Μια ζωή γεμάτη αντιθέσεις και μία πορεία που σφράγισε τις εξελίξεις στην Ελλάδα και είχε παγκόσμια απήχηση. Ο Μίκης Θεοδωράκης έζησε μυθιστορηματικά και έφυγε «ήσυχα» ηλικία 96 ετών.
Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης γεννήθηκε στη Χίο και από την παιδική του ηλικία είχε πάθος με τη μουσική. Έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις όταν... ήταν δεκατριών ετών.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδας, συνελήφθη για πρώτη φορά στην Τρίπολη το 1942 από τους Ιταλούς κατακτητές. Τα επόμενα χρόνια συνελήφθη και βασανίστηκε ξανά.
Μόλις αφέθηκε ελεύθερος, βγήκε στην παρανομία στην Αθήνα και οργανώθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ).
Αν και μετείχε στην Αντίσταση, συγχρόνως παρακολουθούσε μαθήματα στο Ωδείο Αθηνών κοντά στον Φιλοκτήτη Οικονομίδη.
Μετά την Απελευθέρωση έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο του 1945-1949, στη διάρκεια του οποίου συνελήφθη πολλές φορές. Μάλιστα, στις 26 Μαρτίου 1946, στη διάρκεια διαδήλωσης χτυπήθηκε τόσο άγρια από την αστυνομία που θεωρήθηκε νεκρός και μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο.
Για πρώτη φορά εξορίσθηκε το 1947 στην Ικαρία και το 1948 μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο, όπου πέρασε φριχτά βασανιστήρια.
Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι από τους λίγους που κατάφεραν να επιζήσουν από την κόλαση αυτή, αν και επί δέκα χρόνια μετά υπέφερε από τον «πυρετό της Μακρονήσου», συνέπεια των βασανιστηρίων και των κακουχιών.
Το 1950, μετά από εξετάσεις στο Ωδείο παίρνει το δίπλωμα της αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας και στις 5 Μαΐου παρουσιάζεται το έργο του «Ασή-Γωνιά»
Το 1953, ο Μίκης παντρεύεται τη Μυρτώ Αλτίνογλου και την επόμενη χρονιά παίρνει υποτροφία για τη Γαλλία, όπου γράφεται στο Ωδείο του Παρισιού με καθηγητές τον Ευγένιο Μπιγκό και τον Ολιβιέ Μεσσιάν.
Το 1957 το έργο του «Σουίτα Νο 1 για πιάνο και ορχήστρα» παίρνει χρυσό βραβείο στο φεστιβάλ της Μόσχας, ενώ τα έργα του «Αντιγόνη» (χορογραφία Τζον Κράνκο στο Κόβεν Γκάρντεν), «Les amants de Teruel» (Μπαλέτο της Λουντμίλα Τσερίνα) και «Le feu aux poudres» γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία στο Παρίσι και το Λονδίνο.
Ήταν τότε που πέτυχε τη διεθνή αναγνώριση ως κλασικός συνθέτης όταν ανακάλυψε την ελληνική λαϊκή μουσική.
Συνθέτει τους «Λιποτάκτες» σε στίχους του αδελφού του Γιάννη και τον «Επιτάφιο» σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, έργα που σημάδεψαν την αναγέννηση της ελληνικής μουσικής.
Η Δεξιά στην Ελλάδα τον θεωρεί έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς της. Όταν δολοφονείται ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ο Μίκης Θεοδωράκης αναλαμβάνει επικεφαλής της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη που θα αποκτήσει 50.000 μέλη και θα γίνει η πιο μεγάλη πολιτική οργάνωση στην Ελλάδα.
Εκλέγεται στο Κοινοβούλιο και μαζί με τους «Λαμπράκηδες» ιδρύει πάνω από διακόσια πολιτιστικά κέντρα στη χώρα του, ενώ συνεχίζει να συνθέτει ακατάπαυστα χρησιμοποιώντας κάποια από τα ωραιότερα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας του 19ου και 20ού αιώνα.
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 αναγκάζει τον Μίκη Θεοδωράκη να βγει και πάλι στην παρανομία.
Συνελήφθη στις 21 Αυγούστου του 1967 και τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό με την οικογένειά του στο Βραχάτι και αργότερα στη Ζάτουναν ορεινό χωριό της Αρκαδίας (εκεί συνέθεσε τον κύκλο συνθέσεων «Αρκαδίες» Ι-ΧI).
Στην συνέχεια μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ωρωπού και τελικά εξορίζεται από την Ελλάδα, μετά από πολλά διαβήματα αλληλεγγύης με πρωτοβουλία των συνθετών Ντιμίτρι Σοστάκοβιτς, Λεονάρντ Μπερστάιν, του συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ, ακόμα και του τραγουδιστή Χάρι Μπελαφόντε, και πολλών άλλων προσωπικοτήτων από πολλές χώρες.
Στις 13 Απριλίου 1970, ο Θεοδωράκης φθάνει στο Παρίσι και ως επικεφαλής του «Πατριωτικού Μετώπου» συνεχίζει τον αγώνα του. Εκεί γνωρίζεται με τον Χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα.
Πραγματοποιεί περιοδείες σ' ολόκληρο τον κόσμο και χιλιάδες συναυλίες αφιερωμένες στην αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, τον καθιστούν ζωντανό σύμβολο της αντίστασης ενάντια στην δικτατορία.
Μετά την πτώση της δικτατορίας, επιστρέφει στην Ελλάδα στις 24 Ιουλίου 1974.
Ο Θεοδωράκης γίνεται εκ νέου στόχος επιθέσεων, αυτή τη φορά από την Αριστερά, γιατί υπερασπίζεται τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, στην προσπάθειά του για ένα ήπιο πέρασμα προς την δημοκρατία και από φόβο νέου πραξικοπήματος.
Το 1980, φεύγει ξανά στο Παρίσι, όπου καταπιάνεται με το συμφωνικό του έργο της εποχής του '50.
Ολοκληρώνει τη σύνθεση του «Canto General», σε ποίηση Πάμπλο Νερούδα, έργο που μαζί με τον «Ζορμπά» και το «Άξιον Εστί» τον κάνουν παγκοσμίως γνωστό συνθέτη.
Το 1981, ο Θεοδωράκης εκλέγεται στο ελληνικό Κοινοβούλιο ενώ το 1986 παραιτείται από την έδρα του για να αφοσιωθεί στο μουσικό του έργο.
Το 1987, η πρώτη του όπερα «Κώστας Καρυωτάκης» παρουσιάζεται στην Αθήνα και το 1988 το μπαλέτο του «Ζορμπάς» παρουσιάζει θριαμβευτική επιτυχία στην Αρένα της Βερόνας, ενώ παρουσιάζεται στη Βαρσοβία και τo Λοτζ της Πολωνίας.
Το 1989 ο Θεοδωράκης κάνει έκκληση συνασπισμού ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και την Αριστερά για την κάθαρση από τα οικονομικά σκάνδαλα για τα οποία κατηγορήθηκε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Μετά τις εκλογές του Απριλίου του 1990, ο Μίκης γίνεται υπουργός Επικρατείας της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Εγκαταλείπει την κυβέρνηση τον Απρίλιο του 1992 και αναλαμβάνει για δύο χρόνια τη γενική διεύθυνση των Μουσικών Συνόλων της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (ΕΡΤ).
Στις 5 Οκτωβρίου του 1990 παρουσιάζεται στο Μπιλμπάο η όπερά του «Μήδεια», ενώ το 1992 γράφει μετά από παραγγελία του Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, πρώην προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, το «Canto Olympico» για τους Ολυμπιακούς αγώνες της Βαρκελώνης.
Η όπερα «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη παρουσιάζει θριαμβευτική επιτυχία στο Λουξεμβούργο, Πολιτιστική Πρωτεύουσα Ευρώπης 1995, από το θέατρο Γιέλκι, του Πόζναν (Πολωνία) και το 1996 ολοκληρώνει τη σύνθεση της τέταρτης όπεράς του «Αντιγόνη», καθώς και του πρώτου του Κονσέρτου για βιολοντσέλο και ορχήστρα.
Μέχρι τους τελευταίους μήνες της ζωής του συνέχισε να εργάζεται και να κάνει συναυλίες, υπέρ κοινωνικών και πολιτικών σκοπών, ενώ συχνά-πυκνά παρενέβαινε στα πολιτικά πράγματα της χώρας...
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου