Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ φαίνεται, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ότι μπορεί να διαφοροποιήσει το πολιτικό σκηνικό.
Στην προσπάθεια ανίχνευση των νέων τάσεων πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη ότι:
Βρισκόμαστε πολύ κοντά στην... εσωκομματική εκλογή του ΚΙΝΑΛ, οπότε τα πράγματα δεν έχουν ακόμα κατασταλάξει.
Η απουσία ουσιαστικού ελέγχου και πραγματικής λογοδοσίας στο τρισυπόστατο σχήμα Εξουσία-ΜΜΕ-δημοσκοπικές εταιρίες, καθιστά σχετικά εύκολο το «πείραγμα» των δημοσκοπήσεων, προκειμένου να δημιουργηθούν εντυπώσεις.
Ένα ποσοστό γύρω στο 35% των πολιτών παίρνει την απόφαση για το ποιον θα ψηφίσει, αφού προκηρυχτούν οι εκλογές. Επομένως η «πρόθεση ψήφου» δίνει μια σημαντική ένδειξη των συσχετισμών, αλλά δεν συνιστά πρόβλεψη αποτελέσματος.
Για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία, θα έχουμε βουλευτικές εκλογές «δύο γύρων». Είναι προεξοφλημένο ότι από τις πρώτες εκλογές που θα γίνουν με απλή αναλογική, δεν θα προκύψει κυβερνητική πλειοψηφία κι επομένως θα πάμε σε δεύτερες εκλογές με ενισχυμένη αναλογική. Δεν έχουμε προηγούμενο με βάση το οποία θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων σε αυτήν την ιδιότυπη «διπλή» εκλογή.
Τα δεδομένα
Ωστόσο, από όσα μπορούν να προκύψουν από τις έρευνες που έχουν δημοσιοποιηθεί, καθώς και από το ρεπορτάζ, μπορούμε να κάνουμε λόγο με σιγουριά για σημαντική δημοσκοπική ενίσχυση του ΚΙΝΑΛ -αν κι ενδεχομένως όχι όση καταγράφουν ορισμένες μετρήσεις που προβλήθηκαν με έντονο τρόπο.
Μπορούμε επίσης να πούμε ότι σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δημοσκοπικά ευρήματα, ο κ. Ανδρουλάκης δεν «κόβει» μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ (όπως αναμενόταν), αλλά και από τη Νέα Δημοκρατία. Ενώ λοιπόν το ΚΙΝΑΛ μειώνει την απόσταση που το χωρίζει από τον ΣΥΡΙΖΑ, ταυτόχρονα, καθιστά πιο δύσκολη την επίτευξη της αυτοδυναμίας για τον κ. Μητσοτάκη.
Ένα πολύ πιθανό σενάριο
Με βάση τα δημοσκοπικά ευρήματα, η πρωτιά της Νέας Δημοκρατίας είναι το πλέον πιθανό σενάριο. Είναι επίσης πια πολύ πιθανό να μην έχουμε αυτοδυναμία ούτε στις δεύτερες εκλογές. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι μάλλον αδύνατο να υπάρξει κυβέρνηση χωρίς τη Νέα Δημοκρατία. Και αυτό γιατί:
Μοιάζει αντιδεοντολογικό πολιτικά να μην κυβερνήσει ο νικητής των εκλογών.
Με βάση τον εκλογικό νόμο της ΝΔ, για να βγει κυβερνητική πλειοψηφία χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος, μάλλον θα πρέπει να συνεργαστούν όλα ή σχεδόν όλα τα υπόλοιπα κόμματα -πράγμα που δεν γίνεται βέβαια.
Επομένως, σε αυτήν την περίπτωση, η πιο λογική εξέλιξη θα ήταν μια νέα συγκυβέρνηση ΝΔ-ΚΙΝΑΛ, κατά το πρότυπο της συνεργασίας Σαμαρά-Βενιζέλου. Παρά τη συνεχιζόμενη φιλολογία, δεν υπάρχει ρεαλιστικό σενάριο «προοδευτικής κυβέρνησης», χωρίς ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι πρώτο κόμμα.
Το πρόβλημα Ανδρουλάκη
Είναι προφανές ότι το σενάριο της συγκυβέρνησης με τον κ. Μητσοτάκη δεν πρέπει να ενθουσιάζει τον κ. Ανδρουλάκη. Και αυτό γιατί:
Είναι νωπή η τραυματική εμπειρία της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου η οποία λίγο έλειψε να οδηγήσει το ΠΑΣΟΚ στο οριστικό τέλος του.
Οποιαδήποτε συνεργασία μεταξύ δύο κομμάτων τα οποία έχουν μεγάλη διαφορά ισχύος, οδηγεί στη δορυφοροποίηση του μικρότερου εταίρου, λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας του να περάσει την ατζέντα του στο κυβερνητικό έργο.
Το λογικό είναι λοιπόν ο κ. Ανδρουλάκης να προσπαθήσει να αποφύγει τη συμμετοχή του σε κάποιο κυβερνητικό σχήμα όσο το ΚΙΝΑΛ παραμένει σε σχετικά μειονεκτική θέση. Ωστόσο, μπορεί να βρεθεί σε μια θέση που δεν θα μπορέσει να την αποφύγει.
Η επιλογή Μητσοτάκη
Από την πλευρά Μητσοτάκη, τα πράγματα δεν είναι τόσο καθαρά. Η ενδυνάμωση του ΚΙΝΑΛ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, τον ευνοεί γιατί ενισχύει την πιθανότητα να βγει πρώτο κόμμα η ΝΔ. Επιπλέον, μια συγκυβέρνηση ΝΔ-ΚΙΝΑΛ θα ήταν εξαιρετικά ισχυρή πολιτική, στο βαθμό που δεν θα εφαρμόσει περιοριστικές πολιτικές.
Το ζήτημα όμως είναι ότι κανείς δεν επιλέγει οικειοθελώς να κυβερνήσει μαζί με κάποιον άλλο όταν μπορεί να κυβερνήσει μόνος του. Επιπλέον, το λεγόμενο «επιτελικό κράτος» αποτελεί ένα προσωποκεντρικό σύστημα εξουσίας στο οποίο δύσκολα μπορεί να «κουμπώσει» μια κυβέρνηση συνεργασίας
Ένα πιθανό σενάριο είναι λοιπόν ο κ. Μητσοτάκης να επιδιώξει την ενίσχυση του κ. Ανδρουλάκη μέχρι ενός ορισμένου σημείου, δηλαδή μέχρι του σημείου που δεν θα απειληθεί η αυτοδυναμία. Πρόκειται βέβαια για ένα πολιτικό παιχνίδι πολύ λεπτών ισορροπιών. Παιχνίδι δύσκολο ακόμα και για τους πιο ικανούς παίχτες.
Γιάννης Αλμπάνης (FB)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου