Πολλοί ξαφνιάστηκαν από το άρθρο της Προέδρου της Δημοκρατίας στο πρώτο φύλλο της «Εφ.Συν.» για το 2021. Οι πρώτες αντιδράσεις εστιάζονταν στο γεγονός ότι η κ. Σακελλαροπούλου επέλεξε την εφημερίδα μας για τη διατύπωση ορισμένων απόψεων για τη νέα χρονιά. Πώς είναι δυνατόν -έλεγαν ποικίλοι σχολιαστές- να δημοσιεύει άρθρο η Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε ένα μέσο που έχει πολύ χαμηλή κυβερνητική μοριοδότηση, όπως προκύπτει από την... αξιολόγηση της λίστας Πέτσα; Φυσικά η Πρόεδρος δεν έκανε τίποτα περισσότερο από αυτό που έκαναν οι προκάτοχοί της (όχι βέβαια όλοι).
Εκανε το αυτονόητο. Θεώρησε ότι μπορεί και οφείλει να μοιράζεται τις σκέψεις της με όλο το φάσμα των μέσων ενημέρωσης. Και βέβαια η «Εφ.Συν.» είναι η μοναδική μεγάλη ημερήσια εφημερίδα που δεν ταυτίζεται με την κυβέρνηση, κάτι που συμβαίνει με όλες τις άλλες, μετά την εξαγορά των συγκροτημάτων του Τύπου από τους μεγαλοεπιχειρηματίες που συνδέονται με τη Δεξιά. Οπως, λοιπόν, προηγούμενοι Πρόεδροι που προέρχονταν από τη Ν.Δ. αρθρογραφούσαν στο «Βήμα» ή στην «Ελευθεροτυπία» και άλλοι που προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ παραχωρούσαν κείμενα στην «Καθημερινή», είναι απολύτως ορθή και θεσμικά επιβεβλημένη η επιλογή της Προέδρου να διεκδικεί μια ουδετερότητα απέναντι στον πολιτικό ανταγωνισμό.
Οι πιο ευφάνταστοι επικριτές προχώρησαν βέβαια και παρακάτω, διακρίνοντας στην επιλογή αυτήν την απόφαση της Προέδρου να προετοιμάσει το έδαφος για την ενδεχόμενη πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη ή ακόμα και για την επικείμενη δήθεν συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ! Οταν κάποιος έχει συνηθίσει να αντιμετωπίζει την πολιτική με όρους συνωμοσιολογίας είναι πολύ εύκολο να οδηγείται σε παρόμοιες «ερμηνείες». Πρόκειται βέβαια για αστειότητες, ανάλογες με εκείνες που προηγήθηκαν, όταν έφτασε να γίνουν πρωτοσέλιδα το αν καθόταν σταυροπόδι η Πρόεδρος σε κάποια επίσημη συνάντηση ή το αν αφαίρεσε τα καριο- φίλια του κ. Παυλόπουλου από το προεδρικό γραφείο («Εστία», 16.7.2020 και 30.12.2020).
Το τελευταίο κρούσμα κριτικής στην Πρόεδρο ήταν η «καταγγελία» ότι απέφυγε να ασπαστεί τον σταυρό κατά τη δοξολογία της Πρωτοχρονιάς ή ότι απαίτησε να μην ανακρουστεί ο εθνικός ύμνος κατά την προσέλευσή της στη Μητρόπολη.
Υποχρεώθηκε το ΓΕΕΘΑ να προβεί σε ανακοίνωση, όπου ξεκαθαρίζεται ότι «η μη ανάκρουση του Εθνικού Υμνου στο πλαίσιο της καθιερωμένης δοξολογίας για την έλευση του νέου έτους στην Ιερά Μητρόπολη Αθηνών, αποφασίστηκε σε σύσκεψη για την προετοιμασία της τελετής» και ότι «η απόφαση ελήφθη, δεδομένων των περιοριστικών μέτρων για την Covid-19, που προβλέπουν συρρίκνωση του αριθμού των συναθροιζομένων» (2.1.2021). Και βέβαια εκείνος που είδε φως και μπήκε δεν ήταν άλλος από τη Χρυσή Αυγή που από προχθές ξανάνοιξε τον ιστότοπό της για να πει κι αυτή ότι η Πρόεδρος είναι «αντίχριστη», «ανθέλληνας» και «κομμουνίστρια».
Σημειώνω, πάντως, ότι δεν πρέπει όλοι αυτοί οι επικριτές να λησμονούν ότι στις εκκλησίες την Πρωτοχρονιά δεν τιμάμε το νέο έτος αλλά δύο μεγάλες χριστιανικές εορτές: την ονομαστική του Αγίου Βασιλείου και -κυρίως- την Περιτομή του Χριστού, δηλαδή την αφαίρεση από το θείο βρέφος του δέρματος που καλύπτει τη βάλανο του γεννητικού του οργάνου. Η σχετική τελετή έγινε σύμφωνα με τον ιουδαϊκό νόμο την όγδοη ημέρα από τη γέννηση του παιδιού, σε συναγωγή της Βηθλεέμ, όπου έλαβε και το όνομα Ιησούς (Κατά Λουκά 2,21).
Χωρίς, πάντως, να ομολογείται ρητά, εκείνο που πείραξε περισσότερο τους επικριτές της Προέδρου ήταν το ίδιο το περιεχόμενο του άρθρου, το οποίο αναφερόταν με τολμηρές διατυπώσεις στην ανάγκη να επιμείνουμε στην προάσπιση των δικαιωμάτων που καθορίζονται από μια «περιεκτική αντίληψη για τη δημοκρατία», με την υπεράσπιση των μειοψηφιών «απέναντι στην τυραννία της πλειοψηφίας», όπως ορίζει ο σύγχρονος ανθρωπισμός. Στο κείμενο επισημαινόταν το γεγονός ότι η αλληλεγγύη της Ε.Ε. δοκιμάστηκε στο μεταναστευτικό και το προσφυγικό, ενώ τονιζόταν και ότι η κρίση της πανδημίας, ως συνέχεια της οικονομικής κρίσης, οδηγεί στην αμφισβήτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας «στο όνομα ενός νέου εθνοκεντρικού προστατευτισμού».
Ασφαλώς τη σκληρή Δεξιά θα ενόχλησε και η φράση ότι «ο ευρωσκεπτικισμός είναι μια παραλλαγή της αντίδρασης στην παγκοσμιοποίηση και υποκινεί την εσωστρεφή αναδίπλωσή μας στη δήθεν εθνική ασφάλεια», αλλά και η επισήμανση ότι «εναποθέσαμε ξανά τις ελπίδες μας στο κράτος, στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και τους ανθρώπους που το υπηρετούν με αυταπάρνηση», καθώς και η παραίνεση ότι «την επόμενη μέρα προέχει η αμέριστη στήριξη των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων και η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής».
Κακά τα ψέματα. Αυτό που κυρίως ενοχλεί τους ποικίλους υπερεθνικόφρονες είναι ότι η Κατερίνα Σακελλαροπούλου δεν ταυτίζεται ούτε με τους μηχανισμούς των δύο κομμάτων του πάλαι ποτέ δικομματισμού (Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ) ούτε όμως με το λεγόμενο βαθύ κράτος, στο οποίο κατά κανόνα προσχωρούν οι ανώτατοι δικαστικοί. Μπορεί να έφτασε στην κορυφή ενός από τα Ανώτατα Δικαστήρια, αλλά σε όλη της την πορεία διατήρησε μια προσωπική στάση αρχών. Φυσικά είναι γελοιότητες όσα της αποδίδονται για κομματικές σχέσεις με την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ, με βάση το γεγονός ότι από την κυβέρνηση Τσίπρα υποδείχτηκε για την προεδρία του ΣτΕ.
Οποιος θέλει να αποτιμήσει την πορεία της ως δικαστή ας καταφύγει στο πολύ ενδιαφέρον πρόσφατο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Νίκου Αλιβιζάτου, ο οποίος γνωρίζει προσωπικά την Κατερίνα Σακελλαροπούλου και περιγράφει τη στάση ζωής της με θερμά λόγια και πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις («Δύο βήματα μπρος, ένα πίσω», εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2020). Σε αυτό το κείμενο θα διαπιστώσει κανείς ότι ο ορισμός της στην προεδρία του ΣτΕ από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν σημαίνει ότι έως τότε οι αποφάσεις της συμβάδιζαν με όλες τις κυβερνητικές επιλογές της Αριστεράς. Από αυτή την άποψη, η επιλογή της για την προεδρία του ΣτΕ δεν τιμά μόνον αυτή, αλλά και τον Αλέξη Τσίπρα που την ξεχώρισε, αφήνοντας κατά μέρος τα στενά κομματικά κριτήρια...
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου