Σε διαρκή απόκλιση από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και σε σύγκλιση με τις αμοιβές των εργαζομένων στην ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια οδηγεί το τριετές πάγωμα των αποδοχών των Ελλήνων εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Είναι... χαρακτηριστικό ότι από το 2020 ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα έλαβε μόλις μια αύξηση 2% (στις αρχές του χρόνου), όταν οι διαδοχικές αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς όλων των ευρωπαϊκών χωρών ήταν μεγαλύτερες και στα περισσότερα κράτη - μέλη της ανατολικής Ευρώπης πολύ υψηλές, καθώς κυμαίνονταν στο 11% - 12%.
Η έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, που συνοδεύει την πρόταση για άμεσες αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, δεν περιορίζεται μόνο στις επιπτώσεις και τη διαρκή επιδείνωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, που μεταφράζεται σε δραματική συρρίκνωση του κατώτατου μισθού κατά 14% λόγω της ακρίβειας και του πληθωρισμού, απομειώνοντας το εισόδημα των εργαζομένων, με αποτέλεσμα τα κατώτατα όρια αμοιβών να αποτελούν πλέον δείκτη σχετικής φτώχειας και όχι αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Η διαρκής διολίσθηση
Στην έκθεση περιλαμβάνονται στοιχεία της τελευταίας τριετίας που αποδεικνύουν τη διαρκή διολίσθηση των αμοιβών στη χώρα μας, από το 2019 και μετά. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, η αγοραστική δύναμη του εργαζομένου που λαμβάνει τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα παραμένει αρκετά χαμηλή και είναι η έβδομη χαμηλότερη μεταξύ των κρατών - μελών της Ε.Ε., θέση ελαφρώς βελτιωμένη σε σχέση με τις αρχές του 2021, όχι λόγω της αύξησης του κατώτατου μισθού στη χώρα μας, αλλά κυρίως λόγω επιδείνωσης της αγοραστικής δύναμης σε ορισμένες χώρες της ανατολικής Ευρώπης.
Μάλιστα η διαφορά από τα κράτη - μέλη της βόρειας, της δυτικής και της νότιας περιφέρειας της Ευρώπης είναι μεγάλη και συνεχίζει να αυξάνεται. "Για παράδειγμα, σε κράτη - μέλη στα οποία εφαρμόστηκαν προγράμματα οικονομικής προσαρμογής με σημαντικές παρεμβάσεις στον κατώτατο μισθό, όπως στην Πορτογαλία και στην Ιρλανδία, το χάσμα στην αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού σε σχέση με την Ελλάδα μεγάλωσε. Το 2021 η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα ήταν 1% χαμηλότερη από της Πορτογαλίας και 43% από της Ιρλανδίας. Τον Ιανουάριο του 2022 η διαφορά ανήλθε σε 5% και 45% αντίστοιχα", αναφέρει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.
Μεγάλωσε η απόσταση το 2022
Όσον αφορά το 2022, η ψαλίδα ανοίγει κι άλλο, καθώς, ύστερα από μια περιορισμένη, λόγω πανδημικής κρίσης, αύξηση του επιπέδου των κατώτατων μισθών το 2021 σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, το 2022 οι αυξήσεις στα περισσότερα κράτη - μέλη είναι μεγάλες, ενώ σε κάποια από αυτά θα συνεχιστούν κατά τη διάρκεια του έτους.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αύξηση 2% από την 1η Ιανουαρίου του 2022 ήταν από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε., την ώρα που σε χώρες με υψηλό κατώτατο μισθό, όπως η Γερμανία, προγραμματίζεται για το 2022 να αυξηθεί άμεσα ο κατώτατος μισθός κατά 15%, ώστε να ξεπεράσει το 60% του διάμεσου εισοδήματος, το οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει ως στόχο για να καταστεί ο κατώτατος ένας μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης. Ταυτόχρονα, οι αυξήσεις των κατώτατων μισθών στα περισσότερα κράτη - μέλη της ανατολικής Ευρώπης κυμαίνονται μεταξύ 11% και 22%.
"Τα παραπάνω στοιχεία αναδεικνύουν δύο δεδομένα", σημειώνεται στην έκθεση του ΙΝΕ: πρώτον, παρατηρείται μια τάση απόκλισης όσον αφορά τις εξελίξεις στον κατώτατο μισθό μεταξύ της Ελλάδας και των περισσότερων βόρειων και δυτικών κρατών - μελών της Ε.Ε. Δεύτερον, τα βαλκανικά κράτη - μέλη και τα κράτη - μέλη της ανατολικής Ευρώπης συγκλίνουν με ταχύτερο ρυθμό προς τον μέσο όρο της Ε.Ε. (ETUI, 2021)...
Ανδρέας Πετρόπουλος
ΑΥΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου