Αφιέρωμα για τα πενήντα χρόνια του υπουργείου Πολιτισμού: Η διετής παρουσία της Λίνας Μενδώνη στο ΥΠΠΟ παραπέμπει σε επιλογές, συμπεριφορές και χαρακτηριστικά εκ διαμέτρου αντίθετα από εκείνης που ταυτίστηκε περισσότερο με τον οραματικό πολιτισμό.
Αν στη σειρά των 37 προσωπικοτήτων που πέρασαν κατά καιρούς από το υπουργείο Πολιτισμού αναζητούσε κάποιος μια «αντι-Μελίνα», εκείνη την... περίπτωση δηλαδή του ή της υπουργού που διαφέρει περισσότερο ως προς το πολιτικό στίγμα αλλά και τα προσωπικά χαρακτηριστικά, μάλλον στη νυν υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη θα κατέληγε -κι ας προέρχονταν και οι δυο από κοινή κομματική «μήτρα».
Κι αυτό γιατί η σχέση της κ. Μενδώνη με τον χώρο που εκπροσωπεί το υπουργείο της (πολιτιστική κληρονομιά και σύγχρονος πολιτισμός) και ο τρόπος που τον διαχειρίζεται, απέχουν 180 μοίρες απ' όσα επεδίωξε και οραματίστηκε αλλά ακόμα και απ' όσα εξέπεμπε η Μελίνα Μερκούρη στις δύο θητείες της στο ΥΠΠΟ. Σε τι διαφέρει, λοιπόν, η νυν υπουργός;
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Την αρχή της θητείας της Λίνας Μενδώνη. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά της, ως υπουργού Πολιτισμού, κατά τα δύο χρόνια της θητείας της ώς εδώ, στα εξής: α) εργαλειοποίηση του πολιτισμού, β) έλλειψη προσωπικού οράματος και γ) απουσία οποιασδήποτε δημόσιας έκφρασης συναισθήματος -πράγμα που δεν θα ήταν μεμπτό, εάν δεν υπήρχαν και τα άλλα δύο στοιχεία.
Η εργαλειοποίηση του πολιτισμού τον συνδέει κυρίως με στόχους, οι οποίοι στην ουσία δεν (θα όφειλαν να) συνδέονται με αυτόν. Χαρακτηριστικό «προανάκρουσμα» μάλιστα, όταν η κ. Μενδώνη ήταν ακόμα γενική γραμματέας στο ΥΠΠΟ, ήταν η, κυρίως επικοινωνιακή, σαφώς πολιτική και, πολύ... τριτευόντως -αν όχι και καθόλου- επιστημονική διαχείριση των ευρημάτων στην Αμφίπολη. Και με την έναρξη της υπουργικής θητείας της, όμως, συνέδεσε τον πολιτισμό με την περίφημη «ανάπτυξη», τον τουρισμό, καθώς και με όρους του marketing, όπως το «rebranding».
Προβληματική αυτή η οριζόντια θέαση του πολιτισμού, αποκλείει επί της ουσίας κάθε πολιτιστικό έργο ως αυθύπαρκτο αγαθό -αν και τα πολιτιστικά έργα, παλαιότερα ή σύγχρονα, οφείλουν να μην κρίνονται κατ' αρχάς βάσει της αξίας ή της «γκέλας» τους σ' ένα αόρατο χρηματιστήριο. Τελικά, η πολιτική που ακολούθησε ώς εδώ η κ. Μενδώνη δεν ήταν καν υπό ένα πρίσμα (το οποίο θα μπορούσε για κάποιους να είναι και θεμιτό) «ανάπτυξης», όπως την εννοούμε οι περισσότεροι, αλλά ήταν μέσα από τον φακό της «ανάπτυξης» όπως την εννοεί η κυβέρνηση.
Π.χ. «ανάπτυξη» είναι ο πάση θυσία κατατεμαχισμός και η απόσπαση, από τον σταθμό «Βενιζέλου» του μετρό Θεσσαλονίκης, του μοναδικού μνημειακού συνόλου της ύστερης αρχαιότητας και της βυζαντινής εποχής που η θέση του, η διατήρησή του, η σχέση του με την αδιάσπαστη συνέχεια της ζωής στη Θεσσαλονίκη θα καθιστούσαν «ιερόσυλη» μια τέτοια σκέψη για οποιονδήποτε πολίτη, πολλώ δε μάλλον αρχαιολόγο (έστω κι αν είναι και υπουργός).
Ματαίως οι διαφωνούντες (κάποιοι καθ' ύλην αρμόδιοι επιστήμονες διεθνούς κύρους, βυζαντινολόγοι, πολιτικοί μηχανικοί κ.ά.), με επιστημονικά, πολιτικά, ιστορικά και λογικά επιχειρήματα επιμένουν ότι υπάρχει λύση για τη δημιουργία του σταθμού με την ταυτόχρονη διατήρηση των αρχαιοτήτων in situ. Ματαίως επιμένουν ότι η πρόταση «απόσπασης» που προκρίθηκε όχι μόνον δεν είναι εφικτή στο δεύτερο σκέλος της («επανατοποθέτηση»), όχι μόνον δεν θα επισπεύσει την ολοκλήρωση του μετρό, αλλά τελικά θα την παρακωλύσει κιόλας.
Ματαίως 500 αναγνωρισμένες προσωπικότητες κύρους απ' όλο τον κόσμο συνυπέγραψαν επιστολή προς τον πρωθυπουργό, επισημαίνοντας ότι η καταστροφή ενός τέτοιου συνόλου είναι αντίστοιχη του εγκλήματος του Μοροζίνι στον Παρθενώνα. Ματαίως ο τεχνικός «βραχίονας» της ΟΥΝΕΣΚΟ, το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS), τοποθετεί το θέμα στην κορυφή των «heritage alerts», της πολιτιστικής κληρονομιάς που εκπέμπει SOS δηλαδή.
Η υπουργός κωφεύει, προσηλωμένη σε μια ανύπαρκτη «ανάπτυξη», σ' έναν στόχο που δεν εξυπηρετεί ούτε την αρχαιολογία ούτε τους πολίτες ούτε το μετρό και αποδίδει τις αντιδράσεις σε αντιπολιτευτικές «τακτικές» και μόνον (φτάνοντας να προσβάλλει και να εξοργίζει όσους αντέδρασαν). Γιατί το κάνει αυτό; Υπέρ της «ανάπτυξης». Ποιου όμως, αν όχι της χώρας, της πόλης και των πολιτών της;
Η ευδιάκριτη έλλειψη προσωπικού οράματος είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό της κ. Μενδώνη που, όμως, ίσως και να αφορά πολλούς από τους υπουργούς της παρούσας, αρκετά «προσωποκεντρικής» κυβέρνησης. Σ' εκείνην, ωστόσο, ενδεχομένως λόγω έλλειψης της εμπειρίας του εκλεγμένου πολιτικού, είναι πιο άτεχνα «σερβιρισμένο». Πάντως, στα δύο χρόνια της διακυβέρνησής της δεν εντοπίσαμε ένα προσωπικό της όραμα που να αφορά είτε την πολιτιστική κληρονομιά είτε, πολύ περισσότερο, τον σύγχρονο πολιτισμό -που είναι μάλλον άγνωστο «τερέν» για την υπουργό.
Ακόμα και το «όραμα» για την αναμόρφωση της Ακρόπολης που οδήγησε τελικά στις διαστρώσεις με οπλισμένο σκυρόδεμα, οι οποίες αναστάτωσαν ξανά τους πολίτες και, βέβαια, τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και κορυφαίους φορείς (με πρώτο το ICOMOS ξανά), δεν ήταν δικό της. Ηταν κατά το μεγαλύτερο μέρος του ακαδημαϊκού Μανόλη Κορρέ και κατά το υπόλοιπο του Ιδρύματος Ωνάση -που «υπέγραψε» τη χορηγία των έργων.
Το ίδιο και το «όραμα» που αφορά την αναμόρφωση και ανάδειξη του κτήματος Τατοΐου, σ' έναν συνδυασμό αγαστής συνεργασίας (όπως είχε εξαγγείλει) της κρατικής με την ιδιωτική πρωτοβουλία. Μα αν οραματίζεσαι κάτι τόσο μεγαλεπήβολο σ' έναν χώρο όπου τα κηρυγμένα μνημεία είναι σχεδόν απόληξη του φυσικού περιβάλλοντος, τότε πώς απαντάς μετά τις πυρκαγιές ότι θα αναλάμβανες την πολιτική ευθύνη «αν είχαν γίνει πραγματικές ζημιές», όταν μάλιστα έχει καεί όλο το δάσος, 7 κτίρια και διάφορα αντικείμενα;
Οσο για το όραμα στον σύγχρονο πολιτισμό, αυτό αναζητάται. Δεδομένης, φυσικά, της πανδημίας, δεν υπήρξε τίποτα που να ήρθε για να μείνει, με εξαίρεση ίσως το πρόγραμμα «Ολη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός», το οποίο μπορεί να υπήρξε «τέκνο» της ανάγκης, αλλά τουλάχιστον ενεργοποίησε για 1-2 παραστάσεις τις σύγχρονες δημιουργικές δυνάμεις.
Υπάρχει και το τρίτο χαρακτηριστικό. Η έλλειψη οποιασδήποτε συναισθηματικής απόχρωσης, ακόμα και στις μεγαλύτερες κρίσεις. Το είδαμε και στην περιβόητη «Υπόθεση Λιγνάδη». Με τον ίδιο «αρραγή» τρόπο που η κ. Μενδώνη διαβεβαίωνε (μετά τη δημοσίευση της συνέντευξης του Νίκου Σ.) ότι «δεν υπάρχουν συγκεκριμένες καταγγελίες, επώνυμες καταγγελίες, μπαίνουμε σε άλλες ατραπούς, δημιουργούμε ένα πλαίσιο ανθρωποφαγίας, το οποίο δεν στέκει σε κράτος δικαίου», με τον ίδιο δήλωσε στη Βουλή ότι «ο Δημήτρης Λιγνάδης είναι ένας επικίνδυνος άνθρωπος (…) μας εξαπάτησε».
Ενδιαμέσως, δεν επεφύλαξε ούτε μία λέξη, κατανόησης έστω, για τα θύματα. Και εάν σ' αυτή την περίπτωση φύλαγε τις λέξεις της, σεβόμενη το τεκμήριο αθωότητας, για μετά τη δίκη, εξίσου «αρραγής» συναισθηματικά παρέμεινε όταν οι καλλιτέχνες έφτασαν, λόγω κορονοϊού και απουσίας κάθε έγκαιρου σχεδίου, κάθε στήριξης, κάθε ένδειξης κάποιας ελάχιστης αγωνίας, να διοργανώνουν συσσίτια για τους συναδέλφους τους.
Ας αποσύρουμε τώρα την κ. Μενδώνη από το «κάδρο». Κι ας τοποθετήσουμε στη θέση της σ' αυτές τις συγκυρίες τη Μελίνα Μερκούρη ή και κάποιους άλλους απ' όσους πέρασαν κατά καιρούς από το ΥΠΠΟ. Κι ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του.
Ναταλί Χατζηαντωνίου
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.