26.9.21

Τελευταία ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ...



Αφήνοντας πίσω το καλοκαίρι, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ εισέρχεται για τα καλά σε ενδοπαραταξιακή προεκλογική περίοδο. Όπως είναι γνωστό, το Νοέμβριο θα πραγματοποιηθεί η εκλογή προέδρου και αμέσως μετά θα συγκληθεί συνέδριο για να χαράξει τη νέα πορεία του άλλοτε κραταιού και την τελευταία δεκαετία μικρομεσαίου κόμματος.

Σε άλλες συνθήκες... η εκλογή αρχηγού σ’ ένα κόμμα με μονοψήφιο εκλογικό ποσοστό θα ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Στις τωρινές συνθήκες, όμως, η εκλογή του Νοεμβρίου αποκτά μία δυσανάλογη –για το εκλογικό βάρος του ΚΙΝΑΛ– σημασία. Κι αυτό, επειδή το πολιτικό σύστημα δεν έχει ακόμα παγιωθεί και ως εκ τούτου η αλλαγή ηγεσίας υπό όρους να δημιουργήσει μία πολιτική-εκλογική δυναμική στην Κεντροαριστερά που σταδιακά θα αντιστρέψει το συσχετισμό στο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ. Προφανώς, αυτό δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε πιθανότερο. Είναι μειονοτικό σενάριο, αλλά όχι απίθανο, επειδή υπάρχουν σήμερα πολιτικές συνθήκες που ευνοούν μία τέτοια εξέλιξη.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει πλέον συσσωρεύσει αρκετά πεπραγμένα και παραλείψεις για να κριθεί. Όπως προκύπτει και από τις –όχι πάντα αξιόπιστες– δημοσκοπήσεις η ΝΔ διατηρεί ένα καθαρό εκλογικό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Εάν δούμε, όμως, τους ποιοτικούς δείκτες θα διαπιστώσουμε ότι η κυβέρνηση έχει υποστεί σημαντική πολιτική φθορά ακόμα και στο δικό της εκλογικό ακροατήριο.

Ο κύριος λόγος που η πολιτική αυτή φθορά αποτυπώνεται μόνο εν μέρει στις δημοσκοπήσεις, οφείλεται σε δύο βασικούς παράγοντες. Η Κουμουνδούρου αρέσκεται να επικαλείται τον έναν, την πρωτοφανή υποστήριξη που απολαμβάνει η κυβέρνηση από τα συστημικά Μίντια. Είναι αληθές ότι στα 50 σχεδόν χρόνια της μεταπολιτευτικής περιόδου δεν έχει υπάρξει κάτι παρόμοιο. Όταν τα Μίντια διαμορφώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την εικόνα που σχηματίζουν οι πολίτες για κυβέρνηση και αντιπολίτευση, προφανώς η κραυγαλέα στήριξη που προσφέρουν στον Μητσοτάκη είναι πολύτιμη.

Ιδανικός αντίπαλος

Αυτή, ωστόσο, είναι η μισή αλήθεια. Ο δεύτερος και σημαντικότερος λόγος που η ΝΔ διατηρεί καθαρό προβάδισμα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει ότι αποτελεί αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης – κι αυτό όχι μόνο λόγω των συστημικών Μίντια. Από αυτή την άποψη, το κόμμα του Τσίπρα λειτουργεί ως ο ιδανικός αντίπαλος του Μητσοτάκη. Εξ αντιδιαστολής σταθεροποιεί πολιτικά την κυβέρνηση. Με άλλα λόγια, η σύγκριση –μέχρι τώρα τουλάχιστον– ευνοεί τη ΝΔ.

Το ίδιο ερμηνευτικό σχήμα ισχύει και για το δίπολο της αντιπολίτευσης ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ. Όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα είναι η πολιτική αδυναμία της μέχρι τώρα ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ που επιτρέπει στον ΣΥΡΙΖΑ να παραμένει ο άλλος πόλος του πολιτικού συστήματος. Το ΠΑΣΟΚ είχε χάσει αυτό τον ρόλο την περίοδο 2010-12, επειδή στα μάτια των πολιτών χρεώθηκε τα Μνημόνια.

Τον ρόλο του αντίπαλου πόλου της ΝΔ είχε αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ, επειδή είχε αυτοπροβληθεί τότε σαν το κόμμα που θα απαλλάξει τους Έλληνες από τις μνημονιακές πολιτικές. Αυτός ήταν ο λόγος που μεγάλα τμήματα της παραδοσιακής εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ είχαν καταφύγει σαν εκλογικοί πρόσφυγες στο κόμμα του Τσίπρα κι όχι επειδή ξαφνικά υιοθέτησαν τα ιδεολογήματα της Κουμουνδούρου.

Από τότε, όμως, έχει κυλήσει πολύ νερό στο πολιτικό αυλάκι. Ο Τσίπρας και το κόμμα του κυβέρνησαν επί πέντε σχεδόν χρόνια. Η κρίση του ελληνικού λαού γι’ αυτή τη θητεία κατεγράφη στις εκλογές του 2019. Η δε κρίση για την θητεία στην αξιωματική αντιπολίτευση καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις. Και οι δύο καταγραφές επιβεβαιώνουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει απομυθοποιηθεί στα μάτια των ψηφοφόρων σε σύγκριση με το 2014-15, όταν επέλαυνε.

Γιατί δεν επιστρέφουν οι κεντροαριστεροί

Αφού συμβαίνει αυτό, γιατί οι πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ που είχαν καταφύγει το 2012 και το 2015 –ως εκλογικοί πρόσφυγες– στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν επιστρέψει στην παράταξή τους; Η απάντηση είναι απλή: επειδή θεωρούν ότι το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ δεν τους εκφράζει πλέον. Η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, μάλιστα, εδραίωσε την πεποίθηση ότι το ΚΙΝΑΛ έχει μετατραπεί σε ένα είδος πολιτικού συμπληρώματος της ΝΔ, γεγονός που διευκόλυνε την παραμονή στον ΣΥΡΙΖΑ μεγάλου αριθμού κεντροαριστερών ψηφοφόρων. Εκτός αυτού, όμως, το σημερινό ΚΙΝΑΛ αποπνέει οσμή πολιτικής παρακμής, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την καθήλωσή του σε μονοψήφιο ποσοστό.

Με άλλα λόγια, όπως ο Τσίπρας λειτουργεί αντικειμενικά ως ο καλύτερος “σύμμαχος” του Μητσοτάκη, έτσι και η Γεννηματά λειτουργεί ως ο καλύτερος “σύμμαχος” του Τσίπρα. Αυτός είναι ο μηχανισμός που καθορίζει τον σημερινό πολιτικό-εκλογικό συσχετισμό δυνάμεων. Επειδή, μάλιστα, τίποτα δεν δείχνει πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα μεταλλαχθεί για να πείσει όσους σήμερα δεν πείθει, εγείρεται το εξής ερώτημα: πόσο θα συνεχίσει να κυβερνά ο Μητσοτάκης, λόγω αδυναμίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης;

Την απάντηση μας την δίνει η πολιτική ιστορία. Θα κυβερνά μέχρι να κυριαρχήσει στο εκλογικό σώμα το σύνδρομο της αρνητικής ψήφου, όταν δηλαδή μία κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων θα πάψει να συγκρίνει ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και θα ψηφίσει την αξιωματική αντιπολίτευση όχι επειδή τη βρίσκει καλύτερη, αλλά επειδή κριτήριο θα είναι να διώξει τους κυβερνώντες. Αυτό είχε συμβεί και τη δεκαετία 2000.

“Κάτσε ακόμα να φθαρείς και άλλο” το μήνυμα Τσίπρα προς Μητσοτάκη
Η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή φθειρόταν, αλλά το ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, αντί να κερδίζει έδαφος ως αξιωματική αντιπολίτευση, έχανε. Έτσι, το 2007, παρότι είχαν μεσολαβήσει οι καταστροφικές πυρκαγιές, ο Κώστας Καραμανλής ξανακέρδισε τις εκλογές. Όταν, όμως, από το 2008 επικράτησε το σύνδρομο της αρνητικής ψήφου, το ΠΑΣΟΚ σάρωσε στις εκλογές του 2009, παρότι ο Γιώργος Παπανδρέου δεν άλλαξε για να πείσει όσους μέχρι τότε δεν έπειθε.

Μοναδική ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ

Όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, αλλά και η εμπειρική εκλογική εκτίμηση, σήμερα δεν είμαστε σ’ αυτό το σημείο και όλα δείχνουν πως απέχουμε πολύ ακόμα. Με δεδομένη, λοιπόν, την σημαντική πολιτική φθορά της κυβέρνησης και την ταυτόχρονη αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να την κεφαλαιοποιήσει εκλογικά, διανοίγεται μία μοναδική ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ να αναβαθμισθεί στον άλλο πόλο του πολιτικού συστήματος, εκτοπίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ. Και υπάρχει ευκαιρία, επειδή το Νοέμβριο θα εκλεγεί νέος αρχηγός της παράταξης.

Όποια γνώμη κι αν έχει κανείς για την Γεννηματά, η μακρά αρχηγική θητεία της απέδειξε ότι δεν μπορεί να κάνει το ΠΑΣΟΚ ξανά μεγάλο. Οι άλλοι τρεις υποψήφιοι δεν έχουν δοκιμασθεί, όπως αυτή. Κατά συνέπεια, μπορούμε να κάνουμε μόνο εκτιμήσεις για το εάν και πόσο ο καθένας από τους τρεις άλλους υποψηφίους μπορεί ή όχι να επιτύχει τον δύσκολο αυτό πολιτικό άθλο.

Δεν είναι σκοπός αυτού του άρθρου να κάνει τέτοιου είδους εκτίμηση. Σκοπός του είναι να υπογραμμίσει την ύπαρξη της ευκαιρίας, υπογραμμίζοντας ταυτοχρόνως πως για να αξιοποιηθεί αυτή η μοναδική ευκαιρία πρέπει το ΠΑΣΟΚ να επαγγελθεί αξιόπιστα αυτό που σήμερα έχει ζωτική ανάγκη η ελληνική κοινωνία και που ούτε η ΝΔ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ της το προσφέρουν. Για να πείσει πρέπει να υπερβεί τον κακό εαυτό του, αξιοποιώντας όλα εκείνα τα στοιχεία που στο παρελθόν το έκαναν κραταιό, αλλά και με όλη την πολιτική σοφία που πρέπει να έχει εναποθέσει τόσο ο οδυνηρός κομματικός υποβιβασμός όσο και κυρίως η κατάντια της Ελλάδας.

Εάν το Νοέμβριο εκλεγεί πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ υποψήφιος που για τον άλφα ή βήτα λόγο είναι πολιτικά ανίκανος να αξιοποιήσει την ευνοϊκή συγκυρία για να επανενεργοποιήσει το ένστικτο αυτοσυντήρησης της παράταξης, το παράθυρο-ευκαιρία θα κλείσει. Αυτό σημαίνει ότι νωρίτερα ή αργότερα θα οδηγηθούμε σε αλλαγή κυβέρνησης με κριτήριο την αρνητική ψήφο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το πολιτικό σύστημα, την κοινωνία και τη χώρα.

slpress.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: