6.12.21

Διατάξεις για τους δικαστές, πλην όμως εναντίον τους...


Άντα Ψαρρά

Τελικά ο υπουργός Δικαιοσύνης κατάφερε να συσπειρώσει το σύνολο των Δικαστικών και Εισαγγελικών Ενώσεων εναντίον των «καινοτόμων» ιδεών του, όπως αυτές εκφράζονται στο νομοσχέδιο των μεταρρυθμίσεων της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. Παρά το γενικό καλωσόρισμα αυτής της προσπάθειας, όλοι οι φορείς όπως και τα κόμματα της αντιπολίτευσης τάχτηκαν εναντίον συγκεκριμένων διατάξεων που εμφανώς στοχεύουν στην... ποδηγέτηση (και) των δικαστικών με «διαγωνίσματα» (άρ. 40) αλλά και στη γνωστή κυβερνητική τακτική επιβολής τού διαίρει και βασίλευε σε όλο το εύρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας διά της μεθόδου των ποσοστώσεων (άρ. 31).

Την αρχή του ντόμινο των σφοδρών αντιδράσεων είχε κάνει η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων με μια σειρά από γραπτές παρατηρήσεις που δόθηκαν στον υπουργό και με ιδιαίτερη έμφαση στο άρ. 40, το οποίο ορίζει τα σεμινάρια επιμόρφωσης των εν ενεργεία δικαστικών διακρίνοντάς τα σε υποχρεωτικά και προαιρετικά.

Για τα υποχρεωτικά προβλέπει ότι μετά το πέρας του καθενός «όλοι όσοι έλαβαν μέρος σε αυτό, απαντούν σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής (multiple choice), σε όσους δε από αυτούς λάβουν συνολική βαθμολογία από εβδομήντα (70) και άνω με άριστα το εκατό (100), χορηγείται πιστοποιητικό ευδόκιμης παρακολούθησης, το οποίο τίθεται στον υπηρεσιακό τους φάκελο». Διαφορετικά μένουν «μετεξεταστέοι».

Οι απαντήσεις των δικαστικών θα αξιολογούνται από έναν από τους διευθυντές Κατάρτισης και Επιμόρφωσης. Η προσβλητική για δικαστές και εισαγγελείς διαγωνιστική αυτή διαδικασία και η υπαγωγή των αποτελεσμάτων στον υπηρεσιακό τους φάκελο ξεσήκωσαν τη θύελλα αντιδράσεων που άπτεται φυσικά και της διαφαινόμενης προσπάθειας ελέγχου των απόψεων των δικαστικών και διά του επηρεασμού της ενδεχόμενης προαγωγής τους.

Στις 30/11 εστάλη επιστολή έντονης διαμαρτυρίας προς τον υπουργό από την Ενωση Ευρωπαίων Δικαστών, η οποία διατυπώνει την αντίθεσή της σε τέτοιου είδους βαθμολογήσεις των εν ενεργεία δικαστικών που φυσικά έχουν δικαίωμα αλλά και υποχρέωση στην επιμόρφωση. Τις κρίνει δε επικίνδυνες τονίζοντας: «Η ικανότητα των δικαστών να ασκούν το λειτούργημά τους μπορεί να κριθεί μέσα από την αξιολόγηση του έργου τους, η οποία προβλέπεται στην Ελλάδα σε τακτική βάση. Η υποβολή δικαστών σε έλεγχο από τους διδάσκοντες στα εκπαιδευτικά σεμινάρια ενέχει πράγματι τον κίνδυνο αδικαιολόγητης επέμβασης στη δικαστική ανεξαρτησία».

Ακολούθησε το δημοκρατικό ηλεκτρονικό δημοψήφισμα που διεξήχθη με πρωτοβουλία της ΕνΔΕ και κατέγραψε την πλήρη αντίθεση στο άρ. 40 του 97,1% των μελών που ψήφισαν.

Στη συνάντηση του προέδρου της ΕνΔΕ με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης (πρώην δικαστικό) Παναγιώτη Πικραμμένο και τον Κώστα Τσιάρα παρά το καλό κλίμα δεν παρήχθη προφανώς κανένα αποτέλεσμα. Θα είχε βέβαια ενδιαφέρον να πληροφορηθούν οι δικαστικοί την άποψη των εν ενεργεία συναδέλφων τους που με πρόσφατο νόμο και για πρώτη φορά αποσπάστηκαν στο γραφείο του αντιπροέδρου.

Το τελευταίο καμπανάκι ήρθε την περασμένη Παρασκευή από το ΣτΕ, η διοικητική Ολομέλεια του οποίου διατύπωσε ισχυρότατες επιφυλάξεις για τις δύο άκρως προβληματικές διατάξεις.

Στην τελευταία συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής τοποθετήθηκαν οι φορείς και η κυβερνητική πλειοψηφία πρέπει να αισθάνθηκε απέραντη μοναξιά όταν όλοι ανεξαιρέτως οι εκπρόσωποι όλων των Δικαστικών και Εισαγγελικών Ενώσεων της χώρας και της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, παρά το καλωσόρισμα της προσπάθειας αναβάθμισης της Εθνικής Σχολής Δικαστών, τοποθετήθηκαν απολύτως αρνητικά στην επίμαχη διάταξη βαθμολόγησης αλλά και στις ποσοστώσεις που επιβάλλονται στους νέους υποψήφιους δικαστικούς. Οι περισσότεροι, δε, διαμαρτυρήθηκαν έντονα για την επιλογή του υπουργού να καταρτίζει νομοσχέδια που αφορούν το δικαστικό σώμα με συνθέσεις νομοπαρασκευαστικών από τις οποίες αποκλείονται οι εκπρόσωποί τους.

Μοναδικές εξαιρέσεις ήταν:

α) Ο αγαπητός του Κ. Τσιάρα δικηγόρος Λ. Μαργαρίτης (πρόεδρος της νομοπαρασκευαστικής που προ ημερών θέσπισε τις αυστηρότερες ποινές και τα διά νόμου ισόβια αλλάζοντας τον Ποινικό Κώδικα). Μάλιστα σημείωσε ότι αν θέλει ο δικαστής θα μπαίνει στον φάκελό του η βαθμολογία... λησμονώντας ότι αυτό προβλέπεται μόνο για τα προαιρετικά σεμινάρια.

β) Ο νυν γενικός διευθυντής της Σχολής Δικαστών (διορίστηκε τον Απρίλιο του 2020) που τοποθετήθηκε θετικά για όλες τις διατάξεις, απέφυγε να μιλήσει για τη βαθμολογία ενώ απαντώντας σε σχετική ερώτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Θ. Ξανθόπουλου επικαλέστηκε το γεγονός ότι στη νομοπαρασκευαστική επικράτησε η άποψη της πλειοψηφίας και ότι και στο ισχύον σύστημα τα επιμορφωτικά σεμινάρια συνεκτιμώνται στις υπηρεσιακές μεταβολές.

Πέρα από τις διαφωνίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης που επιδεικτικά και συστηματικά αγνοεί η κυβέρνηση διαφώνησαν κάθετα με το άρ. 40 όπως και με τις ποσοστώσεις για τους νέους δικαστές οι εκπρόσωποι όλων των Ενώσεων που ζήτησαν την απάλειψη της προσβλητικής διάταξης.

● Σ. Διπλοΐδου (εκπρόσωπος της Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδος): «Τι κάνει ο νόμος αυτός; Σε έναν δικαστή ή έναν εισαγγελέα, ο οποίος έχει μια προϋπηρεσία 20 ετών ή 25 ετών, του λέει ότι εσύ θα πρέπει υποχρεωτικά να προσέλθεις να παρακολουθήσεις ένα εκπαιδευτικό σεμινάριο στο οποίο όλες οι ενώσεις νομίζω ότι είμαστε θετικές. Ομως είμαστε αντίθετοι με την αξιολόγηση, τη βαθμολόγηση και την έκδοση στο τέλος ενός πιστοποιητικού ευδόκιμης παρακολούθησης». Η κ. Διπλοΐδου σημείωσε ότι θα πρέπει ο ίδιος ο δικαστής να επιλέξει το σεμινάριο αλλά δεν μπορεί μετά «να καλείται σαν μαθητής να απαντήσει σε ένα τεστ πολλαπλών ερωτήσεων και να κριθεί ότι οι απαντήσεις του κατά 70% ήταν ορθές».

Διατύπωσε εύλογα ερωτήματα όπως ποιος θα βάλει τις ερωτήσεις, ποιος θα κρίνει και με ποια κριτήρια έναν δικαστή με εμπειρία 25 ετών. «Δεν αποτελεί αυτό παρέμβαση στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης από τη στιγμή που οι ερωτήσεις τίθενται από πρόσωπα εκτός Δικαιοσύνης; Είμαστε λοιπόν κατά της αξιολόγησης των δικαστών που εισάγεται με αυτόν τον τρόπο και θα πρέπει να αποσυρθεί αυτή η διάταξη και να χορηγείται μόνο μια βεβαίωση παρακολούθησης».

● Μ. Στέφας (αναπληρωτής υπεύθυνος Οικονομικής Διαχείρισης της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων): «Η ρύθμιση αυτή του σχεδίου νόμου εισάγει μια απαράδεκτη μέθοδο εκ πλαγίου πρόσθετης αξιολόγησης των δικαστών, πέραν της επιθεώρησής τους, αναιρώντας τον θεσμικό τους ρόλο και την κατάρτισή τους και κυρίως υποτιμώντας το επιβαρημένο δικαιοδοτικό τους έργο. Με τη σχεδιαζόμενη ρύθμιση ο δικαστής αντιμετωπίζεται με καχυποψία από την Πολιτεία».

Ο κ. Στέφας αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν ένας δικαστής επιτελώντας το λειτούργημά του να διατυπώνει ελεύθερα τη γνώμη και τη δικανική του κρίση και μάλιστα να έχει και δικαίωμα να μειοψηφήσει και τώρα στις υποχρεωτικές γραπτές εξετάσεις των επιμορφωτικών σεμιναρίων, ακόμα κι αν διαφωνεί με την άποψη του διδάσκοντος, θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στη συνείδησή του και σε έναν καλό βαθμό για τον υπηρεσιακό του φάκελο. «Τα νομικά δεν είναι μαθηματικά ώστε να έχουν ένα αποτέλεσμα σωστό ή λάθος. Επιχειρείτε επομένως με αυτό να εισάγετε μία άποψη την οποία οι δικαστές πρέπει να αναπαράγουν πιστά. Γι’ αυτό λέμε ότι πλήττεται η ανεξαρτησία η δικαστική».

● Π. Δανιάς (πρόεδρος της Ενωσης Διοικητικών Δικαστών) [αναφέρθηκε κυρίως στη διάταξη, την οποία επίσης έκρινε ως προβληματική το ΣτΕ, σχετικά με τις ποσοστώσεις στις επιδόσεις των νέων δικαστών]: «Η αξιολόγηση είναι έργο δικαστικό. Δεν μπορεί, λοιπόν, να έρχεται ο νομοθέτης και να θέτει εκ των προτέρων όρια και ποσοστά επιτυχόντων, τα οποία δεν τα έχει κάνει ο αξιολογητής δικαστής. Πώς είναι δυνατόν να λέμε ότι γίνεται αξιολόγηση από δικαστές όταν ο νόμος θέτει όριο το 10%, το 15%, το 20%; Αυτό θεωρούμε ότι είναι ευθεία παρέμβαση στο εσωτερικό της Δικαιοσύνης. Για το άρ. 40 είναι πολύ εύστοχες οι παρατηρήσεις των Ευρωπαίων δικαστών. Είναι δικαιολογημένη η ανησυχία των συναδέλφων και θα πρέπει αυτή η βαθμολόγηση να απαλειφθεί».

Ανάλογες ήταν οι τοποθετήσεις του Γ. Σταματογιάννη (εκπρόσωπος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά), του Δ. Τσακανίκα (αντιπρόεδρος της Ενωσης Δικαστικών Λειτουργών Ελεγκτικού Συνεδρίου), του Π. Τσούκα (πρόεδρος της Ενωσης Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας) και της Β. Θάνου (πρόεδρος της Ενωσης Ανώτατων και Ανώτερων Δικαστών και Εισαγγελέων).

«Δεν είναι δυνατόν οτιδήποτε προκύψει ως αποτίμηση των γνώσεων που αποκόμισε ως δικαστής να εισαχθεί στον φάκελό του ως ένα στοιχείο εν δυνάμει κρίσεώς του στο μέλλον. Αυτό αντιβαίνει και στο Σύνταγμα και στον νόμο, που απαιτεί ο δικαστής να κρίνεται για αυτά για τα οποία αποδίδει κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων», σημείωσε ο κ. Τσούκας.

«Είμαστε θετικοί στην παρακολούθηση ακόμα και υποχρεωτικών σεμιναρίων για τους δικαστικούς λειτουργούς, πλην, όμως, οι δικαστικοί λειτουργοί αξιολογούνται μόνο από τα αρμόδια θεσμικά όργανα, από ανώτατους δικαστές και εισαγγελείς και μόνο για το δικαιοδοτικό τους έργο. Συμφωνούμε ότι η διάταξη αυτή μειώνει το κύρος των δικαστικών λειτουργών και θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης», επισήμανε η κ. Θάνου...

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: