Παρά την προσέγγιση με τη Μόσχα και την κατακόρυφη αύξηση της οικονομικής συνεργασίας με την Κίνα, η Τουρκία παραμένει στενά συνδεδεμένη με τις δυτικές συμμαχίες. Υπάρχουν τέσσερις αμερικανικές βάσεις στην Τουρκία και αυτή στο Ιντσιρλίκ έχει αρκετά πυρηνικά για να τινάξει στον αέρα όλη τη Μέση Ανατολή. Το... 56% των τουρκικών εξαγωγών και το 50% των εισαγωγών διεξάγονται με την Ε.Ε. έναντι 26% και 30% με την Ασία. Το Ισραήλ παραμένει κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Συνεπώς, δεν μπορεί να αναμένει κανείς την αποδέσμευση της Τουρκίας από τους δυτικούς συνασπισμούς.
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα του τίτλου θα εστιάσουμε σε τρία βασικά ζητήματα: τις εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες, την κατάσταση της οικονομίας και τη διεθνή θέση της χώρας.
Ο Ερντογάν και το ΑΚΡ ανέβηκαν στην εξουσία στηριζόμενοι από μια πλατιά συμμαχία θρησκευόμενων μεσαίων επιχειρηματικών στρωμάτων της Ανατολίας, σημαντικού μέρους του αγροτικού πληθυσμού που βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση λόγω της περικοπής των ενισχύσεων, Κούρδων που είχαν εξαναγκαστεί σε εσωτερική μετανάστευση στα μεγάλα αστικά κέντρα και αριστερών φιλελεύθερων διανοουμένων που πίστευαν σε έναν «ισλαμοδημοκρατικό» δρόμο προς την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η συμμαχία αυτή συγκροτήθηκε μέσα από την πόλωση με τον κεμαλισμό και τις κατεστημένες ελίτ.
Από το 2014 όμως, ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ ανάμεσα στον Φετουλάχ Γκιουλέν και τον Ερντογάν οδήγησε τον δεύτερο στον προσεταιρισμό του ακροδεξιού κόμματος της Εθνικής Δράσης του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια νέα εκστρατεία βίας και καταστολής των κουρδικών οργανώσεων. Η απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 σφυρηλάτησε μια νέα συμμαχία που αποτελείται από την πολύ πλουσιότερη τώρα πια μεσοαστική τάξη της περιφέρειας, συντηρητικά θρησκευόμενα στρώματα, σκληροπυρηνικούς στρατιωτικούς, ακροδεξιές ομάδες, δίκτυα της μαφίας που αναβαπτίζονται σε αξιοπρεπείς επιχειρηματίες, ακόμη και πρώην μαοϊκούς που έχουν μεταλλαχθεί σε υπερεθνικιστές και συνεισφέρουν στην ερντογανική αντιιμπεριαλιστική ρητορική και τον σχεδιασμό ενός κρατικού καπιταλισμού. Η νέα πόλωση είχε ως αντίπαλο άκρο τους Κούρδους και τις συνωμοσίες της Δύσης για τη συρρίκνωση της Τουρκίας. Απέναντι σε αυτήν τη συμμαχία η αντιπολίτευση, κεμαλική και φιλελεύθερη, παραμένει κατακερματισμένη και αναποτελεσματική. Η κεμαλική πολιτική ελίτ έχει χάσει την αξιοπιστία της. Οι νίκες στους δήμους της Κωνσταντινούπολης και της Αγκυρας έδειξαν ότι μόνο μια συμμαχία της αντιπολίτευσης με τις κουρδικές πολιτικές οργανώσεις μπορεί να αποτελέσει υπολογίσιμο αντίπαλο δέος στον ερντογανισμό. Αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να υπάρχει ούτε στη σφαίρα της φαντασίας.
Η οικονομία υπήρξε το δυνατό χαρτί της διακυβέρνησης του Ερντογάν. Σε μεγάλο βαθμό η επαγγελία του ΑΚΡ για νέες δυνατότητες για τους «ισλαμοκαλβινιστές» επιχειρηματίες της Ανατολίας επαληθεύτηκε και αυτή η επιτυχία τού πρόσφερε μια σταθερή εκλογική βάση.
Ο Ερντογάν κατάφερε να βγάλει τη χώρα από την υπερχρέωση, τον υψηλό πληθωρισμό και την καλπάζουσα ανεργία, στηριζόμενος σε δύο βάσεις: Στο εσωτερικό, στην προώθηση ενός μείγματος νεοφιλελεύθερης υπερεκμετάλλευσης της εργασίας και κατανάλωσης βασισμένης στον ιδιωτικό υπερδανεισμό, από τη μια πλευρά, και μεγάλων δημόσιων έργων υποδομών και οικιστικής ανάπτυξης, από την άλλη. Στο εξωτερικό, το πρόγραμμα αυτό βασίστηκε στην πληθώρα κεφαλαίων για επένδυση που υπήρχαν στην παγκόσμια αγορά λόγω των μηδενικών επιτοκίων και της πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας.
Οταν όμως, το 2013, οι Αμερικανοί σταμάτησαν την ποσοτική χαλάρωση, τα κεφάλαια ακολούθησαν αντίστροφη πορεία. Η αύξηση της φορολογίας και των τραπεζικών επιτοκίων χτύπησε κυρίως τα μεσαία στρώματα των μεγάλων πόλεων. Για να διατηρήσει την εκλογική του βάση ο Ερντογάν ακολούθησε μια πολιτική κρατικού καπιταλισμού, με την επιβολή δασμών στις εισαγωγές, την παροχή δανείων εγγυημένων από το κράτος στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στη δυναμική ενίσχυση της τουρκικής βιομηχανίας, κυρίως της αμυντικής, που την παρουσίασε ως πράξη πατριωτικού χρέους. Η νέα αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων το 2018 δημιούργησε νέα κρίση στην τουρκική οικονομία, η οποία ξεπεράστηκε προσωρινά από το δίχτυ ασφαλείας των 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων που παρείχε το Κατάρ. Η πανδημία όμως έχει χτυπήσει σκληρά την τουρκική οικονομία, ιδιαίτερα τον τομέα του τουρισμού και των εξαγωγών.
Η κρίσιμη οικονομική βοήθεια του Κατάρ αποδεικνύει ότι η στρατηγική συμμαχιών και παρεμβάσεων της Αγκυρας στη Μέση Ανατολή μπορεί να αποφέρει σημαντικούς καρπούς. Η νέα πολιτική συμμαχία που στηρίζει τον Ερντογάν προκρίνει την έμμεση ή άμεση στρατιωτική παρέμβαση της Τουρκίας σε διάφορα περιφερειακά μέτωπα, στη Συρία, στη Λιβύη και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, και την επίδειξη πυγμής στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η στρατιωτικοποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής δημιουργεί τριβές με τους συμμάχους και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ. Επίσης η προσπάθεια του Ερντογάν να αναδειχθεί σε ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου, είτε μέσω της επιρροής του στους Αδελφούς Μουσουλμάνους είτε με συμβολικές κινήσεις όπως η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσουλμανικό τέμενος, δημιουργεί έντονη ανησυχία και εχθρότητα σε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα.
Παρά την προσέγγιση με τη Μόσχα και την κατακόρυφη αύξηση της οικονομικής συνεργασίας με την Κίνα, η Τουρκία παραμένει στενά συνδεδεμένη με τις δυτικές συμμαχίες. Υπάρχουν τέσσερις αμερικανικές βάσεις στην Τουρκία και αυτή στο Ιντσιρλίκ έχει αρκετά πυρηνικά για να τινάξει στον αέρα όλη τη Μέση Ανατολή. Το 56% των τουρκικών εξαγωγών και το 50% των εισαγωγών διεξάγονται με την Ε.Ε. έναντι 26% και 30% με την Ασία. Το Ισραήλ παραμένει κορυφαίος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας. Συνεπώς, δεν μπορεί να αναμένει κανείς την αποδέσμευση της Τουρκίας από τους δυτικούς συνασπισμούς. Αλλωστε και η Ουάσινγκτον δεν μπορεί να αντικαταστήσει την Τουρκία με κανέναν από τους υπόλοιπους συμμάχους της στην περιοχή.
Τέλος, αν θέλαμε να ξεχωρίσουμε μία ιδιότητα του Ερντογάν που του δίνει τη δυνατότητα να ξεπερνά σοβαρές κρίσεις είναι η ικανότητά του να συγκροτεί νέες συμμαχίες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Είναι αμφίβολο όμως αν η ικανότητά του αυτή αρκεί σήμερα για να ξεπεράσει μια βαθιά οικονομική ύφεση.
Σωτήρης Ρούσσος (αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών www.cemmis.edu.gr)
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου