30.3.22

Στη δίνη του πολέμου η ελληνική οικονομία...

 Ο πόλεμος συνδέεται πάντα με μεγάλες οικονομικές συνέπειες και ρίσκα, που εντείνονται στη διάρκειά του, αλλά συνεχίζονται με διάφορους τρόπους και ύστερα από τη λήξη του. Για μια οικονομία όπως η ελληνική, με πολύ υψηλό χρέος και με χαμηλό δείκτη ενεργειακής και διατροφικής επάρκειας -και άρα ελάχιστα μέσα να αντιμετωπίσει τον εισαγόμενο πληθωρισμό-, οι απειλές και τα ρίσκα είναι ανάλογα μεγάλα...

Στο πλαίσιο αυτό, τα δεδομένα που τείνουν να διαμορφωθούν σε κρίσιμα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας δημιουργούν εύλογους φόβους ότι εισέρχεται σε δίνη η οποία απειλεί και περιπλέκει τις προοπτικές της.

Ανάπτυξη και έλλειμμα

Η πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο αξιολόγησης DBRS ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα έκανε πολλά χαμόγελα να ανθήσουν, αλλά αμέσως μετά η Moody’s, με μια ρεαλιστική έκθεση, έκανε τα χαμόγελα να σβήσουν. Η Moody’s αρνήθηκε να προβεί σε αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου, υπογραμμίζοντας έτσι τον μεταβατικό χαρακτήρα της οικονομικής συγκυρίας, αλλά δεν περιορίστηκε σε αυτό: Προέβλεψε ότι το έλλειμμα θα ξεπεράσει το 5% (5,2%), ο πληθωρισμός θα κινηθεί στο 5% σε ετήσια βάση και οι ρυθμοί ανάπτυξης θα περιοριστούν στο 3%. Στην πραγματικότητα, αυτές οι προβλέψεις δεν είναι «ακραίες», αλλά μάλλον συγκρατημένες. Στις αγγλόφωνες σελίδες της ιστοσελίδας του «Βήματος» χθες, Τρίτη 29/3, βασικό άρθρο είχε τίτλο «Ο πληθωρισμός 8% τρομάζει την ελληνική κυβέρνηση»…

Οσον αφορά την ανάπτυξη, το 2022 προβλέπεται να είναι το έτος δυναμικής εκκίνησης του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), αφού με τις νέες εκταμιεύσεις τα διαθέσιμα ποσά από επιδοτήσεις και δάνεια θα ξεπεράσουν τα 9 δισ. ευρώ. Αν παρά μια τέτοια επενδυτική ώθηση οι ρυθμοί ανάπτυξης κινηθούν στα όρια του 3%, αυτό θα σημαίνει ότι η ενδογενής δυναμική της ανάπτυξης έχει ατονήσει δραματικά.

Οσον αφορά το έλλειμμα, ο κρίσιμος παράγοντας είναι τα δημόσια έσοδα. Αν αποκτήσει κάποια μονιμότητα τους επόμενους μήνες το φαινόμενο των ανείσπρακτων φόρων, οι οποίοι τον Ιανουάριο προσέγγισαν τα επίπεδα των μνημονιακών χρόνων (όταν οι ανείσπρακτοι φόροι κάθε μήνα κυμαίνονταν περί το 1 δισ. ευρώ), τότε όχι μόνο θα χαθεί κάθε δυνατότητα «ευελιξίας» στον τομέα των δαπανών, αλλά θα απαιτηθούν (από τις Βρυξέλλες και στο όνομα της δημοσιονομικής σταθερότητας) νέες περικοπές.

Οσον αφορά, τέλος, τον πληθωρισμό, ο εισαγόμενος πληθωρισμός έρχεται στην Ελλάδα χωρίς φίλτρα διότι οι ολιγοπωλιακοί μηχανισμοί (άλλως, τα «υπερκέρδη» που ανακάλυψε αίφνης επ’ εσχάτω και ο πρωθυπουργός) στην αγορά καλά κρατούν, ενώ η ενεργειακή και επισιτιστική κρίση έχει μπροστά της τουλάχιστον μία διετία, ακόμη και ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία.

Τα επιτόκια

Σε πρόσφατο ρεπορτάζ του το Bloomberg μάς ενημέρωνε ότι οι traders αναμένουν 4 αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ μέχρι τον επόμενο Μάρτιο, που θα αυξήσουν το βασικό επιτόκιο (deposit rate) στο 0,5% (από -0,5% σήμερα), ενώ τα futures του Euribor τριών μηνών «δείχνουν» ότι αυτό θα διαμορφωθεί σε 0,72% τον επόμενο Μάρτιο (από -0,42% στις 28 Μαρτίου). Καθώς οι αποδόσεις του ελληνικού δεκαετούς κρατικού ομολόγου κινούνται ήδη σε επίπεδα πάνω από 2,8% (2,87% χθες), η αύξηση του βασικού επιτοκίου του ευρώ κατά 1% (100 μονάδες βάσης) και του Euribor κατά 114 μονάδες βάσης θα σημάνει «αυτόματα», δηλαδή χωρίς συνυπολογισμό άλλων παραγόντων, αύξηση της απόδοσης στο 4%! Αν υπολογίσουμε και ένα spread over λόγω του ότι τα ελληνικά ομόλογα είναι τα πιο αδύναμα της αδύναμης ευρωπαϊκής περιφέρειας, πάμε σε επιτόκια που ξυπνούν κακές μνήμες της προηγούμενης δεκαετίας.

Βεβαίως η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Κριστίν Λαγκάρντ επανέλαβε πρόσφατα με άλλα λόγια τη γνωστή από το 2014 διαβεβαίωση του Ντράγκι «whatever it takes», δηλαδή ότι θα πράξει ό,τι είναι αναγκαίο για να μην επιτρέψει μεγάλες «εκτροπές» στο κόστος δανεισμού της ευρωπεριφέρειας. Ωστόσο, πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι αν με το ένα χέρι πρέπει να αυξάνει τα επιτόκια για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό και με το άλλο να αγοράζει κρατικά ομόλογα για να συγκρατήσει τις αποδόσεις; Και ποιο όριο αύξησης των αποδόσεων θα θεωρήσει «κόκκινη γραμμή» που επιβάλλει «δράση»;

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και με δραστική παρέμβαση της ΕΚΤ και με τη συνέχιση της αγοράς ελληνικών τίτλων, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, που κινούνται ήδη ανοδικά προς το 3% χωρίς καμία αύξηση των επιτοκίων του ευρώ, θα ξεπεράσουν το 3,5%. Αυτό από μόνο του ανατρέπει τον χρυσούν κανόνα που κρατάει «ψύχραιμες» τις διαθέσεις των αγορών απέναντι στο ελληνικό χρέος, αφού το επιτόκιο δανεισμού του Δημοσίου υπερβαίνει τους ρυθμούς ανάπτυξης.

Εκδοση ομολόγων

Με δεδομένη τη σημαντική αύξηση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, το πρόβλημα θα εμφανιστεί ακόμη οξύτερο στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος απόλαυσε την τελευταία διετία φτηνό δανεισμό τόσο από τις αγορές όσο και με δάνεια επιδοτούμενα από το Δημόσιο. Το επόμενο διάστημα όλοι θα είναι υποχρεωμένοι να εκδώσουν ομόλογα: εκτός από το Δημόσιο (που εμφανώς το «τρενάρει»), οι τράπεζες και πολλές εταιρείες.

Ποια θα είναι η επίδραση όλων των προηγούμενων στην κατανάλωση και τις επενδύσεις; Σε περιόδους κρίσης και αβεβαιότητας για τα χειμαζόμενα νοικοκυριά ισχύει ο γνωστός κανόνας: πρώτα σταματούν να πληρώνουν την Εφορία, ύστερα τις δόσεις των δανείων και στο τέλος περικόπτουν από τις λοιπές οικογενειακές δαπάνες. Από αυτή την άποψη, ο early warning δείκτης αυτού που έρχεται είναι η ξαφνική επανεμφάνιση σημαντικών απλήρωτων υποχρεώσεων προς την Εφορία ήδη από τον Ιανουάριο του 2022. Αν, ανάλογα και με τις εξελίξεις στα πολεμικά πεδία, η δυναμική ξεδιπλωθεί και στα τρία επίπεδα, εκτός από μείωση των δημόσιων εσόδων, θα έχουμε εμφάνιση νέας γενιάς «κόκκινων» δανείων και πτώση της κατανάλωσης. Οσο για τις επενδύσεις, οι εικόνες από την αγορά είναι ότι, τουλάχιστον προς το παρόν, ισχύει ο κανόνας της αναστολής για αργότερα…

Πάνος Κοσμάς

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.