Αν δεν υπήρχε η Σοφία Μπεκατώρου, που μας πρόσφερε μέγα δώρο με τη θαρραλέα απόφασή της να ξαναζήσει τον εφιάλτη της, εκτιθέμενη στον αδηφάγο συλλογικό οφθαλμό, θ’ ακούγαμε τώρα όσα ακούμε για τις σεξουαλικές κακοποιήσεις κυρίως στους χώρους του αθλητισμού και του θεάτρου και... δευτερευόντως της πολιτικής και της δημοσιογραφίας; Σίγουρα όχι.
Οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κι αν είχε εγκαινιάσει το ελληνικό #ΜeΤoo, θα είχε καταβροχθιστεί ακαριαία από την καθεστηκυία αγέλη των ομερτάδων, των αυτονόητα πλην αναπόδεικτα χρηστών πολιτών, αλλά και από μερίδα όσων τώρα συμπρωταγωνιστούν στην προβολή των αποκαλύψεων. Κατασυκοφαντημένο, θα είχε εξωθηθεί στο περιθώριο, να ντρέπεται για λογαριασμό των «νικητών», για λογαριασμό μας.
Για να επαναλαμβάνει στην ισόβια κρύπτη του το μάθημά του. Ωσπου να το χωνέψει ότι αυτά τα ευρωπαϊκά και τ’ αμερικάνικα, «δικαιωματισμοί», «έμφυλη βία», «γυναικοκτονία» και λοιπά πολυτελή, δεν περνάνε στον τόπο όπου γεννήθηκαν τα πάντα. Του φαρισαϊσμού συμπεριλαμβανομένου. Κι ας τον θεωρούμε ιουδαϊκό.
Το ολυμπιακό κλέος της Μπεκατώρου, το κύρος της και η τεκμηριωτική ωριμότητα της κατάθεσής της προστάτεψαν, έστω μέχρις ενός βαθμού, και την ίδια αλλά και όσους παρακίνησε η τόλμη της από τη διαβολή και την κακοψυχία, τη χυδαιότητα και τον κιτρινισμό. Εντέλει από το σύστημα, που εξαναγκάζει ανθρώπους αισχρά κακοποιημένους να καταπίνουν το ουρλιαχτό του πόνου και της δίκαιης οργής τους.
Οπου «σύστημα» η παράδοση, όπως δημιουργήθηκε και επιβλήθηκε από τις πολλές μικρές και μεγάλες εξουσίες που υπάρχουν «εκεί έξω», καθεμιά με τον κυνισμό και την υποκρισία της. Καθεμιά πανέτοιμη να υπερασπίσει τα κεκτημένα της με κάθε τρόπο, σύννομο και μη.
Η εξουσία του φύλου πρώτη και χειρότερη. Του αρσενικού φύλου. Που, μυριάδες χρόνια μετά την κάθοδο από τα δέντρα, απολαμβάνει την καταγωγή του από τον Κυνηγό. Και μεταχειρίζεται τις γυναίκες, ακόμα και κοριτσόπουλα, σαν θηράματα υποχρεωμένα να ανέχονται την ωμή επίθεση, τη βία, την καταλήστευση. Να τα κατανοούν και να τα χαίρονται σαν φαινόμενα νομιμοποιημένα από τη φύση, αλλά συχνά και από τον (όποιο) Θεό.
Παράδοξο; Πάνε αιώνες που οι γυναικείες θεότητες εξαφανίστηκαν από το ουράνιο στερέωμα και τα μύχια των ανθρώπων. Αν μετρήσουμε τους ακολούθους των τριών αβρααμικών θρησκειών, στην οικουμένη ηγεμονεύει ο Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης, στη μια ή την άλλη παραλλαγή του. Εικονογραφημένος ή μη, είναι άρρην. Και ο θνητός άντρας είναι εικόνα και ομοίωσή του.
Ενώ η γυναίκα, το λέει ο Παύλος, είναι εικόνα του αντρός της, ατελής και προβληματική. Αν είμαστε θρήσκοι, δεν είμαστε μόνο για το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε» και το «Χριστός ανέστη». Είμαστε αχθοφόροι και των δογμάτων που συνέταξαν οι αυθεντίες που συρρίκνωσαν τις Γραφές σε κανόνες.
Η εξουσία του πόστου έπειτα. Του κοινωνικού αξιώματος. Δεν είναι μοιραίο να μεταφράζεται η όποια αίγλη ενός πόστου σε φωτιά που αρχικά αποτεφρώνει τη συνείδησή σου, για να λείψουν οι αναστολές και οι ηθικές περικοκλάδες, και ύστερα κατακαίει και αναλώνει «ανθρωπάκια», και πατάει πάνω τους για να νιώσει ότι ψήλωσε. Οχι. Μετράει η προπαίδεια του καθενός, η αγωγή, η οικογενειακή του κληρονομιά – σε συναισθήματα και αντιλήψεις, όχι σε αγροτεμάχια, ακίνητα και τιμαλφή.
Είναι πάντως αδύνατο ν’ αντέξεις το βάρος της συνείδησης, της κοινωνικής ευθύνης, όταν το πόστο σου το απέκτησες παρ’ αξίαν. Επειδή, λ.χ., έτυχε να γεννηθείς από τζάκι ή να διαθέτεις μπάρμπα στην Κορώνη και παππού στη Μεθώνη. Ή επειδή φρόντιζες να συμπληρώνεις τα κομματικά σου ένσημα όσο οι άλλοι κοπίαζαν, μάθαιναν, πλούτιζαν σε γνώσεις, αισθήματα και απορίες για τον κόσμο, έμεναν όμως πίσω στην «επετηρίδα». Είσαι επιστάτης, προϊστάμενος, επικεφαλής, αφεντικό;
Αν δεν βρεις μονάχος τα χαλινάρια σου και δεν τα τραβήξεις δυνατά, δεν είσαι παρά ένας μικρόνοος λοχίας, σαν εκείνους που ταλαιπωρούν τους «ψάρακλες» για να νιώσουν κυριαρχικά ανώτεροι, ηδονιζόμενοι ηδονή ψυχιατρικής τάξεως. Ωσπου απολύονται κι αυτοί και βρίσκουν μπροστά τους, σε κάθε γωνιά του βίου, αμέτρητους «ανθύπες» και λοχαγούς. Και υποκλίνονται.
Υπάρχει έπειτα η εξουσία του «γνώστη» ή του «ευαίσθητου», και ακόμα χειρότερα του «επώνυμου ευαίσθητου γνώστη». Ξέρει να μιλάει όμορφα, σαν να λέει γλυκά παραμύθια, να δελεάζει, να τάζει, να προκαλεί σύγχυση σε όσους δεν έχουν γερή αρματωσιά, να σε εντάσσει σε ρόλους, να σε αφοπλίζει, να σε χειραγωγεί. Να σε υποτάσσει.
Εμαθε να δρα σαν ένας λοχίας-ηδονοθήρας σωματικά και πνευματικά βάναυσος και ψυχικά ανάλγητος. Κυκλοφορούν πολλοί εκεί έξω, ιταμά κυνηγόσκυλα που ξέρουν να εντοπίζουν την τρωτή φρέσκια σάρκα και να την πείθουν πως γι’ αυτό γεννήθηκαν, για να γίνουν θήραμά τους, γεύμα τους.
Κι αν το κυνήγι τους είναι συχνότατα αποδοτικό, είναι επειδή εκεί έξω, δίπλα μας δηλαδή, κυκλοφορούν και πάμπολλα πλάσματα μπερδεμένα, αδύναμα, ευάλωτα, τωόντι ευαίσθητα, ή μ’ ένα μικρό όνειρο –να γίνουν κάτι επιτέλους– να τρώει το μυαλουδάκι τους. Και άλλα πλάσματα, παιδάκια ακόμα, καλαμάκια θλιμμένα, που πέρασαν βουνά και θάλασσες για να φτάσουν στην πύλη της μαγικής Ευρώπης, και ο βιαστής-εκβιαστής τους, μπορεί ομοεθνής τους, μπορεί ομοεθνής μας, τα βγάζει σε πλειστηριασμό πέριξ του Μεταξουργείου, όπου συχνάζουν όταν νυχτώσει οι παιδοκυνηγοί. Οι στυγνοί δολοφόνοι ανήλικων ψυχών.
Γιατί υπάρχει πολλή αρρώστια εκεί έξω. Πολλή μικροεξουσία, τόσο βαριά αρρωστημένη που ξαναθέτει επιτακτικά το ερώτημα εάν υπήρξε ποτέ εξουσία υγιής στα φανερά και στα κρυφά της, κι αν είναι εφικτό να υπάρξει. Αν έχει νόημα, δηλαδή, οποιαδήποτε εξουσία δίχως την ποικίλη «υπερβολή» της.
Θα μπορούσα εδώ να συνεχίσω μιλώντας για τη δημοσιογραφική (τεταρτο)εξουσία, που αποδείχτηκε εκ νέου ικανή να βλέπει μόνο με το ένα μάτι· να στηλιτεύει αποκλειστικά όσους έχει επιλέξει σαν αντιπάλους της (ή τους της έχουν υποδείξει οι πολιτικοί καθοδηγητές της και οι οικονομικοί χορηγοί της)· να παρασταίνει σαν μάθημα δεοντολογίας την περιφρόνηση κάθε κώδικα δεοντοπραξίας· να διαπιστώνει κιτρινισμό μόνο στα γραπτά και στα λεγόμενα των άλλων και ποτέ στα δικά της.
Ή να μιλήσω για την πολιτική εξουσία, που έμαθε να αποκαλεί «επικοινωνιακή αστοχία» κάθε της ολίσθημα και λάθος, και να νοιάζεται μόνο για την εικόνα της. Ας φαίνεται γερή η φλούδα κι ας πήρε να σαπίζει το μέσα.
Θα μιλήσω, ωστόσο, μόνο για τη δικολαβίστικη εξουσία. Για τον «γνωστό ποινικολόγο» που ανέλαβε να υπερασπίσει τον «γνωστό σκηνοθέτη». Δηλαδή να τραμπουκίσει εις βάρος θυμάτων, μαρτύρων και δημοσιογράφων, και να διακινήσει ένα εξωφρενικό αφήγημα έσχατης συνωμοσιολογικής υποστάθμης, για πολιτικοοικονομική σκευωρία κατά της υπουργού Πολιτισμού, εξαιτίας λέει του Ελληνικού. Και θα πω ότι, για πρώτη φορά και τελευταία στη ζωή μου, συμφωνώ με λεγόμενά του. Οντως, «κινδυνεύουμε να καταντήσουμε έρμαια ατόμων που δεν έχουν καμία ηθική αναστολή». Καταντήσαμε ήδη...
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου