Πάντα οι αποτιμήσεις των χρόνων που μας αφήνουν συνοδεύονται με ευχές για αυτούς που έρχονται. Από αυτόν τον κανόνα δεν γλιτώνει κανείς· ούτε το απερχόμενο 2021 ούτε το ερχόμενο 2022. Ακόμη κι όταν η προσαρμογή είναι παρούσα. Ακόμη και... όταν, κατά Τ.Σ. Ελιοτ, «ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος / είναι ίσως και οι δύο παρόντες στον μέλλοντα χρόνο, / και ο μέλλων χρόνος περιέχεται στον παρελθόντα…». Αλλά τι γίνεται με την πλήρωση του αενάως παρόντος χρόνου; Μήπως, κοιτώντας μπροστά, να σταθούμε και να σκεφτούμε τι είδους συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης φανταζόμαστε ως πιθανά; Τι είδους μέλλον θα θέλαμε για τα εγγόνια μας;
Ανεξάρτητα από τις αποτιμήσεις του Ελιοτ στα «Κουαρτέτα», για να απαντήσουμε, μεταξύ των άλλων, βγάζουμε τον μπαλαντέρ: το κουμάντο του παρόντος. Εάν θα ήθελε να είναι ηγέτης και όχι καμποτίνος, τάχα μου έστω, τεχνο-διαχειριστής, «κυβερνήτης των αρίστων κι όχι μιας κυβέρνησης τουρλού» -αντί να αυτοθαυμάζεται στο παρόν μαζί με το επιτελικό φουσάτο και να τον σαλιώνουν οι γύρω- θα πρέπει να αφήσει τα καλαμπούρια και τις υλακές. Θα πρέπει να κοιτάξει τη νομοτέλειά του, τα νεογέννητα και τα αγέννητα αυτού του κόσμου. Λέω τη νομοτέλειά του, γιατί αυτοί που τον γλείφουν σήμερα, αύριο μπορεί να του ρίχνουν ανάθεμα. Και λέω τα νεογέννητα και τα αγέννητα, γιατί αυτά θα ζουν στην Ελλάδα του 2100.
Αν φανταστεί ότι 80 χρόνια μετά, κάτω από τη φωτογραφία του μπορεί να γράφει, «ο επονομαζόμενος Μωυσής», ίσως θα πρέπει να αρχίσει τώρα να κάνει τα βασικά αντί να απορυθμίζει τους δημόσιους κοινωνικούς θεσμούς. Οι μελέτες υπήρχαν, τα σήματα υπήρχαν, τα μοντέλα υπήρχαν με διαφορετικά σενάρια· υπάρχουν και βοούν.
Τα βασικά, τα υπαγορεύει η «αρχή της προβλεπτικότητας» ή η «αρχή της προφύλαξης», «precautionary principle», σύμφωνα με την ορολογία της Ε.Ε. Πρόκειται για την ιδέα που λέει πως, όταν υφίστανται εύλογοι κίνδυνοι από μείζονα απειλή, πρέπει να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα - ακόμη και όταν ορισμένες πτυχές του ζητήματος είναι αβέβαιες και τα δεδομένα ανεπαρκή. Το «φέρτε μου έρευνα που να λέει…», ενώ την είχε στο συρτάρι του, ήταν η επιτομή της άρνησης της πραγματικότητας, της κοινωνικής αναλγησίας και της πολιτικής ψευδολογίας.
Τα στοιχειώδη, η κυβέρνηση τα θεωρεί πολυτέλειες, πεταμένα λεφτά… Στο κυβερνητικό παλαιο-νεοφιλελέ habitus, η κοινωνική δικαιοσύνη, η συμπεριληπτική βιωσιμότητα, η συλλογική ευημερία και η ασφάλεια της κοινότητας είναι άγνωστες μεταβλητές. Το ξέρει και η κουτσή Μαρία. Κι αν δεν το ξέρει, η κουτσή Μαρία ως ατομικά υπεύθυνη (και όχι η κυβέρνηση) ήδη επωμίζεται το κόστος του Covid, τις ιχνηλασίες και τα μοριακά.
Πληρώνει, ήδη, την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή με τους λογαριασμούς της ενέργειας. Με την απώλεια της ευημερίας της πληρώνει, ήδη, το κόστος του πληθωρισμού. Και στο ντόμινο τρωτότητας των ευάλωτων, θα προστίθενται κάθε μέρα κρίκοι που θα αντιμετωπίζονται με εξυπνακισμούς και ευέλικτες ανοησίες… με μέτρα «τα οποία… θα παρθούν μετά την Πρωτοχρονιά και πιθανότατα αυτό θα συμβεί, αλλά αν χρειαστεί θα ληφθούν και νωρίτερα» (Πλεύρης, στον ΑΝΤ1, την Τρίτη με τις 21.657 νέες διαγνώσεις). Χωρίς να αλλάζει τίποτα.
Οταν την Ελλάδα τη ρυθμίζουν ο Πλεύρης και ο Αδωνις, τότε το 2100 θα βλέπουμε από το παράθυρό μας τον Θεό να παρουσιάζει την Εύα στον πρωτόπλαστο και -τι πρωτότυπο- να τρέχουν τα σάλια του Αδάμ. Και από την άλλη, θα παρατηρούμε τον ερειπιώνα παραδομένο στη φωτιά και εργαλεία βασανισμού που προκαλούν ανατριχίλα ακόμα και στους κολασμένους, και θα λέμε «Οχι εμείς, ο Covid φταίει ή η κλιματική αλλαγή».
Στην κεντρική μεγάλη εικόνα θα βλέπουμε την πορεία των παθών του Μωυσέως. Δεν υπονοώ τον «Κήπο των Απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος. Ούτε καν τη «Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων» του Ανταμ Σμιθ που ενδιαφερόταν, τουλάχιστον, για την τύχη των άλλων επειδή ένιωθε αναγκαία την ευτυχία τους, έστω κι αν δεν κέρδιζε κάτι από αυτήν «παρεκτός τη χαρά να παραβρίσκεται, εκεί, ως θεατής». Θα είναι η Ελλάδα που ρουφιέται. Ούτε καν την Ελλάδα του «Γουτού Γουπατού» του Παπαδιαμάντη για την Πρωτοχρονιά του 1899. Εκεί, στην ιστορία του Μανώλη του Ταπόη που «ήτο χωλός, κυλλός και μογιλάλος», που τον καταλάβαιναν τρεις-τέσσερις στο χωριό όπου έκανε κουμάντο η συμμορία του Μήτρου του Τσηλότατου (του Υψηλότατου), το «Πότε τη Γουτού, Γουπατού, μαμ γατί», σήμαινε «Πότε να ’ρθεί του Χριστού, τ’ Αϊβασιλειού, να φάμε…» Και ο κυρ Αλέξανδρος, με νόημα: «Εχουμε χαβά ακόμα…», εννοώντας πως έχουμε δρόμο μπροστά μας. Ετσι, καλή χρονιά σε όλους μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου