Σε όλο το διάστημα από τη συγκρότηση της Προανακριτικής Επιτροπής για την υπόθεση του Νίκου Παππά παρακολουθώ χωρίς να παρεμβαίνω (για λόγους αυτονόητους).
Τώρα που ολοκληρώθηκε η διαδικασία, κατά τη δική μου άποψη και όχι μόνο, δεν είναι καθόλου εμφανές ποιο είναι το αδίκημα. Είναι όμως ανάγκη να προσδιορίζουμε τα κίνητρα της Νέας Δημοκρατίας, που πρωτοστάτησε στη διαδικασία της δίωξης.
Ήμουν απολύτως βέβαιος ότι αδίκημα δεν υπάρχει.
Όσο για τα κίνητρα, ήρθε να μου τα επιβεβαιώσει έναν μήνα ακριβώς πριν από την έκδοση της απόφασης στην Ολομέλεια της Βουλής ένας από τους επικεφαλής τής αντιπροσωπείας της Νέας Δημοκρατίας στην Επιτροπή., ο κύριος Μαρκόπουλος.
Στην εφημερίδα Τα Νέα στις 10 Ιουνίου έγραφε επί λέξει: “Σε λίγες μέρες λοιπόν θα ολοκληρωθεί στην Ολομέλεια η συζήτηση για την υπόθεση Παππά, ενώ ταυτόχρονα εξελίσσεται η συζήτηση για την υπόθεση Παπαγγελόπουλου στο Συμβούλιο. Θα είναι πραγματικά κρίμα όμως αν, πέραν των προφανών στοιχείων που υπήρξαν, αναδείχθηκαν και συζητήθηκαν στις επίπονες αυτές προανακριτικές διαδικασίες, να μην μπούμε ως πολιτικά πρόσωπα και στην περιοχή της πολιτικής ανάλυσης, του τι πραγματικά επιχειρήθηκε ενάντια στην αστική δημοκρατία".
Αυτός ο κύριος κλήθηκε, ως μέλος της Προανακριτικής, να κρίνει τα πραγματικά γεγονότα του πιθανού αδικήματος, όμως με δηλωμένη μια σημαντική προκατάληψή του: ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος και ο Νίκος Παππάς ήθελαν να καταλύσουν την αστική δημοκρατία.
Δεν νομίζω πως δεν αξίζει τον κόπο να μπω σε διάλογο με τον κύριο Μαρκόπουλο για το τι ακριβώς είναι δημοκρατία. Μάλλον έχει στο μυαλό του μια ολιγαρχική δημοκρατία ή, πιο συγκεκριμένα, ένα ολιγαρχικό καθεστώς.
Βέβαια, ίσως είναι περιττό να το θυμίσω ότι το είδος του πολιτεύματος καθορίζεται από το σύνταγμα του κράτους. Όμως κατά τη διάρκεια των διαδικασιών της Προανακριτικής δεν κατατέθηκε ούτε μία υπόνοια για την παραβίαση του συντάγματος.
Όμως δικαιούμαι να παρομοιάσω την προδιάθεση του κυρίου Μαρκοπούλου και της πλειοψηφίας της Προανακριτικής Επιτροπής με την αλήστου μνήμης επίκληση του μετεμφυλιακού κράτους και του κράτους της δικτατορίας, όπου και τότε μας παρέπεμπαν με την κατηγορία ότι "Είχαμε την πρόθεση να δώσουμε τη μισή Ελλάδα στους Βούλγαρους". Βέβαια, και τότε δεν υπήρχε καμία συγκεκριμένη κατηγορία, παρά μόνο ιδεοληπτική και φασίζουσα αντίληψη των τότε κρατούντων ότι "είχαμε πρόθεση".
Και τότε άλλους φυλάκιζαν χωρίς δίκη, αλλά και για όσους οδηγούσαν σε δίκη το κατηγορητήριο ήταν σαφές "είχαμε πρόθεση να προδώσουμε την Ελλάδα και να παραδώσουμε ένα μέρος στις χώρες του παραπετάσματος".
Όταν όμως η χώρα κινδύνευε από τον φασισμό και τότε που η χούντα κατέλυε τη δημοκρατία, εμείς βρεθήκαμε στην πρώτη γραμμή για την υπεράσπιση και της πατρίδας, και της δημοκρατίας.
Γι’ αυτό και οι κατηγορίες της χούντας αποτέλεσαν για μας τιμή. Μια τιμή η οποία αναγνωρίστηκε ιστορικά και θεσμικά από την ελληνική κοινωνία και την Πολιτεία.
Σήμερα όμως επιχειρείται να αναβιώσει, με πρόδηλο τρόπο, το καθεστώς των παραπομπών για "πρόθεση" και μάλιστα ανομολόγητη, την οποία προσδιορίζουν μόνο οι κατήγοροι. Επιχειρείται να ξαναγραφτεί η Ιστορία και να ακυρωθεί κατακτημένο επίπεδο πολιτικού πολιτισμού και δημοκρατίας.
Για τον λόγο αυτό θα παραμείνουμε ακόμη μία φορά περήφανοι. Γιατί για ακόμη μία φορά θα αντισταθούμε σε όσους παραβιάζουν βασικές αρχές δικαίου κατακτημένες με αγώνες και αίμα. Γιατί, όπως έγραφε ο ποιητής την Πρωτομαγιά του 1974 από τη Γυάρο:
"Και μόνον οι καρδιές μας
μείναν για να θυμίζουν
πως στα ακρογιαλιά
στους αγρούς
και στις βουνοπλαγιές της πατρίδας μας
πρέπει χαμόγελο
όσο ακριβά κι αν έχει στην πληρωμή"...
ΑΥΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου