Εχει γίνει βραχνάς για όλους τους κλάδους της ελληνικής παραγωγής, αλλά η κυβέρνηση δεν έχει λάβει ακόμη μέτρα...
Εως τα μέσα της δεκαετίας του 2000 η Ελλάδα είχε την πιο φτηνή ενέργεια στην Ευρώπη –χάρη στον εγχώριο λιγνίτη και τη ΔΕΗ– και η φτηνή ενέργεια αποτελούσε ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα των ελληνικών επιχειρήσεων έναντι των Ευρωπαίων ανταγωνιστών τους. Αλλά στα χρόνια που... ακολούθησαν λόγω της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, της στροφής στο φυσικό αέριο και των μνημονίων που φόρτωσαν την ενέργεια με φόρους, το πλεονέκτημα αυτό χάθηκε.
Από τον περασμένο Ιούλιο τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Αντί για πλεονέκτημα η ενέργεια μετατράπηκε σε βαρίδι για τις ελληνικές επιχειρήσεις, αφού η χώρα μας κατέληξε να έχει την ακριβότερη ενέργεια στην Ευρώπη – όπως δείχνουν και οι τακτικές αρνητικές πανευρωπαϊκές εθνικές πρωτιές μας στην υψηλότερη τιμή χονδρικής. Αυτό συμβαίνει επειδή οι τιμές του φυσικού αερίου, από το οποίο η Ελλάδα εξαρτά το 50% και πλέον της ηλεκτροπαραγωγής της (λόγω της κυβερνητικής επιλογής για επίσπευση της απολιγνιτοποίησης), έχουν αυξηθεί κατά 400% μέσα σε δύο χρόνια, τριπλασιάζοντας τις τιμές της ενέργειας στη χονδρική, που με τη σειρά τους προσδιορίζονται με χρηματιστηριακό τρόπο στον οποίο εμφιλοχωρεί, συν τοις άλλοις, μπόλικη κερδοσκοπία.
Το αποτέλεσμα είναι ότι αρχής γενομένης από τον Ιούλιο του 2021 η τιμή της ενέργειας στη χονδρική καλπάζει ανοδικά αυξανόμενη κατά 30-40% από μήνα σε μήνα, οι προβλέψεις είναι ότι θα κλείσει τον Οκτώβριο με άλλη μια αύξηση κατά 40%, κοντά στα 200 ευρώ τη μεγαβατώρα. Συγχρόνως, αν στις υψηλές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας προστεθεί και η υψηλότερη πανευρωπαϊκά φορολογία στα καύσιμα (ΦΠΑ+ΕΦΚ) που έχει η Ελλάδα, ως απομεινάρι των μνημονίων και η οποία επιβαρύνει περαιτέρω τις ήδη αυξημένες κατά 45-50% φέτος τιμές των υγρών καυσίμων, εύκολα συνάγεται το πόσο η ακριβή ενέργεια επιβαρύνει όχι μόνο τα νοικοκυριά αλλά και το σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων και σε τελική ανάλυση την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Για την αντιμετώπιση της ενεργειακής ακρίβειας η κυβέρνηση έλαβε κάποια μέτρα στήριξης των νοικοκυριών με κρατικές επιδοτήσεις στο ρεύμα, για τις επιχειρήσεις όμως, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, δεν έχει λάβει κανένα μέτρο. Για τον λόγο αυτό τις τελευταίες τρεις εβδομάδες πολλαπλασιάζονται οι φωνές διαμαρτυρίας από φορείς της ελληνικής βιομηχανίας, βιοτεχνίας και πρωτογενούς παραγωγής που ζητούν μέτρα αντιμετώπισης των αυξήσεων στο ενεργειακό κόστος – τώρα.
Πλήττονται καλλιέργειες και κτηνοτροφία
Ισχυρή αναταραχή και πολλές γκρίνιες υπάρχουν και στην πρωτογενή παραγωγή, καθώς οι αυξήσεις στις τιμές των λιπασμάτων κατά 70% και των τιμών σπόρου κατά 50%, οι οποίες ξεκίνησαν το καλοκαίρι, συνοδεύονται από μεγάλη αύξηση στις τιμές του πετρελαίου αλλά και της ηλεκτρικής ενέργειας πλέον, επαναφέροντας το αίτημα των καλλιεργητών για κατάργηση του ειδικού φόρου στο αγροτικό πετρέλαιο.
Ακόμη μεγαλύτερη είναι η αναταραχή στην ελληνική κτηνοτροφία, που από το καλοκαίρι επιβαρύνθηκε με τις μεγάλες αυξήσεις στο κόστος των ζωοτροφών κατά 70%, ενώ οι στεγασμένες μονάδες εντατικής εκμετάλλευσης πιέζονται ιδιαίτερα από τα αυξημένα κατά 50% κόστη ενέργειας και θέρμανσης.
Το πρόβλημα για τους κτηνοτρόφους είναι ότι δεν μπορούν να μετακυλίσουν όλα τα πρόσθετα κόστη στις τιμές διάθεσης των προϊόντων με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η γεωργία, επειδή οι τιμές στις οποίες δίνουν οι αγελαδοτρόφοι και οι προβατοτρόφοι το γάλα τους ορίζονται από τις βιομηχανίες που το απορροφούν.
Μεγαλύτερο πρόβλημα φέρεται να έχουν οι αγελαδοτρόφοι που δεν έχουν καταφέρει ακόμη να πάρουν αυξήσεις για το γάλα που δίνουν στις βιομηχανίες, σε αντίθεση με όσους εκτρέφουν πρόβατα και κατσίκια οι οποίοι έχουν πάρει αυξήσεις 25%, που δεν καλύπτουν όμως τις αυξήσεις του κόστους παραγωγής. Μια από τα ίδια και στην ελληνική πτηνοτροφία, με τη Διεπαγγελματική Οργάνωση Πτηνοτροφίας Ελλάδος να έχει ανακοινώσει ότι αν η κυβέρνηση δεν λάβει μέτρα στήριξης του ενεργειακού κόστους, οι αυξήσεις στο ελληνικό κοτόπουλο που είναι σήμερα στο 8% θα διευρυνθούν περαιτέρω. Επί ποδός πολέμου, συν τοις άλλοις, βρίσκονται και οι κτηνοτρόφοι της Κρήτης που, αντιμετωπίζοντας τα υψηλότερα κόστη ζωοτροφών λόγω μεταφορικών, ζητούν τουλάχιστον επιδότηση του κόστους ενέργειας.
Κατάσταση έκτακτης ανάγκης στη μεταποίηση
Αλλά και στην ελληνική μεταποίηση υπάρχει η ίδια εικόνα, με την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης και πολλούς φορείς να απευθύνουν δραματικές εκκλήσεις για μέτρα αντιμετώπισης του ενεργειακού κόστους που φτάνει να αντιπροσωπεύει ποσοστά 20-35% του κόστους παραγωγής.
Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας για παράδειγμα διεξήγαγε έρευνα που έδειξε ότι η κατακόρυφη αύξηση των τιμών στην ενέργεια καθιστά «βραχνά» το κόστος παραγωγής για επτά στις δέκα βιοτεχνίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις (68%), οι οποίες αναγκάζονται να μετακυλίσουν το βάρος στις τελικές τιμές προϊόντων και υπηρεσιών. Οι κατηγορίες των καταστημάτων που πλήττονται άμεσα είναι τα αρτοποιεία, τα ζαχαροπλαστεία, αλλά και κλάδοι και τεχνικά επαγγέλματα όπως η οικοδομή, που στερούνται πρώτων υλών από την αύξηση των μεταφορικών και του κόστους παραγωγής.
Σε ευάλωτη θέση η εξαγωγική βιομηχανία
Από το σύνολο των εκκλήσεων προς την κυβέρνηση για μέτρα αντιμετώπισης της ενεργειακής ακρίβειας ξεχωρίζει ωστόσο η βιομηχανία, συγκεκριμένα η Ελληνική Παραγωγή, ο όμιλος που συνασπίζει τους βιομηχανικούς συνδέσμους όλης της Ελλάδας και τις μεγάλες βιομηχανίες από όλους τους κλάδους, από την κλωστοϋφαντουργία ως τα πλαστικά και τα τσιμέντα και από τα τρόφιμα ως τα χημικά και φάρμακα.
Και ξεχωρίζει γιατί αντιπροσωπεύει τη φωνή των πολύ μεγάλων μεν, παραγωγικών δε βιομηχανικών ελληνικών επιχειρήσεων που πρωταγωνίστησαν τα δύο τελευταία χρόνια στη σημαντική άνοδο κατά 20% των ελληνικών εξαγωγών αγαθών, βοηθώντας το εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας όταν λόγω πανδημίας κατέρρεε ο τουρισμός. Οι βιομηχανίες αυτές τώρα ναι μεν δεν θα δυσκολευτούν να πληρώσουν τους φουσκωμένους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος όπως τα ελληνικά νοικοκυριά, αλλά ευρισκόμενες χωρίς κυβερνητική προστασία (σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες που προστατεύουν τη βιομηχανία τους, διευκολύνοντάς τη να προμηθεύεται το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας που καταναλώνει μέσω διμερών συμβολαίων με κλειδωμένες τιμές) θα έχουν πολύ υψηλότερο κόστος ενέργειας σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους. Εντέλει θα υποχρεωθούν να το μετακυλίσουν στις τιμές ή και να περιορίσουν την παραγωγή, χάνοντας έδαφος έναντι των ξένων ανταγωνιστών.
Είναι όμως ένα ερώτημα, αν οι κακοί σχεδιασμοί στην αγορά ενέργειας οδηγήσουν στο να χάσει έδαφος και η ελληνική εξαγωγική βιομηχανία –που παράγει πιο καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας σε σχέση με τις υπηρεσίες– έναντι των Ευρωπαίων και πολύ περισσότερο των εκτός Ευρώπης ανταγωνιστών της, από πού θα περιμένει η κυβέρνηση της ΝΔ και η εθνική οικονομία την ανάπτυξη...
Mαριάννα Τόλια
documentonews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου