Εδώ και αρκετές μέρες έχετε αντιληφθεί ότι η Μαριέττα Γιαννάκου όπως και η Όλγα Κεφαλογιάννη διαφωνούν με το νομοσχέδιο για την συνεπιμέλεια που προωθείται για ψήφιση αύριο στην Βουλή. Άλλωστε το δήλωσαν δημοσίως. Οι τροπολογίες που κατέθεσαν από κοινού κατά την επεξεργασία του στην... αρμόδια επιτροπή της Βουλής, δεν είναι διορθωτικού χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα αμφισβητούν τον πυρήνα του νομοσχεδίου δηλαδή την συνεπιμέλεια και τις διατάξεις περί διατροφής, που θα επιφέρουν μεγάλες αλλαγές στο ισχύον οικογενειακό δίκαιο.
Μέχρι εδώ θα μπορουσε να πεί κανείς ότι έχουμε μία διάσταση απόψεων στο εσωτερικό της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας. Σημαντική βεβαίως, γιατί προέρχεται από δύο στελέχη του κόμματος με ειδικό βάρος. Η Όλγα Κεφαλογιάννη θα μπορούσε αν είχε αποδεχθεί την πρόταση που της έκανε τον Ιούλιο του 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης να είναι σήμερα υπουργός.
Η Μαριέττα Γιαννάκου είναι βουλευτής επικρατείας, πρώην υπουργός, στέλεχος με έντονο ευρωπαϊκό στίγμα. Περιλαμβάνεται στους κυβερνητικούς βουλευτές που έχουν γνώμη και δεν διστάζουν να διαφωνήσουν όταν το κρίνουν απαραίτητο. Ενστάσεις – να θυμίσουμε- έχουν εκφράσει και άλλοι βουλευτές όπως ο Βασίλης Υψηλάντης από τα Δωδεκάνησα.
Κάθε πολιτική διαφωνία ειναι θεμιτή στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Θα μπορούσε μάλιστα να αποτελεί και κάποιο είδος «παράσημου» για την Κ.Ο της Ν.Δ. Ιδίως αφού έχει κατηγορηθεί από την αντιπολίτευση ότι επιχειρεί να εκβιάσει την ψήφο των βουλευτών της, χρησιμοποιώντας τα μέτρα για τον Covid όπως την επιστολική ψήφο στις ονομαστικές ψηφοφορίες.
Κάτι τέτοιο προσπάθησε άλλωστε να πει και χθες στην Βουλή ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας. Ανέφερε, σχολιάζοντας τις απόψεις Γιαννάκου-Κεφαλογιάννη ότι «εμείς είμαστε δημοκρατικό κόμμα. Εμείς μπορούμε να συζητάμε. Μπορούμε να ακούμε και τη διαφορετική άποψη».
Όμως οι χθεσινές καταγγελίες της Μαριέττας Γιαννάκου αλλάζουν το σκηνικό. Έτσι ώστε να μήν μιλάμε πλέον για μία απλή διαφωνία. Διότι η γαλάζια βουλευτής μίλησε για την κοινοβουλευτική διαδικασία που ακολουθήθηκε και τόνισε ότι εκεί «δεν συμμετείχαν παραδοσιακές γυναικείες οργανώσεις, όπως ο Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας». Αντιθέτως – είπε η Μαρριέτα Γιαννάκου- «είδαμε απίθανες οργανώσεις,γονείς, συνεπιμέλεια, ενεργοί μπαμπάδες, τρομερές διαφημίσεις υπέρ του νομοσχεδίου, που σημαίνει χρήμα πολύ».
Αυτό που περιγράφει η βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, είναι μια διαδικασία σκληρού λόμπι. Για το οποίο δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά. Υπονοεί εμμέσως πλην σαφώς ότι η κυβέρνηση έχει επηρεαστεί από αυτή την - κάθε άλλο παρά δημοκρατική- λειτουργία. Έτσι εφόσον αυτό που υποστηρίζει η βουλευτής ισχύει, τότε η επιρροή αφορά το υψηλότερο κυβερνητικό επιπεδο.
Ας μην ξεχνάμε πως το ποιοι φορείς θα παραβρεθούν στην κοινοβουλευτική διαδικασία είναι κάτι που αποφασίζει η κυβέρνηση με την πλειοψηφία της. Επίσης το ποιο νομοσχέδιο θα προωθηθεί στην Βουλή δεν το επιλέγει ο εκάστοτε υπουργός αλλά συζητείται και εγκρίνεται από το υπουργικό συμβούλιο που συνεδριάζει υπό τον πρωθυπουργό.
Έτσι λοιπόν οι αιχμές της Μαριέττας Γιαννάκου, αντικειμενικά κατευθύνονται πολύ λιγότερο στον υπουργό Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα (που έχει τον χαρακτήρα «πιστού στρατιώτη» της ηγεσίας της Ν.Δ) και περισσότερο στο Μέγαρο Μαξίμου. Για τον λόγο αυτό είναι πολύ σοβαρές...
news247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου