16.3.21

«Εσείς είσαστε το (επιτελικό) κράτος»...


Οι σκηνές ακραίας αστυνομικής βίας που πολλαπλασιάζονται σε όλη τη χώρα επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια συμπτωματική πύκνωση απαράδεκτων ατομικών συμπεριφορών, αλλά ζούμε μια οργανωμένη, δηλαδή διατεταγμένη, δράση των μηχανισμών καταστολής.

Ο πρώτος λόγος που... συμβαίνει αυτό είναι βέβαια προφανής. Μετά την παταγώδη αποτυχία της κυβέρνησης σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα που έχει κληθεί να διαχειριστεί, κυρίως βέβαια τη θανατηφόρα πανδημία και τη βαθιά κρίση της οικονομίας, η επίδειξη αστυνομικής πυγμής είναι ένα ανέξοδο μήνυμα ισχύος προς την πιο συντηρητική και τρομοκρατημένη μερίδα των ψηφοφόρων. Και όσο για τις συνέπειες που έχει για τη δημοκρατία αυτή η πολιτική τυφλής καταστολής, προφανώς από τον πρωθυπουργό θεωρούνται αποδεκτές παράπλευρες απώλειες.

Ποιος είναι το κράτος;

Δύο μέρες πριν από τις εκλογές του Ιουλίου 2019 ο αντιπρόεδρος της Ν.Δ., Αδωνις Γεωργιάδης, επισκέφθηκε κλούβα των ΜΑΤ στο κέντρο της Αθήνας συνοδευόμενος από τον απαραίτητο φωτορεπόρτερ. Στη συνέχεια ανέβασε τις φωτογραφίες στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook με το ακόλουθο σχόλιο: «Μετά από όλες τις ομιλίες, τις συγκεντρώσεις και τα σπίτια, πήγα με τα παιδιά των ΜΑΤ, εκεί που γίνονται σχεδόν κάθε βράδυ οι αληθινές μάχες με τους “αναρχικούς”, στο Πολυτεχνείο. Ηρωες της δημοκρατίας που τους έχουμε αφήσει μόνους... αυτό αλλάζει από Δευτέρα…».

Διαπιστώνουμε τώρα ότι πράγματι «αυτό άλλαξε». Οι «ήρωες της δημοκρατίας» ΜΑΤατζήδες πήραν τη θέση που τους αξίζει στο νεοδημοκρατικό κράτος. Ο γνωστός μαρτυριάρης στενός συνεργάτης του Κυριάκου Μητσοτάκη πρόφτασε δηλαδή να μας προειδοποιήσει εγκαίρως. Θα ήταν όμως αδικία να αποδοθεί σ’ αυτόν και στην υπόλοιπη ακροδεξιά πτέρυγα της Ν.Δ. η σημερινή εξέλιξη. Αλλωστε εκείνος που είχε πρώτος διατυπώσει τη θεωρία ότι κράτος και αστυνομία ταυτίζονται ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος το 1992 είχε απευθυνθεί ως πρωθυπουργός στους αστυνομικούς με μια φράση που έμεινε στην Ιστορία: «Εσείς είστε το κράτος».

Για το τι ακριβώς έχει καθένας στο μυαλό του όταν ταυτίζει το κράτος με τα σώματα ασφαλείας και όσους θεωρούν ότι δρουν υπό τη σκέπη του αστυνομικού μηχανισμού, χρήσιμο είναι να θυμόμαστε τα λόγια του Ρουπακιά προς τους άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. που τον συνέλαβαν μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και τον έβαλαν στο περιπολικό: «Είμαι δικός σας, είμαι Χρυσή Αυγή».

Η Αστυνομία και η Ακροδεξιά

Μία από τις κυρίαρχες ερμηνείες για τα περιστατικά αστυνομικής βίας είναι η απόδοση του φαινομένου στη διείσδυση στο εσωτερικό του μηχανισμού της ΕΛ.ΑΣ. θυλάκων ακροδεξιών στελεχών, οι οποίοι επωφελούνται από την εμπλοκή τους σε λαϊκές συγκεντρώσεις ή πορείες προκειμένου να δράσουν σύμφωνα με την ιδεολογία τους, πέρα από το πλαίσιο των νόμων και των διαταγών της ηγεσίας.

Είναι βέβαια κοινό μυστικό, ειδικά μετά τις αποκαλύψεις που συνόδευσαν την εξάρθρωση της εγκληματικής ναζιστικής οργάνωσης, ότι η ΕΛ.ΑΣ. υπήρξε επί δεκαετίες θερμοκήπιο χρυσαυγιτών περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο κρατικό μηχανισμό. Και βέβαια ο βαθμός της διείσδυσης αυτής δεν μειωνόταν, αλλά ενισχυόταν όσο περνούσαν τα χρόνια, διαψεύδοντας τη θεωρία ότι το φαινόμενο υπήρξε αποτέλεσμα της ελλιπούς «αποχουντοποίησης» στα σώματα ασφαλείας μετά την πτώση της δικτατορίας.

Ο Μιχαλολιάκος έχει περιγράψει σε βιβλίο του το ιστορικό βάθος αυτής της σχέσης: «Η αδελφοκτόνος διαμάχη της δεκαετίας του 1940 έφερε μοιραία κοντά τους εθνικιστές με τα σώματα ασφαλείας. Η τακτική αυτή συνεχίστηκε στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα στο χώρο της λεγόμενης Ακροδεξιάς να υπάρχει πληθώρα “ρουφιάνων”, “χαφιέδων” και καταδοτών που πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα πίστευαν πως επιτελούν… πατριωτικό καθήκον καταγγέλλοντας ό,τι συνέβαινε στον εθνικιστικό χώρο, είτε νόμιμο είτε παράνομο. Επιπλέον η νοοτροπία των “ακροδεξιών” ήταν και είναι ότι τα σώματα ασφαλείας είναι δεδομένο ότι βρίσκονται κοντά στις εθνικές ιδέες» («Για μια Μεγάλη Ελλάδα σε μια Ελεύθερη Ευρώπη», εκδ. Ασκαλών, 2000, σ. 67).

Στη Μεταπολίτευση συνέβη αυτό που δεν επιθυμούν μέχρι σήμερα να παραδεχτούν οι εκπρόσωποι της Δεξιάς, δηλαδή οι πολιτικοί απόγονοι εκείνων που προσδιόρισαν τις κατευθύνσεις και τα όρια της «κάθαρσης» το 1974. Από τους τέσσερις βασικούς μηχανισμούς του λεγόμενου «βαθέος κράτους» στην Ελλάδα (Στρατός, Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Εκκλησία) μόνο η Αστυνομία (και η Χωροφυλακή τότε) δεν υπέστη κάποιου είδους εκδημοκρατισμό, έστω και επιφανειακό. Για την ακρίβεια, θεωρήθηκε ότι η Αστυνομία επί χούντας έκανε απλώς τη δουλειά της και αφέθηκε να τη συνεχίσει όπως εκείνη γνώριζε.



Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τη διαφορετική τύχη που είχαν κατά τη Μεταπολίτευση οι βασανιστές της αστυνομίας σε σχέση με τους βασανιστές του Στρατού. Ενώ οι βασανιστές της ΕΣΑ καταδικάστηκαν σε βαριές σχετικά ποινές μετά από διώξεις που κινήθηκαν αυτεπάγγελτα, για τους βασανιστές της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής ίσχυσαν άλλα κριτήρια, απαιτήθηκε έγκληση από τα θύματά τους και στις περισσότερες περιπτώσεις απαλλάχθηκαν στα δικαστήρια.

Το μήνυμα της Μεταπολίτευσης ήταν ότι ο στρατός δεν πρέπει να αναμιγνύεται με τέτοιες μεθόδους στην πολιτική, αλλά η αστυνομία έχει το δικαίωμα να φτάνει στα άκρα (καταστολή λαϊκών εκδηλώσεων, ξυλοδαρμός αντιφρονούντων, βασανιστήρια υπόπτων), εφόσον έχει επιφορτιστεί με τη «βρομοδουλειά» να προστατεύει το «πολίτευμα» (όχι βέβαια τον πολίτη), όπως αυτό γίνεται κατανοητό από τους εκάστοτε κρατούντες.

Πού οδηγεί αυτή η λογική; Μα στα φαινόμενα αστυνομοκρατίας που ζούμε αυτές τις μέρες. Επί δεκαετίες ίσχυε στη χώρα ο κατοχικός νόμος 29/1943, στον οποίο μεταξύ άλλων προβλεπόταν ότι οι αστυνομικοί έχουν δικαίωμα να κάνουν χρήση όπλων «όταν ενεργούνται συναθροίσεις παρά την απαγόρευσιν αυτών υπό της αρχής, οι δε συναθροισθέντες καίπερ δεν εκτρέπονται εις έκτροπα, εν τούτοις εις πρόσκλησιν αυτής όπως διαλυθώσιν αρνούνται να πράξωσι τούτο». Ο νόμος ίσχυσε επί 60 χρόνια, αλλά ο νόμος που τον αντικατέστησε (3169/2003) εφαρμόζεται επιλεκτικά και βέβαια δεν οδήγησε σε πραγματική αλλαγή του τρόπου δράσης των σωμάτων ασφαλείας.

Η «σύγκλιση» σωμάτων ασφαλείας και Χρυσής Αυγής επισημοποιήθηκε στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου 2012, όταν διαπιστώθηκε ότι στα εκλογικά τμήματα της Αθήνας που ψήφιζαν αστυνομικοί με βάση ειδικούς εκλογικούς καταλόγους οι επιδόσεις της οργάνωσης ήταν πολύ ψηλές. Στα τμήματα αυτά (806-816), που βρίσκονται κοντά στη ΓΑΔΑ, τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής ήταν από 17,2% έως 23,04% στις εκλογές του Ιουνίου. Διατηρήθηκαν δηλαδή στο ίδιο ύψος με τα ποσοστά του Μαΐου. Σε γειτονικά εκλογικά τμήματα, όπου δεν ψήφισαν αστυνομικοί, όπως το 804 και το 805, το ποσοστό της οργάνωσης ήταν 5,35% και 6,57% αντίστοιχα (Β. Γ. Λαμπρόπουλος, «Οι αστυνομικοί ψήφισαν και πάλι μαζικά Χρυσή Αυγή», Το Βήμα Online, 19.6.2012).

Σημαντικό είναι το γεγονός ότι αυτό το φαινόμενο είχε παρατηρηθεί ήδη πριν από την εκλογική εκτίναξη της ναζιστικής οργάνωσης, δηλαδή στις ευρωεκλογές του 2009 και εν συνεχεία τις βουλευτικές εκλογές του ίδιου χρόνου. Επιχειρώντας να βρει μια εξήγηση για τα ανεξήγητα υψηλά ποσοστά της Χρυσής Αυγής στα δύο διαμερίσματα του δήμου του, ο πρώην δήμαρχος Καισαριανής, Θανάσης Μπαρτσώκας, διαπίστωσε ότι «η σημαντική άνοδος των ποσοστών της Ακροδεξιάς στην Καισαριανή, τόσο στις ευρωεκλογές όσο και στις εθνικές εκλογές, οφείλεται στους ειδικούς καταλόγους και σχεδόν αποκλειστικά σε αυτούς που προέρχονται από τη Διεύθυνση Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής».

Το υπουργείο των «δύο άκρων»

Η διασύνδεση επομένως της Ακροδεξιάς με τους μηχανισμούς της Αστυνομίας είναι δεδομένη. Ομως θα ήταν λάθος το συμπέρασμα ότι αυτή η αμαρτωλή σχέση αποτελεί απλώς επιβίωση ενός σκοτεινού παρελθόντος και ότι αρκεί κάποιου είδους «κάθαρση», προκειμένου να δημιουργηθεί ένα «δημοκρατικό» αστυνομικό σώμα, μια υπηρεσία δηλαδή που θα συμβαδίζει με τις διακηρυγμένες αρχές ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους.

Δεν είναι δυστυχώς η Χρυσή Αυγή εκείνη που «μόλυνε» μια δήθεν δημοκρατική αστυνομία. Ισχύει μάλλον το αντίστροφο. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι επί δεκαετίες το ολιγάριθμο «Τάγμα Εφόδου» της οργάνωσης λειτουργούσε ως συμπληρωματικός μηχανισμός καταστολής, πίσω από τις μονάδες των ΜΑΤ, επιφορτισμένο με τη «βρομοδουλειά», να ασκεί δηλαδή βία με ρόπαλα και μαχαίρια χωρίς τους περιορισμούς της στολής, συνεχίζοντας την παράδοση των προδικτατορικών «αντισυγκεντρώσεων» και των μεταπολιτευτικών «αγανακτισμένων πολιτών».

Και βέβαια όταν χρειάστηκε να διερευνηθούν εγκλήματα της Χρυσής Αυγής, υψώθηκε τείχος προστασίας από τους αστυνομικούς μηχανισμούς. Επίσημη έκθεση της ΕΛ.ΑΣ. αναγνωρίζει τις δυσκολίες που συνάντησε η προσπάθεια αναζήτησης του φυγόδικου Περίανδρου Ανδρουτσόπουλου το 1998 μετά την απόπειρα δολοφονίας του Δημήτρη Κουσουρή. Οι ίδιοι οι χρυσαυγίτες επαίρονταν ότι για τις συλλήψεις της ηγεσίας τους το φθινόπωρο του 2013 χρειάστηκε «να ξηλωθεί όλη η αστυνομία και η ΚΥΠ για να μας συλλάβουν», ενώ και σήμερα ο καταδικασμένος Χρήστος Παππάς διαφεύγει χωρίς δυσκολία χάρη στην ανοχή των «συναγωνιστών» του στο εσωτερικό του μηχανισμού της ΕΛ.ΑΣ.

Οσο για τους ίδιους τους αστυνομικούς, το μήνυμα προς αυτούς απευθύνεται μέσω της πάγιας ατιμωρησίας που ισχύει για δράστες κάθε λογής βίαιων ενεργειών από ενστόλους. Ισως η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η αντιμετώπιση της δολοφονίας του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά από τον αστυνομικό Μελίστα τον Νοέμβριο του 1985. O Μελίστας καταδικάστηκε πρωτόδικα σε δυόμισι χρόνια φυλάκιση με αναστολή και σε δεύτερο βαθμό αθωώθηκε (26.1.1990).

Η πολιτεία των εκάστοτε υπουργών Δημόσιας Τάξης (και στη συνέχεια Προστασίας του Πολίτη) που έχουν αναλάβει από τη Μεταπολίτευση να διαχειριστούν αυτόν τον ιδιαίτερο τομέα επιβεβαιώνει την ειδική σχέση της Δεξιάς με την αστυνομική αυθαιρεσία. Το μαρτυρά η επιλογή των προσώπων για το πόστο αυτό, καθώς και η αποτυχία όσων επιχείρησαν να κάνουν χρήση στοιχειωδών κανόνων δημοκρατίας και σεβασμού ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο άβατο της καταστολής.

Κεντρικός πυρήνας της πολιτικής συγκρότησης του υπουργείου από το 1974 μέχρι σήμερα είναι η θεωρία των «δύο άκρων». Οπως κατά τη Μεταπολίτευση εφευρέθηκε η θεωρία του «αριστεροχουντισμού», προκειμένου να εξισωθούν οι εγκληματίες της χούντας και οι νεοφασίστες τρομοκράτες με τις κινητοποιήσεις του ανερχόμενου λαϊκού κινήματος, έτσι και σήμερα επιχειρείται να συκοφαντηθεί το αντιμνημονιακό κίνημα των πλατειών μέσω της ταύτισής του με τους ναζιστές, που όπως έχουμε δείξει απείχαν επιδεικτικά απ’ αυτό και το κατήγγειλαν δημόσια.

Οσοι υπουργοί δέχτηκαν να εφαρμόσουν τη θεωρία των δύο άκρων, θεωρήθηκαν αποδεκτοί και σταδιοδρόμησαν. Πρώτα πρώτα βέβαια οι πατενταρισμένοι ακροδεξιοί που επιλέχτηκαν από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (Αναστάσιος Μπάλκος, Σόλων Γκίκας, Δημήτριος Δαβάκης), αλλά και ο γνωστός ανταρτοφάγος Αντώνης Δροσογιάννης ή ο υπερσυντηρητικός Στέλιος Παπαθεμελής που ορίστηκαν από τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Οσοι επιχείρησαν να εφαρμόσουν μια διαφορετική πολιτική αντιμετωπίστηκαν με οργή από τον μηχανισμό καταστολής (πιο χαρακτηριστική περίπτωση ο Γιάννης Σκουλαρίκης, στον οποίο οφείλεται και η ενοποίηση Αστυνομίας-Χωροφυλακής). Ας σημειωθεί ότι και ο Γιάννης Πανούσης, που ορίστηκε στη θέση αυτή στην πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ., επιχείρησε κι αυτός να εφαρμόσει τη θεωρία των «δύο άκρων» χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.

Η περίπτωση του σημερινού υπουργού Προστασίας του Πολίτη είναι απολύτως χαρακτηριστική. Ενώ ο ίδιος προέρχεται από το «ήπιο» ΠΑΣΟΚ, κατόρθωσε να γίνει ο μακροβιότερος υπουργός στο συγκεκριμένο πόστο σε κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, της Ν.Δ. και «μικτές». Πώς τα κατάφερε; Στο βιβλίο των Παπαχελά-Τέλλογλου για τη «17Ν», το οποίο ο ίδιος επαινούσε, αναφέρεται ότι όταν τον διόρισε ο Κ. Σημίτης υπουργό Δημόσιας Τάξης με στόχο να καταπολεμήσει την τρομοκρατία, αυτή «ήταν εντελώς άγνωστη περιοχή και ένα πόστο που δεν επεδίωκε να καταλάβει» (σ. 186). 

Και τι έκανε; «Διάβασε βιβλία για το αντάρτικο πόλεων στη λατινική Αμερική, ακόμη και για τους κλέφτες και αρματολούς» (σ. 191). Μ’ αυτά τα εφόδια εξάρθρωσε την εγχώρια τρομοκρατία. Α, και με την εμπιστοσύνη του προς τις βρετανικές και εν συνεχεία αμερικανικές υπηρεσίες.

Ο κ. Χρυσοχοΐδης είναι επιτυχημένος ακριβώς επειδή φρόντισε να εισαγάγει στα καθ' ημάς μια βαλκανική εκδοχή του δόγματος της «μηδενικής ανοχής», με πιο κραυγαλέα περίπτωση τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών το 2012 σε συνεργασία με τους ομοϊδεάτες του Λοβέρδο και Γεωργιάδη. Είναι το επιτυχημένο μοντέλο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη...

Δημήτρης Ψαρράς

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: