Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όπως και κάθε εκτεταμένη πολεμική σύγκρουση που έχει γνωρίσει μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα, δεν ήταν παρά ένα εργαλείο επαναπροσδιορισμού ενός διεθνούς συστήματος που βρίσκεται σε κρίση. Μια αναδιανομή στην παγκόσμια σκακιέρα που βοηθάει τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ... να τοποθετήσουν την ηγεμονία τους σε ένα «καθαρό» πεδίο, προετοιμαζόμενες για έναν νέο γύρο πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής «μόλυνσης». Μετά τον Β’ΠΠ, αυτός ο επαναπροσδιορισμός στοιχειοθετήθηκε στον διαμοιρασμό μεταξύ των επικρατουσών δυνάμεων των εδαφών, δημιουργώντας στοχευμένες σφαίρες επιρροής, με την σιωπηρή συναίνεση να μην υπάρξουν επεμβάσεις του καθενός στην εκάστοτε σφαίρα επιρροής του άλλου μέχρι τουλάχιστον, όπως δείχνει η ιστορία, μια δύναμη (και το κεφάλαιό της) να επανακάμψει σε τέτοιο βαθμό που να συνεχίσει τα επεκτατικά της σχέδια. Γιατί μπορεί μεν «το κεφάλαιο να μην έχει πατρίδα», αλλά χρειάζεται ένα ταυτοτικό αν όχι εθνικιστικό αφήγημα από το οποίο θα αντλήσει τη νομιμοποίησή του για να προχωρήσει σε έναν ακόμα κύκλο συσσώρευσης.
Το πιο χαρακτηριστικό, αν και όχι τόσο οφθαλμοφανές παράδειγμα, είναι αυτό της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι προσπάθειες των ευρωπαϊκών κρατών για μια ενωμένη Ευρώπη με την προβολή του επιχειρήματος αποτροπής ενός νέου πολέμου στα ευρωπαϊκά εδάφη, αρχικά σε οικονομικό και έπειτα σε πολιτικό επίπεδο, δεν ήταν παρά μια μεθοδευμένη κίνηση του αμερικανικού κεφαλαίου για την ανάδειξη μια νέας αγοράς στην οποία οι αμερικανικές επιχειρήσεις θα έβρισκαν πρόθυμους αγοραστές. Αυτό αναδεικνύεται από την ενεργή συμμετοχή Αμερικάνων γραφειοκρατών στη διαμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών, από το ρόλο του Μονέ, κοσμοπολίτη και φιλοαμερικάνου τεχνοκράτη με μεγάλο ιστορικό συνεργασίας με τις αμερικάνικές ελίτ, καθώς και το Σχέδιο Μάρσαλ που προετοίμασαν το έδαφος, αφενός με την άμβλυνση των σχέσεων Γαλλίας – Γερμανίας με τη δημιουργία της Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα το 1951 και την προσάρτηση της γερμανικής βιομηχανίας στον δυτικό άξονα υπό την ομπρέλα των ΗΠΑ, αφετέρου με τη δημιουργία ενός θεσμικού και τεχνοκρατικού περιβάλλοντος που θα άνοιγε τον δρόμο για την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.
Μια προοπτική του Ψυχρού Πολέμου, τουλάχιστον σε εμβρυικό στάδιο, ήταν ακριβώς η εκδήλωση αυτής της αμερικανικής κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας στα ευρωπαϊκά εδάφη, με την απαίτηση των ΗΠΑ η ευρωπαϊκή παραγωγή να προσαρμοστεί στο δολάριο και την αντίδραση της Σοβιετικής Ένωσης όσον αφορά τουλάχιστον τα εδάφη που της είχαν παραχωρηθεί. Και λέμε σε εμβρυικό στάδιο γιατί ήταν η μετέπειτα κοινωνικοπολιτική τροπή του Ψυχρού Πολέμου, που φρέναρε σε μεγάλο βαθμό την ακραία αντίδραση των ΗΠΑ, παρά τις επιφυλάξεις που είχαν διατυπωθεί σε πολιτικό επίπεδο, απέναντι στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης η οποία έθετε υπό αμφισβήτηση το αμερικανικό δολάριο, παρά τις εγχώριες παθογένειες που μπορεί να έφερε σε ζητήματα ασυμμετρίας. Η νομισματική ανεξαρτησία της Ευρώπης δεν θεωρήθηκε εμπόδιο αξεπέραστο από την αμερικανική πλευρά μιας και εξακολουθούσε να επικρατεί μια γενική εμπορική και στρατιωτική εξάρτηση της πλειοψηφίας των παραδοσιακών φιλοδυτικών κρατών της Ευρώπης στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Το αφήγημα εξάλλου του Σοβιετικού εχθρού αρκούσε για να σταθεροποιηθεί ως ένα βαθμό το διεθνές σύστημα και δεν υπήρχε χώρος για επιπλέον αντιπαλότητες αλλά για συμμαχίες, έστω και ανισομερείς.
Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο της Δήμητρας Μπέη, πατήστε ΕΔΩ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου