Ο ψηλός, μαυροντυμένος άντρας που στεκόταν ολομόναχος κι ακίνητος, με τα μάτια του διαρκώς «γεμάτα» και κόκκινα, πάνω από τη μάσκα. Το ηλικιωμένο ζευγάρι που άκουγε τους επικήδειους, εκείνη με τα χέρια σταυρωμένα σε στάση προσωπικής προσευχής όλη την ώρα, εκείνος γερμένος... διαρκώς επάνω της να την αγκαλιάζει. Ο ηλικιωμένος που προχωρούσε με δυσκολία, με φανερό πρόβλημα στη βάδιση, γερτός, αλλά αποφασισμένος αν μπορεί να μπει και στη Μητρόπολη και πάντως να είναι παρών, εκεί, πεισματικά. Η γυναίκα με το μοβ φόρεμα που, αμίλητη, σ' όλη τη διάρκεια, σήκωσε μόνο δύο φορές τη γροθιά της. Διάσπαρτοι κάποιοι καλλιτέχνες, όπως η Μαρίζα Κωχ.
Αν κάτι, όμως, έδινε τον τόνο, την ψυχή και τον ρυθμό στον «λαό» του Μίκη, στον απλό κόσμο που στάθηκε μέχρι το τέλος στο προαύλιο της Μητρόπολης, αυτό ήταν οι νέοι άνθρωποι. Είτε σε μικρές παρέες φίλων που ήρθαν αυθόρμητα είτε οργανωμένοι σε ομάδες, όπως η αντιπροσωπεία των Φοιτητικών Συλλόγων Αθήνας, μαυροντυμένοι όλοι, με κόκκινες σημαίες κάποιοι και άλλοι κάτω από το πανό στο οποίο ένα ταλαντούχο χέρι είχε ζωγραφίσει έναν Μίκη-θεριό με ανοιχτά τα χέρια -όπως τον μάθαμε και όπως τον ξέραμε, δηλαδή- και είχε γράψει: «Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο».
Ή το άλλο πανό, στα χέρια νέων ανθρώπων και πάλι, της Λαϊκής Ενότητας αυτό (άλλωστε το μάτι μας πήρε και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη να μπαίνει κάποια στιγμή στην εκκλησία), με το σύνθημα «Αρνιέμαι να 'χω σκέψη που σωπαίνει να περιμένει μάταια τον καιρό¬. ‘Η και το άλλο πανό του ΓΕΛ Πετρούπολης.
Δεν ήταν πάρα πολλοί, κάτω από το ψιλόβροχο που άρχισε να πέφτει, ανοίγοντας ομπρέλες, «κάπως σαν στιγμιότυπο από ταινία του Αγγελόπουλου» που ψιθύρισε ο διπλανός. Ηταν που οι πολλοί είχαν πάει το πρωί (όταν η ουρά του προσκυνήματος έφτανε στριφογυριστή μέχρι την Καπνικαρέα) και όλες τις προηγούμενες ημέρες. Ηταν που κι αυτοί που ήταν εκεί στέκονταν περιορισμένοι από τα κιγκλιδώματα, μακριά από την είσοδο του ναού. Ηταν και που ο αποχαιρετισμός στον Μίκη έγινε αυτούς τους παράξενους καιρούς με τα υγειονομικά μέτρα για την αποφυγή του συνωστισμού.
Αλλά πάντως κι αυτό το ετερόκλητο πλήθος πάλι ενιαίο έγινε, πάλι μαζί συναντήθηκε στους στίχους όσων τραγουδιών πέρασαν από στόμα σε στόμα στη διάρκεια της αναμονής: «Στο περιγιάλι το κρυφό». Σεφέρης. «Ενα το χελιδόνι». Ελύτης. «Φεγγάρι μάγια μου 'κανες» (Της ξενιτιάς). Ερρίκος Θαλασσινός. «Ο λεβέντης». Νότης Περγιάλης. «Οι πρώτοι νεκροί» (Πάλης ξεκίνημα). Με τους στίχους του Αλέκου Παναγούλη. «Το σφαγείο» (Το μεσημέρι). Με τους στίχους του ίδιου του Μίκη. Τραγούδια όλα εγγεγραμμένα κυτταρικά στους μεγαλύτερους, ικανά να ανασύρουν προσωπικές μνήμες και συλλογικούς αγώνες. Αλλά οι νέοι; Να λοιπόν που τζάμπα ανησυχούσε ο Μίκης ότι δεν παίζεται αρκετά και δεν τραγουδιέται αρκετά και δεν τον ξέρουν οι νέοι.
Αυτό ήταν πάντως το πλήθος που ήταν εκεί από νωρίς και μέχρι το τέλος: κόσμος που υπακούει στους δικούς του κανόνες. Ή που μάλλον σε τέτοιες συνθήκες δεν υπακούει σε κανόνες ούτε σε κόμματα ούτε «ενορχηστρώνεται». Κι άλλοτε συναντιέται στους στίχους του ίδιου τραγουδιού. Αλλοτε του ίδιου γνωστού συνθήματος φερμένου από παλιά («Με αγώνες τιμάμε τους νεκρούς μας»).
Αλλοτε της ίδιας αντίδρασης, φερμένης κι εκείνης από παλιά (οι αποδοκιμασίες, τα σφυρίγματα και τα γιουχαΐσματα τα οποία στην έναρξη της επίσημης τελετής είχαν στόχο ιδιαίτερα τον πρωθυπουργό, την υπουργό Πολιτισμού και τον πρόεδρο της Ελληνικής Λύσης Κυριάκο Βελόπουλο καθώς έφταναν, κορυφώθηκαν κατά την έξοδο των επισήμων με το σύνθημα «Ο λαός δεν ξεχνά, Μητσοτάκη κάθαρμα» που ιστορικά έλκει την καταγωγή του από τις διαδηλώσεις του ΄65, την περίοδο των «Ιουλιανών» στην πλατεία Συντάγματος με αφορμή τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα). Κι άλλοτε στο κοινό χειροκρότημα που άναβε σχεδόν αντανακλαστικά ύστερα από φράσεις των δύο επικήδειων και δη αυτού που εκφώνησε ο γ.γ. του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, ο οποίος αριστοτεχνικά διεκδίκησε το αριστερό πρόσημο της τέχνης του Μίκη με παρατηρήσεις όπως αυτή: «Η μεγάλη τέχνη είναι πάντα πολιτική».
Γνωστοί και άγνωστοι
Εκτός βέβαια από το «ανώνυμο» πλήθος, όπως μάθαμε να αποκαλούμε τους απλούς ανθρώπους που ήρθαν από τις γειτονιές τους, ήταν και οι επώνυμοι. Επώνυμοι στα στεφάνια που ήταν ακουμπισμένα διακριτικά στην άκρη, τόσο επώνυμοι ώστε να υπογράφουν λιτά στην κορδέλα «Βαρδής-Μαριάννα» (κι αλήθεια «το τελευταίο παράδοξο που κατόρθωσε ο Μίκης ήταν να ακούει επί τόση ώρα η, παρούσα στην τελετή, κ. Βαρδινογιάννη -και όχι μόνο- την ομιλία του γ.γ. του ΚΚΕ», όπως επισήμανε, χαμογελώντας λίγο, ένας φίλος) ή και λιγότερο λιτά, όπως η «οικογένεια του Βαγγέλη Μαρινάκη», στο στεφάνι της οποίας αναγραφόταν «Ενας ατέλειωτος ήλιος. Γεμάτος Λεβεντιά, Λευτεριά και Μουσική. Αντίο Μίκη».
Μετρημένοι και αναγνωρίσιμοι όλοι που μπήκαν στη Μητρόπολη για την τελετή. Η οικογένεια (ο Γιώργος Θεοδωράκης και οι τέσσερις εγγονοί του Μίκη, παιδιά της Μαργαρίτας και του επίσης παρόντος Δημήτρη Παπαγγελίδη), πλην της γυναίκας του Μίκη, της Μυρτώς (που η κατάσταση της υγείας της είναι ως γνωστόν ιδιαίτερα επιβαρυμένη), και της κόρης του Μαργαρίτας που είχε ήδη αναχωρήσει για τα Χανιά, όπως ακούστηκε.
Οι πολιτικοί. Και λίγοι από την «οικογένεια» των καλλιτεχνών (αν και πολύ περισσότεροι πέρασαν τις προηγούμενες ημέρες από το προσκύνημα): Η Μαρία Φαραντούρη μαζί με τον Τηλέμαχο Χυτήρη και την Ελλη Πασπαλά. Ο Ζιλφί Λιβανελί. Ο Βασίλης Βασιλικός. Ο Γιώργος Νταλάρας μαζί με τη σύζυγό του Αννα. Ο Μανώλης Μητσιάς με τη σύζυγό του Λίτσα. Ο Λάκης Λαζόπουλος. Και ο Πέτρος Γαϊτάνος που καθόταν μαζί με την οικογένεια.
Στο τέλος της τελετής -από την οποία πάντως σχολιάστηκε ότι, αν και δεν έλειψαν τα τραγούδια του κόσμου, έλειψε η μουσική- η σορός καταχειροκροτήθηκε, η κραυγή «Αθάνατος», ως πιο βέβαιη κατάφαση από ποτέ, ταξίδεψε πάνω και πέρα κι από την εμβέλεια του drone (κάποιου καναλιού;) που είχε καταγράψει όλα τα στιγμιότυπα μέχρι τότε και καθένας πήρε τον δρόμο του.
Ο Μίκης για το ύστατο ταξίδι του στη θάλασσα και την τελευταία του κατοικία στα Χανιά. Οι φοιτητικοί σύλλογοι για μια συμβολική πορεία μέχρι το Α' Νεκροταφείο. Οι άλλοι σκόρπισαν. Αλλά φεύγοντας είδαμε σε ένα μαρμάρινο πεζούλι τη Μαρία Φαραντούρη να μιλάει για τα τραγούδια του Μίκη με παιδιά, παιδάκια Δημοτικού, που της μιλούσαν θαρρετά και χαρούμενα. Κι αυτός ήταν μάλλον ο ωραιότερος και ο πιο κατάλληλος επίλογος αυτής της επεισοδιακής αλλά και πολύ «συγκινημένης» τελετής…
Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου