Στον δημόσιο διάλογο που διεξάγεται, κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, σχετικά με την επικείμενη ψήφιση του νομοσχεδίου από το Κοινοβούλιο για την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, υποστηρίζεται από... κυβερνητικούς παράγοντες, εμπειρογνώμονες,κ.λ.π. ότι η επικουρική ασφάλιση «γίνεται πιο βιώσιμη».
Όμως, από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να αποσαφηνισθεί η έννοια και το περιεχόμενο της βιωσιμότητας ενός ταμείου κοινωνικής ασφάλισης.
Πράγματι, το εννοιολογικό περιεχόμενο της βιωσιμότητα ενός ταμείου κοινωνικής ασφάλισης περιλαμβάνει την μακροχρόνια οικονομική βιωσιμότητα και την κοινωνική αποτελεσματικότητα και επάρκεια των παροχών.
Υπό το πρίσμα αυτού του εννοιολογικού περιεχομένου, παραλείπεται επιμελώς να σημειωθεί ότι η επικουρική ασφάλιση, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του νόμου 4670/2020, παρουσιάζει μακροχρόνια οικονομική βιωσιμότητα και διατήρηση του επιπέδου των παροχών (λαμβάνοντας υπόψη τις δυσμενέστερες δημογραφικές και οικονομικές υποθέσεις εργασίας για την χώρας μας, πληθυσμός 8,6 εκατ. άτομα το 2070 και μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ 1%), δεδομένου ότι θα μπορεί να χρηματοδοτείται ένα μέσο επίπεδο επικουρικής σύνταξης της τάξης των 220 ευρώ τον μήνα, χωρίς να απαιτείται καμία χρηματοδότηση από το κράτος, καθώς και καμία επιβάρυνση της δημοσιονομικής κατάστασης του κράτους και ειδικότερα του δημόσιου χρέους της χώρας μας μέχρι το 2070.
Αυτό σημαίνει ότι μεταξύ του υπάρχοντος συστήματος και της προτεινόμενης από την κυβέρνηση κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, το σημερινό σύστημα υπερτερεί, δεδομένου ότι δεν επιβαρύνει καθόλου τα δημοσιονομικά της χώρας και το δημόσιο χρέος, σε αντίθεση με την πρόταση της κυβέρνησης που επιβαρύνει σημαντικάτα δημοσιονομικά της χώρας μας με ένα κόστος μετάβασης/χρέος της τάξης των 78 δις ευρώ.
Ακόμη, κι’εάν δεχτούμε τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι το κόστος αυτό είναι μόλις 150 εκατ. ευρώ τον χρόνο και πάλι το σημερινό σύστημα υπερτερείγιατί δεν δημιουργεί καμία δημοσιονομική επιβάρυνση. Επίσης, με την πρόταση της κυβέρνησης η ελληνική οικονομία, οι φορολογούμενοι και η νέα γενιά αναλαμβάνουν επιπλέον ένα πολύ μεγάλο κίνδυνο με την πληρωμή του κόστους μετάβασης για ένα πολύ μικρό εκτιμώμενο όφελος της τάξης των 25 ευρώ στην μέση μηνιαία κεφαλαιοποιητική (ατομικός κουμπαράς) σύνταξη.
Επιπλέον, η εκτιμώμενη αύξηση που παρουσιάζεται αποτελεί μία απλή προσδοκία διότι ενέχει μεγάλη αβεβαιότητα, αφού η χορήγηση της εξαρτάται από την πορεία των χρηματαγορών και των κεφαλαιαγορών.
Σε αντίθεση με το σημερινό σύστημα στο οποίο ένας σημερινός νέος γνωρίζει από σήμερα με μεγάλη βεβαιότητα ότι η μέση μηνιαία σύνταξη θα είναι περίπου 220 ευρώ, αφού η ελληνική οικονομία είναι απίθανο να έχει ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ χαμηλότερο από το 1% για 50 συνεχόμενα έτη.
Κι’ αυτό γιατί την περίοδο 1990-2019 η μέση αύξηση του ΑΕΠ ήταν 1,6%, κάτι που οι εκπρόσωποι των δανειστών αγνόησαν και χρησιμοποίησαν στις μελέτες τους μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ 1%.
Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι το σύστημα επικουρικής ασφάλισης με την κεφαλαιοποίηση των ατομικών λογαριασμών θα γίνει περισσότερο βιώσιμο σε δύο επίπεδα: α) σε μικροοικονομικό επίπεδο, δεδομένου ότι παρέχονται αντικίνητρα για ανασφάλιστη εργασία και έτσι ενθαρρύνεται η επίσημη/ασφαλισμένη εργασία.
Όμως, ο ισχυρισμός αυτός είναι λανθασμένος, δεδομένου ότι και στο σημερινό σύστημα ο ασφαλισμένος έχει ατομικό, αλλά νοητό λογαριασμό στις βάσεις δεδομένων του e-ΕΦΚΑ.
Έτσι,ένας ασφαλισμένος και με το σημερινό σύστημα και με την κυβερνητική πρόταση της κεφαλαιοποίησης (ατομικός κουμπαράς) όσο μεγαλύτερο μισθό και φανερή εργασία έχει,τόσο μεγαλύτερη σύνταξη θα λάβει.
Επιπλέον, το εργοδοτικό κόστος παραμένει το ίδιο αφού η εισφορά και στην μια και στην άλλη περίπτωση είναι στο ίδιο επίπεδο, σύμφωνα με το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου και β) σε μακροοικονομικό επίπεδο, σύμφωνα με τον αντίστοιχο ισχυρισμό, δημιουργείται εθνική αποταμίευση η οποία θα καλύψει το επενδυτικό κενό που υπάρχει στη χώρα μας δίνοντας έτσι ώθηση στην ανάπτυξη.
Όμως, ο ισχυρισμός αυτός συνιστά μία απλή προσδοκία, αφού από επιστημονικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί διεθνώς δεν έχει αποδειχθεί ότι με το εγχείρημα της μετάβασης από ένα διανεμητικό σύστημα σε ένα κεφαλαιοποιητικό (ατομικός κουμπαράς) σύστημα αυξάνεται η γενική αποταμίευση, ούτε έχει αποδειχθεί η ύπαρξη σύνδεσης με το ΑΕΠ.
Κι΄αυτό γιατί, όπως έχει αποδειχθεί, ο εργαζόμενος αποταμιεύοντας με το υποχρεωτικό σύστημα μειώνει τις άλλου είδους αποταμιεύσεις που πραγματοποιούσε από μόνος του. Παράλληλα, αναφορικά με την ώθηση του ΑΕΠ, το χρέος του κόστους μετάβασης, όπως έχει αποδειχθεί, δημιουργεί αρνητικές προοπτικές στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και στον ρυθμό μεταβολής του παραγόμενου προϊόντος.
Το ίδιο, ο ισχυρισμός ότι η κεφαλαιοποίηση των ατομικών λογαριασμών θα αντιμετωπίσει, όπως στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας μας είναι λανθασμένος, δεδομένου ότι στις συγκεκριμένες χώρες, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, αντιμετώπισαν το δημογραφικό τους πρόβλημα, είτε με την εφαρμογή παραμετρικών αλλαγών στα υπάρχοντα διανεμητικά συστήματα φέρνοντάς τα σε μακροχρόνια ισορροπία, είτε υιοθέτησαν διανεμητικά συστήματα νοητών λογαριασμών.
Επίσης, οι ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης συμπλήρωσαν αυτές τις αλλαγές με την δημιουργία από το μηδέν κεφαλαιοποιητικών συστημάτων, σε βαθμό που σε καμία χώρα δεν επιχειρήθηκε η μετάβαση από ένα διανεμητικό σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
Ο λόγος ήταν η αποφυγή δημιουργίας του μεγάλου χρέους του κόστους μετάβασης που αναπόφευκτά δημιουργείται σε ένα τέτοιο εγχείρημα.Επιπλέον, ο ισχυρισμός ότι το σημερινό σύστημα επικουρικής ασφάλισης οδηγεί σε μικρότερες συντάξεις λόγω της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος είναι λανθασμένος, δεδομένου ότι ο νόμος 4386/2016 κατήργησε την ρήτρα μηδενικού ελλείμματος, την οποία διάταξη της κατάργησης διατήρησε και ο νόμος 4670/2020.
Το ίδιο, ο ισχυρισμός ότι η επικουρική ασφάλιση δεν τίθεται εκτός του θεσμικού πλαισίου της κοινωνικής ασφάλισης με την μετάβαση της στην κεφαλαιοποίηση των ατομικών λογαριασμών, δεδομένου ότι το νέο Ταμείο(ΤΕΚΑ) θα είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είναι λανθασμένος, αφού ουσιαστικά καταστρατηγούνται βασικές αρχές της κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι ηαλληλεγγύη και η ισότητα μεταξύ των ασφαλισμένων.
Παράλληλα, οι εγγυήσεις που αναφέρονται στο συγκεκριμένο σχέδιο νόμου δεν έχουν μετρηθεί από την αναλογιστική μελέτη, όπως ρητά αναφέρεται σε αυτή.
Επιπλέον για λόγους ίσης αντιμετώπισης οι ίδιες εγγυήσεις θα πρέπει να παρέχονται και στους ασφαλισμένους (κάτω των 35 ετών), γεγονός που αυξάνει ακόμα περισσότερο το χρέος του κόστους μετάβασης. Κατά συνέπεια, από την άποψη αυτή, η αναλογιστική μελέτη δεν είναι συμβατή με το σχέδιο νόμου, γεγονός που, μεταξύ των άλλων, οδηγεί σε νομικές και συνταγματικές ασυμβατότητες.
Στις συνθήκες αυτές, εκτός από τους προαναφερόμενους λανθασμένους ισχυρισμούς, διερωτάται κανείς, σε μία Πολιτεία του 21ου αιώνα που υποστηρίζει ότι οι ασκούμενες κοινωνικο-οικονομικές πολιτικές ακολουθούν τον βηματισμό και το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού οικονομικού και κοινωνικού κεκτημένου, ποια είναι η θεσμική, κοινωνική και πολιτική νομιμοποίηση του συγκεκριμένου σχεδίου νόμου όταν δύο σημαντικοί θεσμοί (Εθνική Αναλογιστική Αρχή και Γενικό Λογιστήριο του Κράτους) εκφράζουν τις σοβαρές επιφυλάξεις τους για τις συνέπειες του υψηλού κόστους μετάβασης στην δημοσιονομική σφαίρα της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα στην αύξηση του δημόσιου χρέους της χώρας μας.
Σάββας Γ. Ρομπόλης, Βασίλειος Γ. Μπέτσης *
*Ομ. Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
libre.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου