Σε τόνους χαμηλούς, χωρίς πολλές πομπές και παρελάσεις, χωρίς πολλούς πανηγυρικούς και «αναβιώσεις εθίμων», φαίνεται ότι θα γιορτάσουμε την εμβληματική επέτειο των δύο αιώνων από την Επανάσταση που έφερε στον κόσμο μια πατρίδα για μας τους Νεοέλληνες.
Για ένα τμήμα τους μάλλον, που αποτέλεσε τον κορμό στον οποίο αναπτύχθηκαν σταδιακά τα νέα κλαδιά. Το... στερεότυπό μας «τετρακόσια χρόνια σκλαβιά», ας το ξαναπούμε, είναι ένας συμβατικός αριθμός, ένας μέσος όρος.
Υπήρξαν τόποι όπου δεν πάτησε ποτέ πόδι Τούρκου, δυναστεύονταν όμως, εξίσου ανελέητα, από Φράγκους, στη γενική ονομασία τους· κι άλλοι που είδαν το φως της ελευθερίας έπειτα από μισή χιλιετία οθωμανικού ζυγού ή και παραπάνω.
Ας όψεται ο κορωνοϊός, που η στρατηγική της επιβίωσής του, της γυμνής ζωής του, εξακολουθεί να υπερνικά την άμυνα των ανθρώπων; Οπωσδήποτε. Οι γιορτές θέλουν ανοιχτούς χώρους, ανοιχτές αγκαλιές, ανθρώπινα βλέμματα και σώματα ν’ αγγίζονται και να συλλειτουργούν. Διαδικτυακές γιορτές δεν γίνονται, δεν νοούνται.
Και χίλιες φορές ν’ ακούσεις από το μαγνητόφωνο, το κινητό σου ή τον υπολογιστή σου την αγαπημένη σου μουσική, ζουρνά, κλαρίνο, βιολί, κιθάρα, σαξόφωνο, ακορντεόν, ασκομαντούρα, οτιδήποτε, δεν ισοφαρίζουν ούτε μία ζώσα και φυσική συμμετοχή σε πανηγύρι ή συναυλία.
Αν πάντως, μιμούμενοι τον ιό, προσαρμοστούμε κι εμείς στις νέες συνθήκες, ίσως κατορθώσουμε να μετατρέψουμε τη δεινή συνθήκη βίου του τελευταίου δωδεκαμήνου σε ευκαιρία μιας επαφής με τα νοήματα του Εικοσιένα βαθύτερης από την επιδερμική επαφή στην οποία αναπόφευκτα απολήγουν οι πανηγυρισμοί που οργανώνονται από το ύφος του αυτοδικαιωτικού στόμφου, που αναχαράζει ανιστόρητα κλισέ.
Επειτα από δυο αιώνες ελεύθερου εθνικού βίου, δεν κινδυνεύει πια η εθνική μας αυτοπεποίθηση, αν αφήσουμε τους ιδρυτικούς μας μύθους στον χώρο που τους αξίζει, τη μυθολογία. Διότι, αν πράγματι κινδύνευε, αυτό θα σήμαινε ότι στηρίχτηκε και στηρίζεται σε πόδια καλαμένια ή και γυάλινα.
Λέμε, για παράδειγμα, και ξαναλέμε ότι «του Ελληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει», και από την πολλή επανάληψη φτάσαμε να πιστεύουμε ότι αυτό αποτελεί νόμο της Ιστορίας ή και της Θεολογίας.
Αλλά και τα δημοτικά τραγούδια να μην πιστέψουμε, που, αδέκαστα και φιλαλήθη, αφηγούνται και επεισόδια εκούσιας αλλαξοπιστίας (για λόγους ερωτικούς ή «κοινωνικής ανόδου», με σημερινή ορολογία), ας πιστέψουμε τους ιστορικούς, του εθνικού ιστοριογράφου Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου συμπεριλαμβανομένου.
Ολοι τους δεν παραλείπουν να σημειώσουν ότι ο εξισλαμισμός δεν ήταν αποκλειστικά βίαιος, διά του παιδομαζώματος και του γενιτσαρισμού. Υπήρξε και εθελοντική προσχώρηση Ελλήνων, ή χριστιανών εν γένει, στο Ισλάμ. Και δεν ήταν «κρυπτοχριστιανοί» όλοι οι εκουσίως αλλαξοπιστήσαντες, όπως επιμένει να κηρύσσει ένας από τους βαυκαλιστικούς εθνικούς μας μύθους.
Η ανάγκη; Η ανάγκη, ναι. Αλλά και ο ωμός κυνισμός και η τυχοδιωκτική φιλοδοξία και το ασθενικό φρόνημα. Πάντα υπάρχουν μηδίζοντες.
Το είδαμε και με τη γερμανική Κατοχή, άσχετα αν οι ενθουσιωδώς και αποδοτικώς συνεργασθέντες και υποταχθέντες λευκάνθηκαν κατόπιν με συνοπτικές διαδικασίες, όπως συνήθως γίνεται, και στελέχωσαν τον κρατικό μηχανισμό, από τα ψηλά μέχρι τα χαμηλά του και τα χαμηλότατα, που καθάρισαν τη λερωμένη εθνική τους συνείδηση κυνηγώντας όσους αντιστάθηκαν στους ναζιστές και τους φασίστες. Είδαμε και με την εσωτερική κατοχή, των χουντικών, πόσοι αντιστάθηκαν και πόσοι έσπευσαν να δηλώσουν επικερδή υποταγή στους πραξικοπηματίες.
Χονδρικώς, όσα γράφει ο Βασίλειος Ψιλάκης, για τον τρόπο σχηματισμού της μουσουλμανικής κοινότητας στην Κρήτη (στο τρίτομο έργο του «Ιστορία της Κρήτης από της απωτάτης αρχαιότητος μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων», Χανιά, 1909), ισχύουν για κάθε μέρος της Ελλάδας: οι μουσουλμάνοι του νησιού προήλθαν «εκ των πρώτων κατακτητών», εκ των 15.000 του αρχικού παιδομαζώματος αλλά και «εκ των κατόπιν αθλίων εξωμοτών προς απόλαυσιν αγαθών και ηδονών και μετά θάνατον παραδεισίων ουρί». Δεν είναι ντροπή να το λέμε.
Ντροπή είναι να το κρύβουμε, να το αποσιωπούμε. Ντροπή είναι να κρυβόμαστε από την αλήθεια μας. Να αποφεύγουμε να διασταυρωθούμε μαζί της, προτιμώντας να πιστεύουμε ότι είμαστε γένος θεϊκό· ότι στις φλέβες μας κυκλοφορεί ο ιχώρ των Ολυμπίων και όχι το αίμα που παράγει η Ιστορία.
Μια και διανύουμε τον Φλεβάρη, ας θυμηθούμε ότι στις 24 Φεβρουαρίου του 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ως αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, απευθύνει Προκήρυξη προς τους Ελληνες από το Ιάσιο, όπου είχε στρατοπεδεύσει. Τίτλος της: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Η λέξη «πατρίς» «έρχεται κατευθείαν από τη Γαλλική Επανάσταση», παρατηρεί ο Βασίλης Κρεμμυδάς στο βιβλίο του «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821: τεκμήρια, αναψηλαφήσεις, ερμηνείες» (Gutenberg, 2016) και προσθέτει ότι «ενώ ο τίτλος είναι “Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος”, το κείμενο το απασχολεί το “υπέρ πατρίδος” σχεδόν αποκλειστικά». Η Προκήρυξη, «το ιδεολογικό μανιφέστο της Επανάστασης» κατά τον χαρακτηρισμό του Κρεμμυδά, εντάσσει ευθύς αμέσως το σχεδιαζόμενο απελευθερωτικό εγχείρημα στην πολιτική ήπειρο της Ευρώπης:
«Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες Ελληνες: Προ πολλού οι λαοί της Ευρώπης πολεμούντες υπέρ των ιδίων δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών, μας επροσκάλουν εις μίμησιν. Αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, επροσπάθησαν συν όλαις δυνάμεσι να αυξήσωσι την ελευθερίαν, και δι’ αυτής πάσαν αυτών την ευδαιμονίαν».
Η ελευθερία δεν είναι ποτέ αρκετή, λέει ο Υψηλάντης, υπάρχει πάντα η προσδοκία ότι θα αυξηθεί· η προσδοκία όμως θα ματαιωθεί αν οι Ελληνες δεν μιμηθούν τους λαούς της Ευρώπης, οι οποίοι, «καίτοι ελεύθεροι», διατρανώνουν «πολεμούντες» ότι στην ελευθερία δεν υπάρχει όριο και κορεσμός.
Ενα δεύτερο ισχυρό σήμα στην πρώτη κιόλας φράση της Προκήρυξης είναι το εθνώνυμο «Ελληνες». Μπορεί στα μεν δημοτικά τραγούδια να προκρίνεται το «Γραικός» ή το «Ρωμιός», στις δε λαϊκές παραδόσεις το όνομα «Ελληνες» να προσδιορίζει μια εξωιστορική φυλή γιγάντων, ενώ στην εκκλησιαστική ορολογία και αντίληψη κυκλοφορούσε επί αιώνες απαξιωμένο, σαν συνώνυμο των ειδωλολατρών, ο Υψηλάντης όμως το επιλέγει χωρίς δισταγμό.
Γνωρίζει ότι αν συνδέσει και ονομαστικά όσους κατοικούσαν το 1821 την Ελλάδα με όσους την κατοικούσαν και τη δόξαζαν χιλιετίες πριν, είναι πολύ πιο πιθανό να πείσει τους Ευρωπαίους να ξεπληρώσουν το χρέος τους προς τον Ομηρο και τον Σωκράτη στο πρόσωπο όχι μόνο των Υψηλάντηδων ή των Ελλήνων λογίων της διασποράς αλλά και των «κατσαπλιάδων» ή των «Μπουκουβαλαίων» της προεπαναστατικής ορολογίας, που δεν είχαν βέβαια όλοι τη φήμη και το κύρος ενός Κολοκοτρώνη.
Ο φιλελληνισμός γεννήθηκε από λατρεία προς τους αρχαίους Ελληνες και χρειάστηκε να δαπανηθεί πολύ ελληνικό αίμα πριν ωριμάσει σε σεβασμό για τους Νεοέλληνες...
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου