Η ανθρωπότητα διανύει τον 21ο αιώνα, με σοβαρότατες και καθοριστικές οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές, γεωπολιτικές, ακόμα και υγειονομικές προκλήσεις. Είναι κρίμα η Ελλάδα και η Τουρκία να αναλώνονται σήμερα σε ξεθωριασμένες εθνικιστικές αγκυλώσεις.
Βρισκόμαστε και πάλι μπροστά στην...προοπτική των επαναληπτικών «διερευνητικών επαφών». Η Τουρκία άφησε τα προσχήματα και αποφάσισε να συζητήσει, ενώ η κυβέρνηση όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσε να δείξει καλή διάθεση και επιζητούσε τη διεξαγωγή τους. Και ήταν περίεργη αυτή η εμμονή, δεδομένης και της πάγιας στάσης της Τουρκίας, αλλά και κυρίως διότι ούτε εμείς έχουμε την παραμικρή πρόθεση συμβιβασμού. Εξάλλου γνωρίζουμε πολύ καλά ότι όλες οι μέχρι σήμερα ελληνοτουρκικές επαφές ποτέ δεν υπήρξαν τίποτε περισσότερο από μια διελκυστίνδα αδιαλλαξίας και μια υποκριτική επίδειξη, προς τη διεθνή κοινότητα, μιας δήθεν καλοπροαίρετης διάθεσης για διάλογο.
Και παραμένουν αναμφίβολα μια υποκριτική διαδικασία, γιατί ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που η Τουρκία αποδεχτεί ακόμα και το αίτημά μας να συζητήσουμε μόνο το θέμα της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών (ΑΟΖ), είναι πραγματικά απορίας άξιο τι έχουμε κατά νου να διαπραγματευτούμε: διότι εάν, όπως δείχνουν οι πάγιες θέσεις και αντιδράσεις μας, θεωρούμε ότι οι προς οριοθέτηση περιοχές αφορούν μόνο μια μικρή ζώνη πέριξ των νησιών Ιμβρου και Τενέδου και μια εξίσου μικρή, ανατολικά της Ρόδου, ειλικρινά δεν βλέπω τον λόγο που επιζητούμε τη συνέχιση των επαφών.
Οι «διερευνητικές επαφές», όσο ανούσιες και εάν είναι, δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται ως αυτοσκοπός, επειδή έτσι βολεύει διπλωματικά την, κατά τα άλλα, αδιάφορη διεθνή κοινότητα και εμείς να τους κάνουμε απλά το κέφι. Οποιο νόημα και εάν τους προσδίδουμε, αυτό πρέπει τουλάχιστον να συνδέεται άμεσα με επίδειξη κάποιας θέλησης και προοπτικής συμβιβαστικών λύσεων. Επιζητώντας τον διάλογο, σημαίνει ότι έχουμε σταθμίσει την κατάσταση και έχουμε καταλήξει ότι κάτι πρέπει να αλλάξουμε προκειμένου να μην επιβεβαιώνουμε κάθε φορά τα αδιέξοδα. Ανοηταίνουμε όταν, ύστερα από μισό αιώνα διενέξεων και αντεγκλήσεων, ισχυριζόμαστε ότι χρειαζόμαστε «διερεύνηση» των τουρκικών διαθέσεων, θέσεων και επιδιώξεων.
Γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά και εμείς και η Τουρκία τις πάγιες επιδιώξεις κάθε χώρας και γνωρίζουμε ακόμα καλύτερα τι περιθώρια συμβιβασμών μάς επιτρέπει εκατέρωθεν το πολιτικό κόστος. Οι «διερευνητικές επαφές» γίνονται στο πλαίσιο της λαϊκής ρήσης «όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει». Είναι σίγουρο ότι εάν ποτέ και όταν κάποτε αναγνωρίσουμε ότι αυτή η χρόνια ένταση και αντιπαλότητα αποτελεί μια τεράστια οικονομική και αναπτυξιακή τροχοπέδη, τότε δεν θα χρειαστούμε ούτε διπλωματικές διερευνήσεις ούτε τη μεσολάβηση κανενός προκειμένου να συνεννοηθούμε, να συμβιβαστούμε και να εκμεταλλευτούμε ό,τι μπορεί να μας δώσει η περιοχή μας. Μέχρι τότε θα κοροϊδευόμαστε, παραμένοντες αντάξιοι της τύχης μας.
Είναι γεγονός ότι ως κληρονόμοι μιας δυσβάσταχτα βαριάς ιστορικής κληρονομιάς, διεθνώς είμαστε συγκριτικά πιο συμπαθείς, αποκτώντας κατά καιρούς διάφορους όψιμους εμπορικούς συμμάχους και υποστηρικτές. Μέχρις όμως εκεί. Τα απανωτά μνημόνια που μας επιβλήθηκαν θα έπρεπε να μας είχαν αφυπνίσει ως προς το πώς μας αντιμετωπίζουν σήμερα και τι μπορούμε να περιμένουμε από τους δυτικούς εταίρους μας. Με αυτά υπόψη, θα έπρεπε, στηριζόμενοι όλο και περισσότερο στις δικές μας δυνατότητες, να ασκούμε μια μετριόφρονα, νηφάλια, ρεαλιστική και κυρίως μια οικονομική πολιτική, που να αποσκοπεί σε πρακτικά και ουσιαστικά ανταποδοτικά οφέλη για τον Ελληνα πολίτη.
Αντίθετα, εμείς εξακολουθούμε να παραμένουμε αμετανόητα αιθεροβάμονες, δυσανάλογα μαξιμαλιστές, χωρίς αυτογνωσία, επιδιδόμενοι σε δαπανηρούς εξοπλισμούς και σε ανούσιες διπλωματικές επαφές, χωρίς να αποκομίζουμε κάτι το θετικό και ουσιαστικό. Ενδεικτική είναι και η πρόσφατη στάση της «φίλης» Αιγύπτου, η οποία πολύ ωμά μας επισήμανε τα όριά μας στη χάραξη ΑΟΖ και τώρα προσπαθούμε με διάφορες διπλωματικές ανοησίες να τα μπαλώσουμε. Κάπως ανάλογα φέρθηκε και η σύμμαχος Ιταλία για την ΑΟΖ στο Ιόνιο. Το ότι και στις δύο περιπτώσεις δείξαμε ότι δεν καταλάβαμε τους συμβιβασμούς στους οποίους υποχρεωθήκαμε είναι καθαρά θέμα λαϊκίστικων επιλογών. Αυτές όμως οι περιπτώσεις, μαζί με πολλές άλλες που δείχνουν ξεκάθαρα τα όρια των «συμμαχικών» και «φιλικών» σχέσεων, συνθέτουν τον γνώμονα του «ειδικού βάρους» και των δυνατοτήτων μας στο διεθνές στερέωμα.
Η πρόσφατη τουρκική άσκηση «Γαλάζια Πατρίδα» κάτι θα πρέπει να μας έδωσε να καταλάβουμε στον τομέα αυτό. Επί δεκαπέντε μέρες ολόκληρος ο τουρκικός στόλος έκανε ασκήσεις στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου χωρίς να δικαιούμαστε την παραμικρή παρέμβαση. Περιοριστήκαμε, ως συνήθως, στον ρόλο του παρατηρητή, του διαμαρτυρόμενου, του επικριτή και πάνω απ’ όλα στον αγαπημένο «καφενειακό» ρόλο του παντογνώστη αναλυτή. Αναλύσαμε όλες τις μύχιες επιδιώξεις των Τούρκων και καταλήξαμε στο αποκαλυπτικό και βαρύγδουπο συμπέρασμα ότι αυτές οι κινήσεις μάς προκαλούν! Και εκεί μένουμε, μέχρι την επόμενη προκλητική άσκηση.
Θα ήταν όμως ενδιαφέρουσα έστω και μία ανάλυση για το πώς έχουμε ενστερνιστεί τόσο καλά αυτόν τον ρόλο του αιώνιου προκαλούμενου. Θα είχε και ιστορικό και κοινωνικό ενδιαφέρον μια ανάλυση για τα αίτια του ανάδελφου απομονωτισμού μας. Ποιο μπορεί να είναι το γενεσιουργό αίτιο το οποίο μάς φέρνει διαχρονικά αντιμέτωπους με σχεδόν όλες τις γειτονικές μας, και όχι μόνο, χώρες. Πώς παραμείναμε η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα, ακόμα και μεταξύ των πρόσφατα νεοσυσταθεισών, η οποία εξακολουθεί να καταδυναστεύεται από τα φαντάσματα του κινδύνου απώλειας εδαφικής κυριαρχίας και της καταπάτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων, τόσο από τους βόρειους όσο και από τους εξ ανατολών γείτονές μας. Και καλά οι Τούρκοι. Πώς όμως καταντήσαμε να θεωρούμε ότι απειλούμαστε ακόμα και από τους... Βορειομακεδόνες! Την απάντηση σίγουρα δεν μπορεί να τη δώσει η Ιστορία, ίσως η Ιατρική.
Η ανθρωπότητα διανύει τον 21ο αιώνα με σοβαρότατες και καθοριστικές οικονομικές, κοινωνικές, περιβαλλοντικές, γεωπολιτικές, ακόμα και υγειονομικές προκλήσεις. Είναι κρίμα η Ελλάδα και η Τουρκία να αναλώνονται σήμερα σε ξεθωριασμένες εθνικιστικές αγκυλώσεις. Η οικονομική ανάπτυξη και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου κάθε χώρας είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη σύγχρονη, προοδευτική και ανοιχτόμυαλη πολιτική που είναι διατεθειμένη να ασκήσει. Τουλάχιστον στη δυτική κοινωνία, στην οποία και θέλουμε να ανήκουμε, το μοντέλο του εθνικιστικού φανατισμού έχει τελματώσει. Καιρός είναι και εμείς και η Τουρκία να δοκιμάσουμε κάτι πιο φρέσκο και αναζωογονητικό στις επικείμενες «διερευνητικές επαφές».
Αντώνης Αντωνιάδης (αντιναύαρχος, επίτιμος αρχηγός ΓΕΝ)
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου