Εχει τα όριά του το δόγμα του Καρτέσιου «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω», λένε οι εκ συστήματος ή εκ του προχείρου φιλοσοφούντες. Αίφνης, διατείνονται οι πρακτικοί άνθρωποι, η φύση έχει να μας υποδείξει αναρίθμητες μορφές ύπαρξης που δεν σκέφτονται (τον εαυτό τους, τους άλλους, και τον εαυτό τους σε συνάρτηση με τους άλλους): ζουζούνια, φυτά, τα βότσαλα της... παραλίας και τ’ αστέρια στο στερέωμα, τα πάντα, εξαιρουμένου του ευφυούς διπόδου.
Μπορεί να μη σκέφτονται όπως εννοούμε εμείς τη σκέψη, μπορεί να μη διαβάζουμε τα απομνημονεύματά τους, τα χαρτώα τεκμήρια της ύπαρξής τους, ή να μην ακούμε τη μουσική τους, την παρουσία τους όμως την επαληθεύουν όλες μας οι αισθήσεις.
Αρα; Αρα, προφανώς, η εξίσωση του Καρτέσιου, η ταυτότητα που πρότεινε τον 17ο αιώνα ο Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός, έχει περισσότερες και βαθύτερες αναγνώσεις από όσες προτίθεται να αναγνωρίσει η νωχελική, επιφανειακή προσέγγισή της. Εξ ου και οι πολλές προσαρμογές της, στοχαστικές, αυτοκριτικές ή ειρωνικές.
Από το «Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω», που ταυτίζει τον στοχασμό με την αμφιβολία (η απόφανση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί καρτεσιανής καταγωγής, μια και στη συλλογιστική του Ρενέ Ντεκάρτ, στην αφετηρία της οδού προς τη βεβαιότητα βρίσκεται η αμφιβολία) έως το «Θυμούμαι, άρα υπάρχω» του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Και από το «Αγαπώ, άρα υπάρχω», που θα το προσυπέγραφαν οι ερωτευμένοι όλων των εποχών, έως το κριτικό «Καταναλώνω, άρα υπάρχω», που ψέγει τις υπερβολές ενός «shopping therapy» μη επιδεχόμενου θεραπεία, αλλά και το «Φαίνομαι, άρα υπάρχω» που πρεσβεύουν οι νέου τύπου εικονομάχοι.
Στη χορεία των παραλλαγών θα μπορούσε ίσως να συμπεριληφθεί και η εξής: «Τους σκεφτόμαστε, άρα υπάρχουν», όπου το «σκέφτομαι» έχει τη σημασία τού «νοιάζομαι». Σχετίζεται δηλαδή με τον κόσμο των συναισθημάτων παρά με τα φαιά κύτταρά μας.
Ποιοι αποκτούν υπόσταση μόνο αν τους σκεφτούμε, αν τους νοιαστούμε; Οι κάθε λογής αθέατοι, που, όπως πιστεύουν πολλοί παγκοσμίως, άρχοντες αλλά δυστυχώς και αρχόμενοι, εχθρεύονται και απειλούν την περιβόητη «κανονικότητα» περίπου όσο και ο αόρατος κορωνοϊός.
Για παράδειγμα, όσοι ζουν στις φτωχές χώρες της Αφρικής, της Ασίας, του Ειρηνικού και της Καραϊβικής, που η μόνη τους ελπίδα να εμβολιαστούν κατά της COVID-19 είναι το ερανικό πρόγραμμα Covax. Ενα πρόγραμμα ανεπαρκές εντούτοις, επειδή στις πλούσιες χώρες, αποδεδειγμένα οπαδούς τού εμβολιαστικού εθνικισμού, ηγεμονεύει η εθελοτυφλία.
Και η αδιαφορία για όσα λένε, φωνάζουν μάλλον, ο ΠΟΥ και ο ΟΗΕ. Πως αν ο Τρίτος Κόσμος παραμείνει ένα απέραντο εργαστήριο μεταλλάξεων του κορωνοϊού, ίσως βρεθούμε αναγκασμένοι να παραδεχτούμε ότι αυτό που θεωρούμε υπερόπλο μας –τα εμβόλια- έχει τρομερές αδυναμίες. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει έναν ιό που του προσφέρεται η ευκαιρία (με τη μορφή ενός τεράστιου ανεμβολίαστου πληθυσμού) να μεταλλάσσεται αενάως, για να κάνει αυτό που τόσο καλά ξέρει να κάνει: να επιβιώνει.
Ισως δηλαδή βρεθούμε ξανά στην είσοδο του τούνελ, τη στιγμή ακριβώς που θα ’χουμε αρχίσει να πιστεύουμε ότι βγαίνουμε. Τι θα κάνουν λόγου χάρη οι ΗΠΑ, θα δεκαπλασιάσουν το ύψος των τειχών του Τραμπ, πάνω που έλεγαν ότι θα τα γκρεμίσουν, για να εμποδίσουν την είσοδο των «μολυσμένων»;
Και η Βρετανία; Θα καθηλώσει διά παντός όλα τα αεροπλάνα της και θα δέσει στα λιμάνια όλα τα πλοία της, θα γίνει απρόσβατη ώστε να αισθανθεί απρόσβλητη; Θα αυτοκαταργηθεί ο κόσμος σαν κόσμος για να περισωθούν κάποιες επαρχίες του; Το ίδιο το χρήμα θα απαγορεύσει μια τέτοια εξέλιξη.
Αθέατοι στο εσωτερικό κάθε κράτους είναι οι φτωχοί του. Παραμένουν αφανείς, ακόμα κι αν δεν εκτοπίζονται με ειδικά προγράμματα σε κάθε είδους φαβέλες, στην περιφέρεια των μεγαλουπόλεων, ώστε να μην τραυματίζουν την εμπορεύσιμη εικόνα (το διαβόητο «brand name») που θέλει να έχει κάθε χώρα για τον εαυτό της.
Εκτοπισμούς αυτού του είδους, αποκλεισμούς δηλαδή από την επίσημη, φτιασιδωμένη εικόνα, συνηθίσαμε να βλέπουμε ημιαδιάφοροι σχεδόν παντού όπου διοργανώνονται Ολυμπιακοί Αγώνες ή Μουντιάλ, μια και, όπως λένε οι καιροσκόποι και κερδοσκόποι μεγαλοχορηγοί, «ο κόσμος έχει ανάγκη τη γιορτή του».
Οι μετανάστες από την Ινδία, το Πακιστάν, το Νεπάλ, το Μπανγκλαντές και τη Σρι Λάνκα, ας πούμε, που δουλεύουν στο Κατάρ, στα έργα για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 2022, δεν φαίνονται όσο ζουν. Δεν υπάρχουν δηλαδή, γιατί το αυταρχικό πλην πλούσιο (άρα συγχωρητέο) κράτος κατακρατεί εκβιαστικά κάθε χαρτί που αποδεικνύει την ύπαρξή τους.
Και για να ’ναι σίγουρο πως η φωνή τους δεν θα ακουστεί, τους εγκλωβίζει σε χώρους διαμονής εκατό φορές χειρότερους από τις δικές μας αλγεινές Μανωλάδες, επίσης αόρατες, στερώντας τους ακόμα και το κινητό. Δεν φαίνονται όμως ούτε κι όταν σκοτώνονται την ώρα που δουλεύουν. Στα δέκα χρόνια από τη μέρα που ανατέθηκε στο Κατάρ η διοργάνωση του Μουντιάλ, σύμφωνα με ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας Guardian, έχουν χάσει τη ζωή τους στα διάφορα έργα πάνω από 6.500 μετανάστες.
Η απάντηση της οργανωτικής επιτροπής στο τεκμηριωμένο ρεπορτάζ; «Μόνο 37 θάνατοι συνδέονται με τα έργα του Μουντιάλ, και από αυτούς μόνο τρεις συνέβησαν την ώρα των εργασιών». Η απάντηση της FIFA; «Εχουν ληφθεί πολύ αυστηρά μέτρα για την ασφάλεια και την υγεία των εργατών». Ετσι είναι, επειδή έτσι μας βολεύει να είναι.
Κι ας λένε ό,τι θέλουν ο Guardian και η Διεθνής Αμνηστία, που παρακολουθεί εξαρχής το «πρόγραμμα Κατάρ», καταγράφει επιμελώς τη συνεχή παραβίαση των εργασιακών δικαιωμάτων και δημοσιεύει καταγγελτικές εκθέσεις με αποκαλυπτικούς τίτλους, λ.χ. «Μόνο δουλειά, καμία αμοιβή»…
Η μεγαλόθυμη FIFA πάντως αποφάσισε να μην αποκλείσει διά βίου τους ποδοσφαιριστές κάποιων ομάδων, μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι η πικρή αλήθεια, που τόλμησαν να παίξουν σε διεθνή παιχνίδια έχοντας στη φανέλα τους μηνύματα για την κατάντια-Κατάρ.
Αθέατοι, για να προσγειωθούμε στο σκοτεινό πεδίο της πανδημίας, είναι οι εκτός ΜΕΘ θνήσκοντες (τον ακριβή αριθμό τους μάλλον δεν θα τον μάθουμε ποτέ), αλλά και γενικά όσοι πεθαίνουν από COVID-19. Ενταφιάζονται με συνοπτικές διαδικασίες, που δεν διασώζουν τίποτε από το σοφό τελετουργικό της κηδείας, σε ορισμένες χώρες μάλιστα όλα συμβαίνουν τη νύχτα, κρυφά, σαν να παραχώνονται πανουκλιασμένοι άλλων εποχών.
Οι ιστορίες των νεκρών και οι ιστορίες των συγγενών τους δεν ακούγονται, δεν γράφονται καν, γιατί τα νήματα που συγκρατούν τις κοινωνίες έχουν κοπεί και η δημοσιογραφία αμηχανεί. Αδιάβαστοι φεύγουν οι νεκροί της πανδημίας, 9.000 στην Ελλάδα, 3.000.000 στον κόσμο.
Ο μαζικός θάνατος είναι ανώνυμος, συχνά δε καταντάει και ανώδυνος, θαρρείς και το νεκρικό πλήθος σχηματίζει μια σκληρή κρούστα στη συνείδησή μας. Οταν τελειώσει κάποτε ο πόλεμος με τον ιό, θα πρέπει να πολεμήσουμε την κρούστα αυτή. Για να μη βγάλει ρίζες άθραυστες...
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου