Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στην κρίσιμη φάση που περνάει η παγκόσμια πολιτική κοινωνία προστέθηκε ένα ακόμη πολιτικο-στρατιωτικό δεδομένο. Και αυτό δεν είναι άλλο από την απόφαση του γερμανικού Κοινοβουλίου να αναπτύξει ένα πρόγραμμα πολεμικού εξοπλισμού 100 δισεκατομμυρίων. Η πρώτη έκπληξη της... διεθνούς κοινότητας διατυπώθηκε ήδη στα χείλη διεθνών παρατηρητών και αναλυτών.
Πώς και γιατί σ’ αυτή τη συγκυρία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας αποφασίζει να αναγορεύσει τον εαυτό της σε υπολογίσιμη, διεθνώς, στρατιωτική δύναμη; Ενώ, χωρίς αμφιβολία, είναι η ισχυρή, από οικονομικής απόψεως κοινωνία της Ευρώπης και ταυτόχρονα έχει αυτοπροσδιοριστεί ως πολιτική κυρίαρχη δύναμη στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πεδίο, τότε γιατί επιδιώκει να αναδειχθεί και σε κυρίαρχη στρατιωτικο-πολεμική δύναμη;
Επειδή δεν θέλω να κρύβομαι πίσω από το δάκτυλό μου δηλώνω ότι οι προσωπικές επιστημονικές και πολιτικές εμπειρίες μου στην τότε Γερμανία (ονομαζόταν Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας – BRD πριν από την πτώση του τείχους) είναι ανεξαργύρωτες και σε τελική ανάλυση έχουν σφραγίσει τη ζωή μου. Την 27η Φεβρουαρίου 2022 ο νέος καγκελάριος Ολαφ Σολτς (ο οποίος δεν έχει το κύρος σε διεθνές επίπεδο που είχε η προκάτοχός του), εισηγήθηκε το πρόγραμμα του πολεμικού εξοπλισμού της χώρας του και ζητωκραύγασε το γερμανικό Κοινοβούλιο γι’ αυτό!
Μετά από αυτό το πραγματικό δεδομένο τίθενται μια σειρά από ερωτήματα, τα οποία μπορεί να συνοψίσει κανείς ως εξής: πρώτον, το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Γερμανίας ποιες επιπτώσεις έχει στην αυτοαντίληψη της ίδιας της γερμανικής κοινωνίας; Δεύτερον: Τι σημαίνει η μεταμόρφωση της Γερμανίας σε πανίσχυρη στρατιωτική δύναμη για την Ευρωπαϊκή Ενωση; Και τρίτον: Πού θα βρεθεί στον παγκόσμιο πολιτικό χάρτη η Γερμανία μετά από αυτή την απόφασή της.
Διευκρινίζω ότι το υλικό για το ερμηνευτικό έργο μου είναι πλούσιο: αντλώ από την Ιστορία, την παλαιότερη αλλά και τη σύγχρονη και θα μπορούσα να γράψω μια ολόκληρη διατριβή με θέμα «Ο πολεμικός εξοπλισμός της Γερμανίας στον 21ο αιώνα». Θα περιοριστώ, εν τούτοις, μόνον σε δυο-τρεις επισημάνσεις σχετικά με το θέμα μας.
Ως πολιτικός φιλόσοφος τονίζω ότι η απόφαση του γερμανικού Κοινοβουλίου για τον πολεμικό εξοπλισμό της γερμανικής κοινωνίας αγγίζει τα όρια του πολιτικού ανορθολογισμού. Στη δημόσια επιχειρηματολογία διατυπώνονται απόψεις όπως π.χ. είναι και η εξής: μετά το τέλος του Β′ Παγκόσμιου Πολέμου οι δυο χώρες (Γαλλία και Γερμανία) έθεσαν σε εφαρμογή μια πολιτική μέθοδο συνύπαρξης, η οποία ύστερα από χρόνια έγινε η Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.). Από τη σκοπιά της Γερμανίας αυτή η επικοινωνιακή μέθοδος συνύπαρξης λαών, κρατών και νοοτροπιών έχει αποδώσει καρπούς χωρίς ποτέ να καταλήξει στο αποτέλεσμα: να δημιουργηθεί επιτέλους η πολιτική Ευρώπη!
Από την άλλη, το θεωρητικο-πολιτικό ερώτημά μου σχετικά με τον ανατολικό πολιτικό προσανατολισμό της Γερμανίας έχει ως εξής: γιατί η Γερμανία ενώ ως κατεχόμενη χώρα μεταπολεμικά από τις δυνάμεις της Αμερικής, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ρωσίας επέλεξε να διευθετήσει τις σχέσεις με όλους τους προσανατολισμούς «έβγαλε απ’ έξω» τη Ρωσία; Γιατί δεν επεξεργάστηκε στις νέες συνθήκες (μετά το 1989) ένα πρόγραμμα επέκτασης του ευρωπαϊκού πνεύματος και της ευρωπαϊκής πολιτικής προς Ανατολάς; Γιατί οδηγηθήκαμε ως Ευρώπη στο τέλος της Ostpolitik, δηλ. της πολιτικής που απέβλεπε στην ενσωμάτωση της Ρωσίας στο ευρωπαϊκό πνεύμα;
Με απλά λόγια το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Γερμανίας αλλάζει ριζικά και την αυτοεικόνα της Γερμανίας, επαναπροσδιορίζει τα δεδομένα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και κλείνει οριστικά το κεφάλαιο του πολιτικού ανοίγματος προς Ανατολάς (Ostpolitik). Ο συνδυασμός πολιτικής δύναμης, οικονομικής κυριαρχίας και στρατιωτικής ισχύος καθιστά τη σύγχρονη Γερμανία μια πανίσχυρη οντότητα, για την οποία η διεθνής κοινότητα θα πρέπει να ανησυχεί. Το μέλλον θα δείξει!
Θεόδωρος Γεωργίου (καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμο Θράκης)
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου