Η λέξη “διαγραφή” δε έχει μπεί τόσο βαθειά στο εθνικό DNA ώστε όχι μόνο τα μέσα ενημέρωσης αλλά και απλοί πολίτες λένε συχνά για τον άλφα η τον βήτα που διατυπώνει λιγότερο η περισσότερο συστηματικά αποκλίνουσες απόψεις “μα γιατί δεν τον διαγράφει.”.
Πολλοί αρχηγοί κομμάτων την θεωρούν... εύκολη λύση. Του παίρνω το κεφάλι και ησυχάζω, σκέφτονται. Απαλλάσσομαι από όποιον με αμφισβητεί και ταυτόχρονα συνετίζω όσους έχουν την πρόθεση να το κάνουν. Αυτά στη θεωρία. Γιατί στην πράξη το θέμα είναι, συνήθως, πολύ πιο σύνθετο. Και γιατί οι διαγραφές γίνονται στη χώρα μας, τις περισσότερες φορές με άτσαλο, αυταρχικό και συνεπώς αντικαταστατικό τρόπο. Αλλά — κι αυτό είναι το κυριότερο — γιατί γίνονται είτε σε λάθος χρόνο είτε σε λάθος αιτιολογική βάση. Οπότε πολύ συχνά η απόφαση που την παίρνει κατά παράδοση μοναχικά ο εκάστοτε πρόεδρος γυρίζει μπούμερανγκ σε βάρος του. Με άλλα λόγια βάζει αυτογκόλ.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα κατέχουμε αυτό το ανεπίσημο ρεκόρ διαγραφών. Οι βασικοί λόγοι είναι, κατά την εκτίμηση μου, δύο:
1. Η έλλειψη κουλτούρας για εσωκομματικό διάλογο που συνδέεται με την έλλειψη εσωκομματικής δημοκρατίας στη λειτουργία των οργάνων. Όλα ξεκινούν και καταλήγουν στον “αρχηγό”. Επιλογή υποψηφίων, σύνθεση οργάνων κλπ.
2. Ακριβώς επειδή ο εσωκομματικός διάλογος είναι “υβριδικός” η κριτική που ασκείται είναι συχνά υπερβολική, πολύ οξεία και καμμία φορά και προσβλητική για την “αυθεντία” του πρώτου.
Οπότε αυτός , ακούγοντας πολλές φορές και τους συχνά ανεγκέφαλους συνεργάτες του που τον λιβανίζουν από το πρωί μέχρι το βράδυ μήπως και χάσουν την εύνοια του, βγάζει το χατζάρι του και κόβει κεφάλια.
Το τι συμβαίνει μετά εξαρτάται από τις περιστάσεις, τη συγκυρία και την προσωπικότητα του προέδρου/αρχηγού.
Παράδειγμα: Όταν ο Κώστας Καραμανλής τον Φεβρουάριο του 1998, φρεσκοεκλεγμένος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, παρέπεμψε στο Πειθαρχικό Συμβούλιο παρέπεμψε ένα αριθμό κορυφαίων στελεχών (μεταξύ των οποίων τον Σουφλιά και τον Μάνο) και τους διέγραψε, σταθεροποίησε τη θέση του απέναντι στην — κυρίως — μητσοτακικής έμπνευσης αμφισβήτηση. Λίγα χρόνια αργότερα πήρε πίσω όσους ήθελε και κέρδισε τις εκλογές. Ήταν επίδειξη ισχύος. Με τον ίδιο — και πολύ πιο αμείλικτο — τρόπο είχε αντιμετωπίσει πολλά χρόνια πριν όλες τις τάσεις αμφισβήτησης του ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν το ΠΑΣΟΚ έκανε τα πρώτα βήματα του μετά την Μεταπολίτευση. Δεν χαρίστηκε σε κανένα. Είχε όμως την προσωπικότητα και την ευρεία αποδοχή για να το κάνει χωρίς ουσιαστικούς τριγμούς.
Αντίθετα: Η διαγραφή του Γιώργου Κύρτσου από τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι, όπως εγώ τη βλέπω, κίνηση αδυναμίας, πανικού κι απελπισίας. Κι αυτό όχι γιατί ο διαγραφείς ευρωβουλευτής συνιστά κάποιον ουσιαστικό κίνδυνο για το imperium που έχει εγκαταστήσει έξω και πέρα απο τα κομματικά τείχη της ΝΔ ο σημερινός πρωθυπουργός. Αλλά γιατί γίνεται σε μια χρονική στιγμή που η αμφισβήτηση Μητσοτάκη στην κοινωνία γιγαντώνεται. Και μάλιστα ανεξάρτητα του πως εξελίσσεται η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και υποτιθέμενο αντίπαλο δέος. Ο κόσμος είναι στα κάγκελα.
Πρώτον, για το θέμα της ακρίβειας που τον γονατίζει χωρίς να διαφαίνεται ουσιαστική κι αποτελεσματική αντιμετώπιση της. Δεύτερον, γιατί και στη πανδημία όπου το θέμα των 80-100 νεκρών τη μέρα υποβαθμίζεται από τη κυβέρνηση και τα φιλικά της μέσα ενημέρωσης η κοινωνία αναρωτιέται όλο και πιο συχνά αν η κυβερνητική πολιτική θα τη βγάλει από αυτό το μαρτύριο.Το να διαγράψεις λοιπόν ένα προβεβλημένο ευρωβουλευτή όχι γιατί επισήμανε το τελευταίο διάστημα όλο και πιο συχνά αυτές τις δυο παραμέτρους, αλλά γιατί δήθεν διασύρει τη χώρα επειδή ασκεί κριτική στο θέμα Νοβάρτις, δείχνει πολλά:
1. Επιμένεις να κλείνεις τα μάτια στην πραγματικότητα.
2. Ψάχνεις να δημιουργήσεις εξιλαστήριο θύμα για τις δικές σου αστοχίες μεγάλης έκτασης. 3. Προσπαθείς να βρεις σανίδα σωτηρίας για να σε βγάλει από τα πολύ βαθειά νερά στα οποία σε ρουφάνε διαρκώς προς τα κάτω. Προοπτικές σωτηρίας ελάχιστες προς μηδενικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου