Αν πιστεύετε ότι ο Έλον Μασκ θα δώσει 44 δισ. δολάρια για να υπερασπιστεί την «ελευθερία του λόγου» στο Twitter, έχω κάτι περιουσίες Νιγηριανών πριγκήπων να σας πουλήσω σε εξευτελιστική τιμή.
Η... είδηση της συμφωνίας για την εξαγορά του μέσου κοινωνικής δικτύωσης από τον Νοτιοαφρικανικής καταγωγής δισεκατομμυριούχο, έφερε ανάμικτες κραυγές ενθουσιασμού και τρόμου σε μεγάλο τμήμα του διαδικτύου. Ο ενθουσιασμός φάνηκε να πηγάζει κυρίως από την αμερικανική (και όχι μόνο) ακροδεξιά, που νιώθει ότι το Twitter έχει υπάρξει άδικο εναντίον της, ειδικά μετά τον αποκλεισμό του Ντόναλντ Τραμπ και την αφαίρεση πολυάριθμων λογαριασμών που προωθούσαν τη συνωμοσιολογία του QAnon.
Βασίζεται στην εικόνα που έχει επιχειρήσει να «πουλήσει» το τελευταίο διάστημα ο Μασκ, ενός υπέρμαχου της «απόλυτης ελευθερίας του λόγου». Και κάπου εδώ ξεκινάνε τα προβλήματα. Διότι αν κανείς πιστεύει ότι ο οποιοσδήποτε δισεκατομμυριούχος ενδιαφέρεται για την ελευθερία του λόγου οποιουδήποτε εκτός από του εαυτού του, έχει γενικότερα ζητήματα «πίστης» στα προτάγματα περί «ελευθερίας» που τείνει να πετά στα μούτρα μας η καπιταλιστική αγορά.
Είναι σαν να πιστεύει κανείς ότι ο Τζεφ Μπέζος αγόρασε την Washington Post (ή ο Ρουπερτ Μέρντοχ τα διάφορα ΜΜΕ του, ή ο Μεξικανός δισεκατομμυριούχος Κάρλος Σλιμ τους New York Times κ.ο.κ.) για να υπερασπιστεί την ελευθερία της δημοσιογραφίας. Τα παραδείγματα μπορεί εκ πρώτης όψεως να διαφέρουν, όμως στην πραγματικότητα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εξαγοράζονται από τους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη για να τους επιφέρουν κέρδος.
Το κέρδος αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη αποκλειστικά οικονομικό — αν και στην περίπτωση του Twitter φαίνεται πως υπάρχουν σχέδια για να είναι και τέτοιο. Ο Έλον Μασκ εξασφάλισε περισσότερο από το μισό ποσό της εξαγοράς με δανεισμό από μερικά από τα μεγαλύτερα τραπεζικά ιδρύματα του πλανήτη. Οι τράπεζες αυτές δεν δανείζουν δισεκατομμύρια για ψύλλου πήδημα, χωρίς εχέγγυα για την επιστροφή των χρημάτων και μάλιστα με τόκο.
Τα εχέγγυα που έχει δώσει ο Μασκ είναι μετοχές της φουσκωμένης χρηματιστηριακά εταιρείας του, Tesla, αλλά δευτερευόντως και πιο σημαντικά για το θέμα μας, φέρεται να έχει εγγυηθεί την αύξηση της κερδοφορίας του Twitter, με μείωση του εταιρικού του κόστους (ήτοι περικοπές μισθών και απολύσεις) και «χρηματικοποίηση» των αναρτήσεων των χρηστών του.
Κύρια πηγή των εσόδων του Twitter έχει υπάρξει μέχρι σήμερα η διαφήμιση. Όμως με τους χρήστες του να είναι αριθμητικά πολύ λιγότεροι από αυτούς του Facebook (περίπου 217 εκατομμύρια έναντι σχεδόν 2 δισεκατομμυρίων) και με την πλατφόρμα να είναι λιγότερο «διαποτισμένη» από διαφημίσεις σε σχέση με τον γιγαντιαίο ανταγωνιστή της, το Twitter σπάνια έκλεινε χρονιά με κέρδη. Από το 2013, μόλις δύο χρονιές κατάφερε να κλείσει χωρίς χασούρα — το 2018 και το 2019 κατέγραψε κέρδη περίπου ενός δισ. δολαρίων.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο του Ανδρέα Κοσιάρη, πατήστε ΕΔΩ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου