Αν δεν είχε δημοσιοποιήσει η Εκκλησία την προσφώνηση του αρχιεπισκόπου στον πρωθυπουργό και αν αρκούνταν κανείς μόνο στο κοινό ανακοινωθέν των δύο πλευρών, που δεν περιείχε καμία απολύτως είδηση, θα φαινόταν... ακατανόητο το γιατί έπρεπε, για πρώτη φορά, να πάει πρωθυπουργός στη συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Η πραγματικότητα είναι όμως ότι, όσο και αν οι διαρροές από το μέγαρο Μαξίμου έλεγαν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης πάει για να τα πουν μόνο για την πανδημία, στο παρασκήνιο διεξαγόταν ένα πολύ σοβαρό μπρα ντε φερ μεταξύ κυβέρνησης και Εκκλησίας, για ζητήματα που άπτονται των ευρύτερων σχέσεων Πολιτείας - Εκκλησίας και τα οποία η δεύτερη διεκδικεί.
Στο μπρα ντε φερ αυτό γίναμε τελικά θεατές μέσα από την τοποθέτηση του κ. Ιερώνυμου, ο οποίος φρόντισε να αφήσει σαφείς αιχμές προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε σχέση με τα ανοιχτά ζητήματα Εκκλησίας - Πολιτείας, με πιο αξιοσημείωτη αιχμή την επίκληση του Αρχιεπισκόπου στη συμφωνία που ο ίδιος είχε κάνει με τον Αλέξη Τσίπρα. Αυτή τη συμφωνία που τον Ιούλιο του 2019, επί των πρώτων ημερών της κυβέρνησης Ν.Δ., οι κ. Μητσοτάκης και Ιερώνυμος είχαν ενταφιάσει, θεωρώντας την «ως μη γενόμενη».
Ειδικότερα, θέτοντας το θέμα εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας περί μισθοδοσίας των κληρικών, ο αρχιεπίσκοπος ανέφερε ότι «το ζήτημα τυγχάνει ευρείας πολιτικής συναινέσεως, καθώς και η προηγούμενη Κυβέρνηση, ανεγνώρισε δημοσίως (με το από 12 Φεβρουαρίου 2019 σχέδιο συμφωνίας Πολιτείας - Εκκλησίας) ότι οφείλει να αποκαταστήσει αυτή την νομοθετική ανακολουθία». Με αυτόν τον τρόπο ο αρχιεπίσκοπος θέλησε να θυμίσει στον πρωθυπουργό την τελική εκδοχή της συμφωνίας του με τον Αλ. Τσίπρα, η οποία στην πρώτη της φάση είχε ανακοινωθεί τον Νοέμβριο του 2018, όταν ο κ. Μητσοτάκης, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τότε, εξαπέλυε μετωπική επίθεση στον κ. Ιερώνυμο, τον οποίο παρουσίαζε ως άθυρμα των σχεδιασμών του Αλ. Τσίπρα, μιλώντας για «ένα ακόμη επικοινωνιακό κόλπο της κυβέρνησης» και λέγοντας ότι «ειλικρινά θλίβομαι για το γεγονός ότι η ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδας τελικά χρησιμοποιήθηκε από τον κ. Τσίπρα στα προεκλογικά του παιχνίδια». Μάλιστα, αυτό το είχε κάνει σε συνάντησή του με τον εκφραστή των πιο φονταμενταλιστικών απόψεων, τον Ιερό Σύνδεσμο Κληρικών Ελλάδος.
Η περιουσία
Επιπλέον ο κ. Ιερώνυμος εστίασε και στο θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, λέγοντας ότι «αναθεωρήσαμε τους Κανονισμούς που αφορούν στη διαχείριση και αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας ώστε να προβούμε σε αξιοποίηση και απεμπλοκή από νομικές και άλλες δυσκολίες όσων εκτάσεων μάς έχουν απομείνει» και σημειώνοντας με νόημα ότι «αναμένουμε όμως και την πάντοτε απαραίτητη συναντίληψη και αρωγή της Πολιτείας για την ωρίμανση, ένταξη και υλοποίηση των προτάσεών μας στα δικά της σχέδια».
Για να αφήσει στη συνέχεια αιχμές προς την κυβέρνηση, αναφέροντας ότι «συναφώς έχουμε υποβάλει στους αρμόδιους υπουργούς προτάσεις για τις παραπάνω πρωτοβουλίες, όσο και ιδέες για τον εξορθολογισμό της νομοθεσίας σχετικά με την διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας και την εκκαθάριση πολυετών εκκρεμοτήτων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Είναι ατυχές αποτέλεσμα αυτών των χρονίων δυσκολιών ότι μέχρι σήμερα η Εκκλησία κτηματολογικώς μεν εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης σημαντικής περιουσίας, δημοσιονομικώς όμως παραμένει αδύναμη».
Αλλά και κατά την αναφορά του στη σημερινή συνεργασία του με τον Κυρ. Μητσοτάκη, η οποία όπως είπε έχει στόχο «να προωθηθή ακόμη περισσότερο η μεταξύ μας συναντίληψη και αλληλοκατανόηση», ο αρχιεπίσκοπος επέλεξε να αναφερθεί προηγουμένως και στη συνεργασία του με τους προηγούμενους πρωθυπουργούς, μεταξύ των οποίων είναι προφανώς και ο Αλ. Τσίπρας, και να πει ότι «όλα αυτά τα χρόνια με τους προκατόχους σας είχαμε μία καλή συνεργασία και τύχαμε του σεβασμού των», ως συνέχεια της οποίας θέλησε να προβάλει τη σημερινή του συνεργασία με τον πρωθυπουργό.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο αρχιεπίσκοπος επιβεβαίωσε ότι η Εκκλησία έχει συγκεκριμένες διεκδικήσεις από την κυβέρνηση, λέγοντας πως «έχουμε ως Σύνοδος ετοιμάσει υπόμνημα με τις κατά καιρούς εκκρεμούσες υποθέσεις μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας της Ελλάδος για να εξετασθούν από κοινή Επιτροπή (ολιγομελή και βραχείας διαρκείας). Σήμερα όμως θα θέλαμε να ακούσουμε από σας, αν έχει προχωρήσει στην σκέψη σας και στο πρόγραμμά σας το ζήτημα του εκσυγχρονισμού και εξορθολογισμού της νομοθεσίας περί μισθοδοσίας του προσωπικού της Εκκλησίας».
Σημειώνεται ότι την τοποθέτηση του κ. Ιερώνυμου ενώπιον του πρωθυπουργού εξηγούν και οι τελευταίες πληροφορίες που προέρχονται από τους κόλπους της Εκκλησίας ότι, την Παρασκευή στην προπαρασκευαστική συνάντηση Μητσοτάκη - Ιερώνυμου στο μέγαρο Μαξίμου είχαν συμφωνήσει για το θέμα της μονιμοποίησης των τεσσάρων χιλιάδων ιερέων, μέσω της αύξησης των οργανικών θέσεων από τις 6 χιλιάδες στις 10 χιλιάδες. Αλλά μετά τις σφοδρές αντιδράσεις η κυβέρνηση έκανε πίσω στο θέμα και το μεταθέτει για αργότερα, χωρίς να έχει πάψει να το εξετάζει θετικά.
Ευχολόγια
Οσο για το κοινό ανακοινωθέν κυβέρνησης - Εκκλησίας, έμεινε στα ευχολόγια και στο επίπεδο απλών προθέσεων, χωρίς να μας δίνει κάτι χειροπιαστό. Μιλάει απλώς για κοινή διαπίστωση πρωθυπουργού - Αρχιεπισκόπου για την «ανάγκη να επιδειχθεί ιδιαίτερη προσοχή και επιμονή στη γενική προσπάθεια για τον καθολικό εμβολιασμό του πληθυσμού» και για τη «σημασία της πιστής τήρησης των μέτρων πρόληψης και προστασίας κατά του κορωνοϊού», ενώ κυβερνητικές πηγές έλεγαν μετά τη συνάντηση ότι ο πρωθυπουργός ζήτησε την αύξηση του εμβολιασμού και την τήρηση των μέτρων από τους ιεράρχες.
Περιορίστηκε έτσι σε ευχολόγια, την ώρα βέβαια που η κυβέρνηση έχει επιτρέψει στην Εκκλησία -σε αντίθεση με τους άλλους κλειστούς χώρους- να μην ελέγχει την τήρηση των μέτρων για τα ράπιντ τεστ στους ναούς.
Τέλος, ο πρωθυπουργός «επανέλαβε την πρόθεση έναρξης διαλόγου επί των προαναφερθέντων ζητημάτων (σ.σ. ζητήματα που άπτονται των ευρύτερων σχέσεων Εκκλησίας - Πολιτείας), με άξονες την κοινωνική συνοχή, τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη διαφάνεια». «Προθέσεις» και εδώ...
Η Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου