Τη μέρα εκείνη που δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ, την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, ήμασταν στα παλιά γραφεία της εφημερίδας, στη Σωκράτους. Οι εικόνες, με τα αεροπλάνα να διεμβολίζουν τους Δίδυμους Πύργους, μάς πάγωσαν.
Καρφωθήκαμε άναυδοι μπροστά στις τηλεοπτικές συσκευές για να μάθουμε, να... υποθέσουμε, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε, να προβλέψουμε. Ούτε να καταλάβουμε ήταν δυνατόν ούτε να εικάσουμε. Το μέγεθος της φρίκης μάς ξεπερνούσε. Εδώ, τόσο μακριά από τη μητρόπολη του κόσμου, μόνο να περιμένουμε μπορούσαμε. Οι ειδήσεις έφταναν απανωτές, ανεπεξέργαστες; Αεροπειρατεία. Ισλαμιστές. Αλ Κάιντα. Οσάμα μπιν Λάντεν. Χιλιάδες νεκροί.
Κάποια στιγμή, αργότερα, είδαμε στην οθόνη τον Αμερικανό πρόεδρο, τον Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, χλωμό, να πληροφορείται την επίθεση του δεύτερου Μπόινγκ 767 την ώρα που διάβαζε ένα παραμύθι σε κάποιο δημοτικό σχολείο της πόλης Σαρασότα στη Φλόριντα. Τα συναισθήματά του τα φανταζόμασταν, τα μοιραζόταν όλος ο κόσμος, εξαιρουμένων των τρομοκρατών και των οπαδών τους.
Hταν αδύνατο όμως να διαβάσουμε τις πρώτες σκέψεις του κάτω από το χάλκινο προσωπείο. Κάποιες από τις σκέψεις αυτές τις μάθαμε έπειτα από δεκαπέντε χρόνια, όταν ο Αρι Φλάισερ, επικεφαλής της Γραμματείας Τύπου του προέδρου, έδωσε στο Reuters τις έξι σελίδες με τις σημειώσεις που κρατούσε τη μέρα εκείνη και τις φύλαγε έκτοτε σε τραπεζική θυρίδα: «Βρισκόμαστε σε πόλεμο. Θα εκδικηθούμε. Θα τους πιάσουμε». Τέτοια σκεφτόταν ο πλανητάρχης. Οχι τίποτε σύνθετο και περίπλοκο.
Εννιά ημέρες αργότερα ο Τζορτζ Μπους κήρυξε τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» («war on terror»). «Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας αρχίζει με την Αλ Κάιντα, αλλά δεν τελειώνει. Δεν θα τελειώσει ώσπου να εντοπίσουμε και να νικήσουμε κάθε τρομοκρατική οργάνωση διεθνούς εμβέλειας». Και επειδή ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» ήταν έννοια αόριστη, έπρεπε να εδαφικοποιηθεί, να γειωθεί. Και έγινε πόλεμος κατά του Αφγανιστάν.
Είκοσι χρόνια αργότερα, προχθές, ο αμερικανικός στρατός (και οι σύμμαχοί του) αποχώρησε ηττημένος από την ασιατική χώρα, που ίσως κατόρθωνε να ευημερήσει και μόνο με τις σπάνιες γαίες που πλουτίζουν το υπέδαφός της αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Θριαμβευτές και πάλι οι Ταλιμπάν, που είχαν κατατροπώσει και τον σοβιετικό στρατό, αμούστακα παιδιά από τη Ρωσία και την Ουκρανία τα περισσότερα, όπως είδα τις προάλλες σε σχετικό ντοκιμαντέρ. Τη σύνθεση της κυβέρνησής τους την ανακοίνωσαν μειδιώντας σαρκαστικά: υπουργός Εσωτερικών ο Σαρατζουντίν Χακάνι. Καταζητούμενος του FBI…
Η Ιστορία, όμως, δεν έχει καμιά διάθεση να σαρκάσει. Δεν της το επιτρέπουν οι χιλιάδες νεκροί. Οι Αφγανοί νεκροί, πάνω από 40.000. Για τους άμαχους μιλώ. Που βομβαρδίζονταν και στους γάμους τους ακόμα, επειδή τα αμερικανικά «ραντάρ» ερμήνευαν το γαμήλιο γλέντι σαν σύναξη «μαχητών του Ισλάμ». Και οι οποίοι πριν πεθάνουν πρόλαβαν να δουν τη χώρα τους να εκθεμελιώνεται, να καταντάει τόπος αβίωτος. Μόνο που οι «ελευθερωτές» τους από τη Δύση δεν θέλουν να το δουν αυτό· επειδή δεν θέλουν, ποτέ δεν το θέλησαν, να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Σου διαλύουμε τη χώρα κι όταν προσφυγεύεις, έντρομος και πάμπτωχος, σου κλείνουμε τις πόρτες, υψώνουμε νέα τείχη για να μην περάσεις και μας μαγαρίσεις, σε «επαναπροωθούμε» με δυτική ευγένεια, σου κάνουμε –οι απόλεμοι της τηλεοπτικής σαχλαμάρας και των σόσιαλ μίντια– μαθήματα παλικαριάς: «Μείνε να πολεμήσεις, δειλέ…».
Και οι Αμερικανοί νεκροί. 2.500 στρατιώτες και 4.000 πολίτες που δούλευαν σαν συμβασιούχοι του στρατού ή και πολεμικών βιομηχανιών, που είδαν τα κέρδη τους να θεριεύουν χάρη στο ξένο αίμα. Με τη σειρά τους και αυτοί, όπως συνέβη τόσες φορές στο παρελθόν, σκότωσαν και σκοτώθηκαν «για ένα πουκάμισο αδειανό» – για ένα χονδροειδές ψέμα ή με κάποια φτηνή πρόφαση. Φυσικά και το μετρούν και στις ΗΠΑ με δέος και πόνο το κόστος σε ανθρώπινες ζωές.
Δεν μέτρησε, όμως, κυρίως αυτό στην απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ κατ’ αρχάς κι έπειτα του Τζο Μπάιντεν να αποσυρθούν τα αμερικανικά στρατεύματα. Σε μια χώρα που δεν έπαψε ποτέ να πολεμάει, λιγοστές χιλιάδες νεκροί σε είκοσι χρόνια είναι μέγεθος απορροφήσιμο. Εκείνο που βάρυνε καθοριστικά στη ζυγαριά ήταν η πλήρης στρατιωτική αποτυχία και τα 2,26 τρισεκατομμύρια δολάρια που ξόδεψαν οι ΗΠΑ για τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Δηλαδή, όπως εκτίμησε το Πανεπιστήμιο Μπράουν, 300 εκατομμύρια δολάρια τη μέρα. Ή, στα μαθηματικά ενός κάποιου ανθρωπισμού, 50.000 δολάρια για κάθε Αφγανό.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακάλυψαν έντρομες ότι είναι τρωτές. Οτι δηλαδή η επικράτειά τους είναι τμήμα του δικού μας πλανήτη, όχι ξεχωριστός απόμακρος πλανήτης, εκτός κινδύνου. Για να αποδείξουν ότι παραμένουν παντοδύναμες εισέβαλαν στο Αφγανιστάν, τέλη του 2001, καταλύοντας τη συνήθη σημασία των λέξεων, κατά τα θουκυδιδικώς γνωστά: Ονόμασαν την εισβολή τους «Επιχείρηση Διαρκής Ελευθερία». Και το 2014, βέβαιοι πια ότι απελευθέρωσαν τους Αφγανούς από τους Ταλιμπάν και τον κόσμο όλον από τους τρομοκράτες, τη μετονόμασαν σε «Επιχείρηση Φρουρός της Ελευθερίας». Την ελευθερία, τι άλλο, αφορούσε και ο «ενδιάμεσος» πόλεμος κατά της τρομοκρατίας, οκταετής αυτός: 2003-2011. «Επιχείρηση Ελευθερία του Ιράκ» την ονόμασαν ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος και ο Τόνι Μπλερ, χυδαία και απροκάλυπτα ψεύτες.
Ηταν τότε που ο παλαιοδιαθηκικός Μπους Β΄, συνομιλητής του Θεού, όπως διαβεβαίωνε τους πιστούς του, εισήγαγε το δόγμα «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εχθρός μας». Και κηρύχτηκαν έτσι πολέμιοι της ελευθερίας, του πολιτισμού, της δημοκρατίας, της ηθικής, μονολεκτικά της Δύσης, όσοι έλεγαν ότι ναι, ο Σαντάμ Χουσεΐν είναι τέρας, αλλά το τέρας δεν το πολεμάς με τερατώδη ψέματα περί όπλων μαζικής καταστροφής. Οτι δημοκρατία και κατοχή, ελευθερία και κατάκτηση δεν συμβιβάζονται. Οτι το «Αλλάχ, Ακμπάρ» και το «God bless America» έχουν περισσότερα κοινά σημεία παρά διαφορές.
«Μας βομβαρδίζουν και τα δύο με την απόλυτη σιγουριά τους», έγραφα εδώ είκοσι χρόνια πριν, στις 14 Οκτωβρίου 2001, «υποδεικνύονται σαν συνθήματα-σύμβολα δύο εντελώς αντίθετων κόσμων, του φωτεινού δικού μας και του σκοτεινού αλλότριου, εντούτοις, ως προς το κύριο, ως προς την αυτοαθωωτικά πολεμόχαρη χρήση των ουρανίων, συγκλίνουν και ομοφωνούν». Καμιά θεότητα δεν εμφανίστηκε στα πεδία των μαχών ούτε στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ ούτε και στη Συρία, που επελέγη κάποια στιγμή σαν τρίτο μέτωπο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», για να εγκαταλειφθεί έπειτα κι αυτή στην κατερειπωμένη μοίρα της.
Το τέταρτο μέτωπο ήταν το Γκουαντάναμο, με τα κελιά-κλουβιά, τις βάρβαρες μεθόδους ανάκρισης, τους εικονικούς πνιγμούς και ό,τι άλλο υποδηλώνει πως έναν πόλεμο μπορείς να τον χάσεις με πολλούς τρόπους. Και να παραμείνεις βαθιά ηττημένος ακόμα και αν αυτοδοξάζεσαι σαν θριαμβευτής...
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου