Μπορεί να είναι και από τις λίγες φορές που η τηλεοπτική εικόνα δεν υπερείχε σε αυτές τις πυρκαγιές. Λίγο (ή και πολύ ή και πάρα πολύ) η αναξιοπιστία της πλειονότητας των τηλεοπτικών σταθμών, λίγο η άνοδος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και η στροφή προς πιο αξιόπιστες δημοσιογραφικές πηγές, η προσοχή του... κόσμου φάνηκε να δίνει ένα προβάδισμα στη φωτογραφία, παρά στην κινούμενη τηλεοπτική εικόνα.
Η Μαρία Χουρδάρη είναι νέα φωτογράφος και φωτορεπόρτερ. Αποφάσισε να πάει στις πληγείσες περιοχές (Βαρυμπόμπη και Εύβοια) τις ημέρες της μεγάλης καταστροφής και πέραν του υλικού που συνέλεξε με την κάμερά της μας δίνει και τη δική της «εικόνα», όπως τα είδε και τα έζησε και όχι όπως τα άκουσε από ένα κυβερνητικό δελτίο ή ένα πρωθυπουργικό μήνυμα.
«Τη φωτιά στη Βαρυμπόμπη την είδαμε από ένα tweet. Ηταν μια μικρή εστία, ωστόσο ξεκίνησα αμέσως για εκεί. Σαν έφτασα, μόλις 40 λεπτά αργότερα, στον οικισμό Πελοποννησίων, κάτω από τις Αδάμες, είχε χαθεί κάθε έλεγχος. Κάτοικοι ούρλιαζαν ζητώντας πυροσβεστικά, αστυνομικοί με μηχανές και σειρήνες φώναζαν στον κόσμο που ήταν με τις μάνικες στα χέρια να φύγει, σκυλιά χωρίς τους ιδιοκτήτες τους που πηδούσαν απ’ τις αυλές. Υπήρχαν κάποια πτητικά μέσα, αλλά κανένα όχημα της Πυροσβεστικής – γι’ αυτό δεν έφευγαν οι άνθρωποι από τα σπίτια τους. Λυπάμαι πολύ, αλλά με τα όσα είδα, δεν εκπλήσσομαι για τις διαστάσεις της καταστροφής. Ολα θύμιζαν χάος.
Στην Εύβοια, ο πρώτος προορισμός ήταν οι Ροβιές. Σαν έφτασα, καίγονταν απολύτως τα πάντα. Στο σημείο που είχε κόψει τον δρόμο η φωτιά, στον οικισμό Χρόνια, υπήρχε ένα όχημα με ελάχιστους πυροσβέστες που έκαναν ό,τι μπορούσαν. Κανένα αεροπλάνο.
Πολλοί δρόμοι είχαν κλείσει. Κι όσοι ήταν ανοιχτοί, μύριζαν “θάνατο”. Γκρίζο, καπνοί παντού, αλεπούδες να τρέχουν πανικόβλητες, πετάγονταν μπροστά από τα αμάξια, δεν ήξεραν τα ζωντανά πού να πάνε. Πήγα μετά στον Δρυμώνα. Ηταν τριάντα άνθρωποι, οι πιο πολλοί ηλικιωμένοι. Δεν είχαν καν σήμα για το κινητό. Και δεν έφευγαν. Δεν υπήρχε ούτε Πυροσβεστική ούτε Αστυνομία. Και τους πλησίαζαν δυο μέτωπα, από δυο πλαγιές. Ηταν μόνοι τους, τελείως μόνοι.
Στις φλόγες
Το πρωί ήταν ακόμα πιο άσχημη η κατάσταση. Πετύχαμε ένα πυροσβεστικό στους Κουρκουλούς. Τους είπα ότι διάβασα πως ήταν 165 πυροσβέστες στα μέτωπα, ενώ ρώτησα και για την απουσία εναέριων μέσων. “Οσο τα είδες εσύ τόσο τα είδα κι εγώ τα αεροπλάνα” πετάχτηκε κι είπε ένας αστυνομικός που έμενε εκεί κοντά. Ο πυροσβέστης τότε είπε ότι “αυτή την ώρα που μιλάμε, το πρωί, είμαστε 90 άνθρωποι για όλα τα μέτωπα στην Εύβοια”.
Επόμενη στάση, η Σκεπαστή. Υπήρχε όχημα της Πυροσβεστικής και Αστυνομία. Είχε “εκκενωθεί”, αλλά όλοι οι κάτοικοι ήταν εκεί. Εβριζαν για τα εναέρια και τον σχεδιασμό, όμως παρέμεναν χαμογελαστοί. Ετοιμάζονταν καθώς ήδη είχε αρχίσει να φουντώνει ένα μέτωπο στην κατεύθυνση της Αγίας Αννας. Εφυγα σχετικά ήσυχη από τη Σκεπαστή. Λίγες ώρες αργότερα, μάθαμε ότι τους έζωσαν οι φλόγες. Αυτή ήταν η εικόνα στα περισσότερα χωριά της Βόρειας Εύβοιας. Κάτοικοι μόνοι.
Το απόγευμα ακούσαμε ότι φουντώνουν ξανά τα μέτωπα στην Αττική. Ημουν στη Λίμνη εκείνη την ώρα, για να φάμε κάτι στο πόδι, και άκουσα έναν παππού να σχολιάζει: “Αν άρπαξε η Αθήνα, εμείς καήκαμε τώρα”. Φοβούνταν ότι θα τους παρατήσουν ακόμα πιο πολύ. Και έτσι έγινε.
Γυρίζοντας προς Αθήνα, φούντωσαν τα διόδια στις Αφίδνες. Βρήκα δρόμο κλειστό στην έξοδο της Χαλκίδας και αποκλείστηκα εκεί. Είχε πάρα πολλή κίνηση. Γιατί έφευγαν άνθρωποι από τη Βόρεια Εύβοια για να σωθούν, άλλοι από Καπανδρίτι και Αγιο Στέφανο ανέβαιναν προς Χαλκίδα για ασφάλεια. Δεν υπήρχε δωμάτιο για δωμάτιο. Η Χαλκίδα έγινε σαν χοτ σποτ πυρο-μεταναστών»...
Νόρα Ράλλη
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου