«Το μυστήριο που περιβάλλει μια βασική άμυνα του ανοσοποιητικού συστήματος βρίσκεται πίσω από την αβεβαιότητα που επικρατεί σχετικά με το ποιος πρέπει να κάνει δεύτερο booster εμβόλιο (σ.σ δηλαδή τέταρτη δόση) κατά της Covid-19 και πότε», σημειώνει η Wall Street Journal σε αφιέρωμά της για τον εμβολιασμό.
«Τα άτομα ηλικίας... 50 ετών και άνω μπορούν πλέον να λάβουν το πρόσθετο εμβόλιο τουλάχιστον τέσσερις μήνες μετά το πρώτο. Ωστόσο, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων δεν πιέζουν τους δικαιούχους να κάνουν τα εμβόλια και πολλοί ειδικοί στα εμβόλια λένε ότι οι υγιείς άνθρωποι κάτω των 65 ετών μπορούν να περιμένουν» σχολιάζει η εφημερίδα, που μίλησε για το ζήτημα με ειδικούς.
Ένας σημαντικός λόγος είναι η «περιορισμένη κατανόηση των ερευνητών» για τους μοριακούς στρατιώτες που είναι γνωστοί ως Τ-κύτταρα και συμβάλλουν στην ανοσολογική άμυνα κατά του Covid-19.
Οι ερευνητές και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι υγείας που εξετάζουν σε ποιο βαθμό τα εμβόλια Covid-19 λειτουργούν, έχουν επικεντρωθεί στην άμυνα πρώτης γραμμής του οργανισμού, τα περίφημα αντισώματα. Ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ενέκρινε πρόσφατα μια δεύτερη αναμνηστική δόση, εν μέρει βασιζόμενος σε πραγματικές έρευνες από το Ισραήλ που έδειξαν ότι η επιπλέον δόση αποκατέστησε τα επίπεδα αντισωμάτων που είχαν μειωθεί και μείωσε τον κίνδυνο λοιμώξεων.
Όμως, όταν αποφασίζουν αν θα κάνουν αναμνηστικό εμβόλιο, οι άνθρωποι θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη το ρόλο που παίζουν άλλα μέρη του ανοσοποιητικού συστήματος στην προστασία από την Covid-19, λένε οι ειδικοί στα εμβόλια.
«Έχετε Τ κύτταρα που δεν φθίνουν στον ίδιο βαθμό και πιθανότατα, σε μεγάλο βαθμό θα σας κρατήσουν μακριά από το νοσοκομείο», λέει ο John Wherry, διευθυντής του Ινστιτούτου Ανοσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Μια εκπρόσωπος του FDA δήλωσε ότι η ανάλυση των αναδυόμενων δεδομένων υποδεικνύει μια δεύτερη αναμνηστική δόση είτε των εμβολίων Covid-19 της Pfizer Inc, είτε της Moderna «θα μπορούσε να συμβάλει στην αύξηση των επιπέδων προστασίας» για τα άτομα υψηλότερου κινδύνου. Το CDC αρνήθηκε να σχολιάσει.
Τα αντισώματα είναι η δύναμη ταχείας επίθεσης του ανοσοποιητικού συστήματος, που βρίσκεται σε υψηλή επιφυλακή μετά τον εμβολιασμό κατά της Covid-19 και ωθείται σε δράση για να εξουδετερώσει τον ιό πριν αυτός προσβάλει τα κύτταρα.
Τα Τ κύτταρα και διαφορετικοί μοριακοί στρατιώτες, γνωστά ως κύτταρα μνήμης Β, κινητοποιούνται επίσης από τα εμβόλια Covid-19 για να προστατεύσουν από τον νέο κορωνοϊό. Τα Τ κύτταρα και τα κύτταρα Β παίζουν, ωστόσο, μεγαλύτερο ρόλο από τα αντισώματα. Τα επίπεδα των αντισωμάτων αυξάνονται μετά από κάθε ένεση Covid-19, αλλά μειώνονται εβδομάδες ή μήνες αργότερα, όπως συμβαίνει και με άλλα εμβόλια. Τα Τ κύτταρα και τα κύτταρα Β μνήμης παραμένουν, όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, ένας «στρατός» που περιμένει πότε ο οργανισμός θα μολυνθεί.
Τα Τ-κύτταρα σκοτώνουν τα κύτταρα που έχουν μολυνθεί από τον ιό και βοηθούν στην καθοδήγηση της συνολικής ανοσολογικής απόκρισης του οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων των τύπων αντισωμάτων που παράγονται. Τα κύτταρα Β, ένα άλλο σημαντικό συστατικό της ανοσολογικής άμυνας του οργανισμού, παράγουν αντισώματα.
«Μέσα σε λίγες ημέρες, η μνήμη των Β κυττάρων και η μνήμη των Τ κυττάρων επανενεργοποιείται και μπορεί να αντιμετωπίσει τη μόλυνση», δήλωσε ο Alessandro Sette, ανοσολόγος στο Ινστιτούτο Ανοσολογίας La Jolla στην Καλιφόρνια. «Έτσι, μπορεί να έχετε μια λοίμωξη, αλλά η συμπτωματική νόσος ή σίγουρα η πιο σοβαρή νόσος, προλαμβάνεται».
Η παρουσία των Τ-κυττάρων, λένε οι ειδικοί στο εμβόλιο, μπορεί να εξηγήσει γιατί πολλοί εμβολιασμένοι άνθρωποι που βρέθηκαν θετικοί στο Covid-19 αρκετούς μήνες μετά τον εμβολιασμό τους κατάφεραν να αποφύγουν τη σοβαρή νόσηση.
Τα Τ κύτταρα συνεχίζουν να λειτουργούν κατά του ιού, σύμφωνα με τους ειδικούς και τις μελέτες, αφού τα αντισώματα έχουν εξασθενήσει ή χάσει την αποτελεσματικότητά τους λόγω μιας παραλλαγής.
Ορισμένες μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι τα Τ κύτταρα από τα εμβόλια Covid-19 παραμένουν για τουλάχιστον μισό χρόνο μετά την αρχική σειρά εμβολιασμού. Μια μελέτη που εκπονήθηκε από ερευνητές του Ινστιτούτου La Jolla και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cell τον Μάρτιο διαπίστωσε ότι τα Τ κύτταρα κρατούσαν έξι μήνες και ήταν περίπου 80% εξίσου αποτελεσματικά κατά της Omicron και άλλων παραλλαγών.
Τα Τ κύτταρα που παραμένουν μπορεί να μειώσουν την ανάγκη πολλών υγιών ανθρώπων να λάβουν μια δεύτερη αναμνηστική δόση κάποιους μήνες μέτε την πρώτη τους, λένε ειδικοί σε θέματα εμβολίων που επικαλείται η Wall Street Journal. Στην πραγματικότητα, μπορεί να υπάρχει φθίνουσα «ανταπόδοση» από τη λήψη ενισχυτικών εμβολίων με την πάροδο του χρόνου, εάν τα επίπεδα των Τ-κυττάρων τελικά σταθεροποιηθούν ή μειωθούν αργά με την πάροδο του χρόνου, καθώς οι άνθρωποι κάνουν περισσότερες ενέσεις, υποστηρίζουν.
Ωστόσο, υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η ανάλυση των Τ-κυττάρων είναι πιο χρονοβόρα και δαπανηρή από τη διενέργεια τεστ αντισωμάτων. Η έρευνα των Τ-κυττάρων, η οποία εκτελείται σε μεγάλο βαθμό από μια χούφτα ακαδημαϊκών εργαστηρίων με εξειδικευμένο εξοπλισμό, μπορεί να διαρκέσει αρκετές ημέρες. Τα τεστ αντισωμάτων, αντίθετα, μπορούν να αποδώσουν αποτελέσματα σε ώρες.
Ορισμένες έρευνες υποδηλώνουν ότι μια αρχική αναμνηστική δόση αυξάνει σε κάποιον βαθμό τα επίπεδα των Τ-κυττάρων που καταπολεμούν την Covid, γεγονός που θα μπορούσε να τα βοηθήσει να παραμείνουν περισσότερο για να αποκρούσουν τον ιό, αν και οι ερευνητές λένε ότι χρειάζονται περισσότερες μελέτες.
Λόγω του περιορισμένου χρόνου που χρησιμοποιούνται τα εμβόλια και οι ενισχυτικές δόσεις (σ.σ η τρίτη και η τέταρτη), δεν είναι γνωστό πότε τα Τ κύτταρα μειώνονται σε σημείο που να μην είναι πλέον αποτελεσματικά κατά του ιού. Ορισμένοι ερευνητές εκφράζουν την ελπίδα ότι τα Τ-κύτταρα θα παραμείνουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, επειδή τα Τ-κύτταρα που παράγονται από τον κίτρινο πυρετό, την ευλογιά και άλλα εμβόλια διαρκούν δεκαετίες.
Ο Δρ. Wherry δήλωσε ότι το εργαστήριό του αναμένει να δημοσιεύσει σύντομα δεδομένα που δείχνουν ότι τα Τ κύτταρα μετά την αρχική σειρά εμβολίων παραμένουν στον οργανισμό για τουλάχιστον εννέα έως 12 μήνες.
«Κατασκευάζουμε το αεροπλάνο καθώς πετάμε», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Δρ. Wherry.
Με πληροφορίες από Wall Street Journal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου