνας πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης έχει κάτι να προτείνει για την Τουρκία; Πρόσφατα ταξίδεψε στις ΗΠΑ, όπου είχε την ευκαιρία για σημαντικές επαφές με την αμερικανική ηγεσία. Αλλά, στον απόηχο του ταξιδιού, έμειναν μόνο οι βαρύγδουποι τίτλοι για το πόσο «ιστορική» ήταν η ομιλία του στο Κογκρέσο. Ασχέτως, αν περιορίστηκε στα αυτονόητα, όπως η αναφορά του: «μην ξεχάσετε την Κύπρο...»
Η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν εθιστεί σε μια τακτική να παρακολουθούν την Τουρκία και να λειτουργούν μόνο με φτωχά διπλωματικά αντανακλαστικά: δηλώσεις, διαμαρτυρίες, καταγγελίες. Παραγνωρίζουν, όμως, ότι κάθε φορά που σημειώνονται «επεισόδια», ο απρόβλεπτος Ερντογάν αφήνει πίσω του τετελεσμένα. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα δεν υπάρχει από όσα συμβαίνουν στην Κύπρο. Οι συνομιλίες του ΟΗΕ έχουν παραλύσει και δεν υπάρχει καν βάση για διαπραγμάτευση. Επί κυπριακού εδάφους συντελείται το χειρότερο σενάριο διχοτόμησης από το ’74. Αφενός, το άνοιγμα των Βαρωσίων για εποικισμό και, αφετέρου, το νέο μπαράζ για χαλιναγώγηση των επιλογών των προοδευτικών Τουρκοκυπρίων.
Δραστική αλλαγή
Κάτι πρέπει να αλλάξει στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας και της Κύπρου και πρέπει να αλλάξει δραστικά με δική τους πρωτοβουλία. Πώς;
Η Κύπρος και η Ελλάδα διατηρούν το πλεονέκτημα να θέσουν τα προβλήματα με την Τουρκία στο ευρωπαϊκό τραπέζι. Υπό μία προϋπόθεση! Οτι έχουν ισχυρή βούληση για να τα επιλύσουν. Η Ε.Ε. αποδείχθηκε ότι μπορεί να στηρίζει ένα πλαίσιο για μόνιμες λύσεις από τη στιγμή που εξυπηρετεί τα αμοιβαία ευρωπαϊκά συμφέροντα. Αυτά περιλαμβάνουν τα κράτη-μέλη της, αλλά και τους άμεσα ενδιαφερομένους, όπως είναι η Τουρκία. Για παράδειγμα, η Συμφωνία του Ελσίνκι (1999) εξασφάλισε ομοφωνία γιατί άνοιγε δρόμους όχι μόνο για την Κύπρο (ανεμπόδιστη ένταξη – επίλυση Κυπριακού) και την Ελλάδα (προσφυγή στη Χάγη) αλλά εξυπηρετούσε και την Τουρκία (υποψήφια για ένταξη).
Η «καταγγελτική» διπλωματία να αντικατασταθεί με την αξιοπιστία. Οι λύσεις των προβλημάτων συνδέονται με κοινά αποδεκτές διαδικασίες και χρονοδιαγράμματα. Για παράδειγμα, η Ελλάδα γνωρίζει πολύ καλά ότι η επίλυση των διαφορών σε σχέση με τις θαλάσσιες ζώνες προϋποθέτει -με βάση το διεθνές δίκαιο- διμερή διαπραγμάτευση και από κοινού προσφυγή στη Χάγη (ή άλλο διεθνές διαιτητικό δικαστήριο) για εκκρεμούσες διαφορές. Η δε Κύπρος, που κουβαλά ένα τεράστιο φορτίο δεκαετιών, αναγνωρίζει όσα πέτυχε, ύστερα από δεκαετίες διαπραγματεύσεων στον ΟΗΕ, συγκεκριμένα και ρητά. Δεν το βάζει στα πόδια την κρίσιμη ώρα των αποφάσεων όπως έγινε στο Κραν Μοντανά για να κάνει παρασκήνιο με την Τουρκία για «δυο κράτη» και «ιδεοθύελλες» στη Λευκωσία για 5 χρόνια.
Το Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά ζητήματα έχουν περιπλακεί λόγω της πολύχρονης αδράνειας και της διεθνούς κόπωσης. Χρειάζεται μεγάλη διπλωματική κινητοποίηση για να ξαναδημιουργηθεί η ευκαιρία και δυναμική που να τροφοδοτήσει θετικές εξελίξεις. Παρά να σπαταλούν όλη την ενέργεια τους σε καταγγελίες, η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν να συγκεντρωθούν σε ένα σχέδιο ευρωπαϊκών ανοιγμάτων προς την Τουρκία υπό προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, θα μπορούσε η Τουρκία να είναι μέρος της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας που προτείνει ο Ε. Μακρόν; Με ποια ανταλλάγματα για να λυθούν τα προβλήματα; Πάνω σε αυτή τη βάση μπορούν να αναπτυχθούν ειλικρινείς και συστηματικές επαφές με τις ισχυρές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά και μια νέα σοβαρή προσέγγιση με την Τουρκία.
Κυριάκος Πιερίδης ( εφημερίδα «Πολίτης» της Κύπρου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.