«Μέχρι που μπορεί να φτάσει το ΚΙΝ.ΑΛ;». Είναι το πιο ενδιαφέρον ερώτημα αυτής της περιόδου. Πιο σημαντικό ακόμη και από το ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος του. Άλλωστε αυτό θα το μάθουμε σε δύο 24ωρα. Αντίθετα η δυναμική του ΚΙΝ.ΑΛ στο διπολικό πολιτικό σκηνικό θα χρειαστεί πολύ περισσότερο για να... ανιχνευθεί.
Τα στελέχη του κόμματος, είτε εμπλέκονται, είτε όχι άμεσα στην προεκλογική διαδικασία, βάζουν ψηλά τον πήχη. Ακούσαμε προβλέψεις για (σχετικά) άμεση εκτίναξη του Κινήματος Αλλαγής σε ποσοστά της τάξης του 20% και παραπάνω. Όπως κι εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες το ΚΙΝ.ΑΛ απευθύνεται στο 42% των ψηφοφόρων και διεκδικεί την ηγεμονία του κέντρου. Κατ' επέκταση πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό.
Όλα αυτά βασίζονται κυρίως σε δύο στοιχεία: Την αύξηση της συμμετοχής των ψηφοφόρων το ΚΙΝ.ΑΛ στον α' γύρο από 212.000 το 2017 σε 270.000 το 2021. Επίσης την εκλογή νέου αρχηγού, ιδίως αν επαληθευθεί η τάση που θέλει τον Νίκο Ανδρουλάκη να επικρατεί την ερχόμενη Κυριακή.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μήπως ο πρόσκαιρος ενθουσιασμός οδηγεί (ακόμη και έμπειρα στελέχη του χώρου όπως ο Κώστας Σκανδαλίδης) σε υπεραισιόδοξες προβλέψεις;
Από την οπτική των αριθμών είναι πιθανό. Οι 50 με 60 χιλιάδες «παραπάνω», που ενεπλάκησαν στην εκλογική διαδικασία είναι σημαντικό μέγεθος. Όμως σε επίπεδο εκλογικής ενίσχυσης ανιστοιχούν σε 1,5%, το πολύ 2%. «Δείχνουν» δηλαδή ένα ΚΙΝ.ΑΛ της τάξης του 9 με 10%. Μια εξέλιξη που το καθιστά ισχυρότερο μεν, εφόσον επιβεβαιωθεί, αλλά δεν συνιστά και ανατροπή του πολιτικού σκηνικού.
Από την άλλη οι πολιτικές εξελίξεις δεν είναι στατικές. Οπότε ένα αισιόδοξο στέλεχος του Κινήματος Αλλαγής δικαιολογείται να εικάσει ότι η αύξηση της συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία αποτελεί μια τάση που συνεχώς θα ενισχύεται. Ότι το ΚΙΝ.ΑΛ θα διευρύνει όλοένα την επιρροή του έχοντας ώς αφετηρία μια τέτοια δυναμική.
Πάντως οφείλει κανείς να συνυπολογίσει πως τα τεκταινόμενα στο ΚΙΝ.ΑΛ ιδιόμορφη συνθήκη. Με τα δύο μεγαλύτερα κόμματα να «κάνουν στην άκρη» διακριτικά, αφήνοντας χώρο στο Κίνημα Αλλαγής. Για τους δικούς τους λόγους το καθένα.
Επίσης στην εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη αρχηγού μετείχαν «βαριά ονόματα, κυρίως ο Γιώργος Παπανδρέου. Παρά το ότι δεν πρώτευσε στον α’ γύρο η συμμετοχή του αναβάθμισε την εκλογική διαδικασία και προσέλκυσε κόσμο. Αυτό έστω και σιωπηρά αποδέχονται όλοι οι συνυποψήφιοί του.
Στις επόμενες εκλογές, όπου το ΚΙΝ.ΑΛ θα κριθεί στον «ανοιχτό» πολιτικό στίβο τα πράγματα δεν θα είναι έτσι. Αντιθέως θα υπάρχουν δύο κυρίαρχα πολιτικά αφηγήματα, αυτά της Ν.Δ και του ΣΥΡΙΖΑ. Υποστηρίζόμενα από δύο επεξεργασμένες προγραμματικές προτάσεις διακυβέρνησης. Από μόνο του αυτό το στοιχείο προδιαθέτει για εκλογές υψηλότατης πόλωσης, όπου ο χώρος που θα «πιεστεί» περισσότερο θα είναι το πολιτικό κέντρο.
Το ΚΙΝ.ΑΛ μια φορά έχει κάθε δικαίωμα να ελπίζει σε μια «ολική επαναφορά» και να στοχεύει στην ανατροπή του πολιτικού σκηνικού. Ακόμη και αν τα τελευταία 50 χρόνια κάτι τέτοιο συνέβη μόλις 2 φορές.
Η πρώτη ήταν το 1981 με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου μετά από μία πορεία 7 χρόνων και την «Αλλαγή» να κατορθώνει με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα να εκφράσει μια πάνδημη απαίτηση και υπερώριμες κοινωνικό- πολιτικές αλλαγές.
Η δεύτερη ήταν την περίοδο της οικονομικής κρίσης όπου ο ΣΥΡΙΖΑ, κόμμα της αριστεράς, με ένα λιγότερο ριζοσπαστικό, αλλά εξίσου ελκτικό στους ψηφοφόρους πρόγραμμα, «καβάλησε» το αντιμνημονιακό ρεύμα και εξοβέλισε το ΠΑΣΟΚ. Το κόμμα που στη συνείδηση των ψηφοφόρων του κέντρου ταυστίστηκε με την έλευση του μνημονίου και στην συνέχεια ταυτίστηκε κυβερνητικά με την Ν.Δ μετέχοντας στη κυβέρνηση Σαμαρά.
Για την ώρα στην ελληνική κοινωνία δεν φαίνεται να υπάρχουν «κρισιακά» χαρακτηριστικά που να εγκυμονούν αντίστοιχα βαθιές και ριζικές πολιτικές αλλαγές. Όμως ο συνδυασμός της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης (που θα ενισχυθεί όταν στην Ε.Ε χτυπήσει το κουδούνι λήξης της οικονομικής «χαλάρωσης») εγγυώνται πως τίποτε δεν θα εξελιχθεί ομαλά. Ως εκ τούτου κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει να υπάρξουν αντικειμενικές συνθήκες αναδόμησης του πολιτικού σκηνικού. Θα είναι όμως σε θέση το ΚΙΝ.ΑΛ να βρεθεί στο επίκεντρό της;
Ο Νίκος Ανδρουλάκης δήλωσε – μιλώντας την Τετάρτη στον Πειραια- πως πρέπει το κόμμα του να γίνει το «αγαπημένο των μη προνομιούχων» και «το κόμμα της μεσαίας τάξης». Σε μια περίοδο που σίγουρα θα δημιουργήσει περισσότερους «μη προνομιούχους» αλλά είναι αμφίβολο αν θα επιτρέψει να …υπάρχει μεσαία τάξη.
Πρόκειται για έναν στόχο εύλογο, αλλά εξαιρετικά δύσκολο στην πραγμάτωσή του. Ακόμη και αν το ΚΙΝ.ΑΛ (και το ΠΑΣΟΚ) διαθέτει ερείσματα τόσο στην τοπική αυτοδιοίκη όσο και στα συνδικάτα. Ακόμη και αν έχει συλλογική εμπειρία στην συγκρότηση τοπικών δικτύων και οργανώσεων. Ακόμη και αν μπορέσει σε εθνικό επίπεδο να βρεί την ταυτότητα της σοσιαλδημοκρατίας που αναζητείται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Προϋποθέτει ένα πρόγραμμα που θα έχει σαφές πολιτικό πρόσημο και «θα πεί» κάτι καινούργιο. Ταυτόχρονα ένα «πακέτο» άμεσων στόχων που θα «αγγίξει» τις ανάγκες των «μη προνομιούχων». Επίσης την μετατροπή του ΚΙΝ.ΑΛ από ένα κόμμα των ομάδων και των «ηγετικών στελεχών» σε ένα μηχανισμό γείωσης με την κοινωνία. Δηλαδή …ένα άλλο ΚΙΝ.ΑΛ.
Υ.Γ: Όλα αυτά ισχύουν εφόσον το ΚΙΝ.ΑΛ μπορέσει να διατηρήσει στοιχειωδώς την συνοχή του και δεν ... διασκορπιστεί. Κάτι που μόνον βέβαιο δεν είναι αν δεί κανείς το επίπεδο πόλωσης που έχει αναπτυχθεί στο εσωτερικό του την προεκλογική περίοδο...
Γεράσιμος Λιβιτσάνος
news247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου