Η διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά, η αξιολόγηση από ανεξάρτητους ή διεθνείς θεσμούς των δομών αλλά και ο εξορθολογισμός των δαπανών, φαίνεται να είναι τα τρία βασικά στοιχεία που συνιστούν τις προτάσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη για τον χώρο της εκπαίδευσης.
Μεταξύ άλλων προτείνεται και η... δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς 100 χιλιάδων αλλοδαπών φοιτητών έως το 2030 μέσω της δημιουργίας αγγλόφωνων προγραμμάτων στην τριτοβάθμια εκπαίδευσης. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι σε νομοθετικό επίπεδο οι προτάσεις της επιτροπής φαίνεται να έχουν σε σημαντικό βαθμό ενσωματωθεί στην εγχώρια νομοθεσία αφού πολλές από αυτές περιέχονται στα δύο νομοσχέδια που έχει ψηφίσει ήδη το υπουργείο Παιδείας: Ένα το καλοκαίρι για την αναμόρφωση της εκπαίδευσης και ένα ακόμη πρόσφατα σχετικά με την επαγγελματική εκπαίδευση.
Αρνητικές και θετικές εκτιμήσεις
Στην έκθεση της επιτροπής καταγράφονται εκτιμήσεις μάλλον αρνητικές για το επίπεδο εκπαίδευσης στην χώρα. Μεταξύ άλλων αναφέρεται πως «τα αποτελέσματα των Ελλήνων μαθητών σε διεθνείς συγκρίσεις είναι απογοητευτικά.
Στο Πρόγραμμα PISA (Program for International Student Assessment) του ΟΟΣΑ το 2018, για την αξιολόγηση των δεξιοτήτων δεκαπεντάχρονων μαθητών σε τρεις τομείς (Μαθηματικά, Φυσικές Επιστήμες και Κατανόηση Κειμένου), η Ελλάδα βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, και στην τελευταία τετράδα ή πεντάδα της ΕΕ».
Ενώ για τα πανεπιστήμια σημειώνεται ότι «υπάρχουν αξιόλογες μονάδες αριστείας στα ελληνικά πανεπιστήμια, όχι όμως σε θέσεις που αντιστοιχούν στο επίπεδο ευρύτερης ανάπτυξης της χώρας. Στις περισσότερο αξιόπιστες διεθνείς κατατάξεις, για παράδειγμα, κανένα από τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν περιλαμβάνεται στα 100 καλύτερα της Ευρώπης, ενώ όχι σπάνια υστερούν και σε σύγκριση με ιδρύματα μικρότερων ή λιγότερο οικονομικά αναπτυγμένων χωρών».
Παρόλα αυτά στην ίδια έκθεση υπάρχουν και άλλες εκτιμήσεις που συνιστούν ένα είδος αντίφασης: Μια από τις ενδιαφέρουσες παραδοχές της Επιτροπής Πισσαρίδη, αφορά την αύξηση του εκπαιδευτικού επιπέδου του πληθυσμού της χώρας. Φαίνεται να την πιστώνει στις πολιτικές που ακολουθήθηκαν την δεκαετία του 1990.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται «κατά τις τελευταίες δεκαετίες, το εκπαιδευτικό επίπεδο του πληθυσμού βελτιώνεται σταθερά, αν και συνεχίζει να υπολείπεται του κοινοτικού μέσου όρου. Ενδεικτικά, το ποσοστό των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην ηλικιακή ομάδα 25-64 που το 2002 ήταν 18,1%, το 2019 είχε φθάσει το 31,9% (ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ ήταν 33,2%)». Εξηγώντας το φαινόμενο η Επιτροπή εκτιμά ότι «σε μεγάλο βαθμό η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποδοθεί στη μαζική επέκταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Η ευθεία σύγκριση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους φαίνεται να ευνοεί την Ελλάδα. Όπως σημειώνεται στην έκθεση «στις νεότερες ηλικίες το ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι υψηλότερο του Ευρωπαϊκού μέσου όρου στην ηλικιακή ομάδα 30-34 ετών και παρά τη διαρροή εγκεφάλων (brain drain), που ήταν σημαντική σε αυτή την ηλικιακή ομάδα κατά τα χρόνια της κρίσης, το ποσοστό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το 2019 ήταν 43,1% στην Ελλάδα και 41,6% στην ΕΕ. Το ποσοστό σχολικής διαρροής (πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου) στην Ελλάδα ήταν 4,1% το 2019, ένα από τα χαμηλότερα στην ΕΕ.
Οι δαπάνες
Μια δεύτερη σημαντική παραδοχή που γίνεται στην Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, είναι το ότι οι δημόσιες δαπάνες είναι χαμηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Όπως ενδεικτικά σημειώνεται «το ποσοστό ως προς το ΑΕΠ ήταν χαμηλότερο του 3,5% στα μέσα της δεκαετίας του 2000 και πλησίασε το 4% στα χρόνια πριν την κρίση. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε περαιτέρω τα τελευταία χρόνια, παρά τη μείωση των δαπανών εκπαίδευσης σε απόλυτους όρους, λόγω ταχύτερης μείωσης του ΑΕΠ. Παραμένει, όμως, σταθερά χαμηλότερο από αυτό των Ευρωπαίων εταίρων μας. Το 2018 ήταν 3,9% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος στις χώρες της ΕΕ ήταν 4,7% και η χώρα κατατάσσεται στην τέταρτη χαμηλότερη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ».
Παρόλα αυτά για το ζήτημα των δημόσιων δαπανών η έκθεση έχει μια συγκεκριμένη ανάλυση των πραγμάτων υποστηρίζοντας ότι τα ελλιπή κονδύλια δεν αφορούν κυρίως την πανεπιστημιακή εκπαίδευση αλλά τις υπόλοιπες βαθμίδες και ιδίως την επαγγελματική εκπαίδευση σε δευτεροβάθμιο επίπεδο.
Όπως σημειώνει «το ζήτημα της υποχρηματοδότησης της δημόσιας εκπαίδευσης αναφέρεται συχνά στον δημόσιο διάλογο της χώρας, με τη σχετική συζήτηση να επικεντρώνεται συνήθως στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι δημόσιες δαπάνες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι όμως υψηλότερες στην Ελλάδα (0,9%) από τον μέσο όρο της ΕΕ (0,7%).
Η υστέρηση στις δημόσιες δαπάνες σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ αφορά την προσχολική και πρωτοβάθμια εκπαίδευση (1,3% Ελλάδα, 1,5% ΕΕ) και, ιδίως, τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (1,2% Ελλάδα, 1,8% ΕΕ, Διάγραμμα 4.12). Εν μέρει, η διαφορά στις δημόσιες δαπάνες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εξηγείται από τη χαμηλή συμμετοχή μαθητών στη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα, η λειτουργία της οποίας απαιτεί υψηλότερη δαπάνη ανά μαθητή, λόγω και του εργαστηριακού της χαρακτήρα».
Παράλληλα όμως στην έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, διακρίνεται ένα έντονο … «άγχος» σχετικά με τις ιδιωτικές δαπάνες στον χώρο της εκπαίδευσης. Δείγμα του ότι αν και δεν υπάρχει κάποια ευθεία αναφορά σε αυτό, αποτιμώνται ως εξίσου σημαντικές με τις δημόσιες δαπάνες, προκρίνοντας μία λογική «δύο πυλώνων».
Καταγράφεται μία ανισορροπία στη κατανομή των κεφαλαίων αφού σημειώνεται χαρακτηριστικά πως «οι ιδιωτικές δαπάνες επικεντρώνονται στην προσχολική εκπαίδευση καθώς και σε ιδιαίτερα μαθήματα και φροντιστήρια κατά τη διάρκεια της πρωτοβάθμιας και ιδίως της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ιδιωτικές δαπάνες κατευθύνονται επίσης, σε μικρότερο βαθμό, σε δίδακτρα μεταπτυχιακών σπουδών, ιδιωτικών σχολείων (τα οποία καλύπτουν περίπου 6,5% των μαθητών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) και μεταλυκειακών σπουδών εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».
Η ανάλυση των συνθηκών που γίνονται στην έκθεση της επιτροπής φαίνεται να υπαγορεύουν ουσιαστικά και τις πολιτικές προτάσεις στις οποίες η καταλήγει. Αυτές διαθέτουν ξεκάθαρο στίγμα αφού εστιάζονται στην περεταίρω σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγική διαδικασία και κυρίως την αγορά, την περιστολή των δαπανών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, την ενίσχυση της διαδικασίας αξιολόγησης ενώ μεγάλη έμφαση δίνεται στην ενίσχυση της επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Εξοικοινόμηση
Ειδικά για τα πανεπιστήμια η έκθεση Πισσαρίδη σημειώνει πως υπάρχουν «σημαντικά περιθώρια εξοικονόμησης υπάρχουν στην ανώτατη εκπαίδευση, καθώς η ενσωμάτωση των ΤΕΙ στα πανεπιστήμια δεν συνοδεύτηκε από τον απαραίτητο περιορισμό του κατακερματισμού των ιδρυμάτων με τη διασπορά σχολών και τμημάτων τους σε πολλές διαφορετικές πόλεις και κωμοπόλεις».
Μάλιστα εκτιμά ότι «πέρα από την εξοικονόμηση πόρων, η άρση του σημερινού κατακερματισμού και η συγκέντρωση των πανεπιστημίων σε μεγαλύτερες μονάδες, θα συμβάλλει στην αναβάθμιση της ακαδημαϊκής εμπειρίας και ανάπτυξης των φοιτητών, καθώς και στη διεύρυνση των εκπαιδευτικών τους επιλογών στο πλαίσιο των σπουδών τους. Ένα τέτοιο πρόγραμμα 85 συγχωνεύσεων θα συμβάλλει, επιπλέον, στην έγκαιρη προσαρμογή του συστήματος, πριν οι δημογραφικές επιπτώσεις γίνουν εμφανείς και στην ανώτατη εκπαίδευση, όπως αναμένεται από το 2027 και έπειτα».
Αξιολόγηση
Μία από τις βασικές κατευθύνσεις που προκρίνει η Επιτροπή Πισσαρίδη, είναι αυτή της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων κάθε βαθμίδας. Στοιχείο άλλωστε που ήταν κυρίαρχο και στο νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας για την αναμόρφωση της εκπαίδευσης που ψηφίστηκε φέτος το καλοκαίρι. Όπως επισημαίνεται στην έκθεση «παρατηρείται σχεδόν παντελής έλλειψη αξιολόγησης εκπαιδευτικών δομών και εκπαιδευτικού προσωπικού αλλά και κοινωνικής λογοδοσίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων». Η κριτική εστιάζεται στο ζήτημα του εκπαιδευτικού προσωπικού όσον αφορά τα δημοκρατικά και τα γυμνάσια-λύκεια.
Σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση ότι «στις δύο πρώτες βαθμίδες του συστήματος παρατηρείται παντελής έλλειψη θετικής ή αρνητικής κινητροδότησης αναφορικά με την απόδοση των εκπαιδευτικών και των εκπαιδευτικών μονάδων». Για τα πανεπιστήμια σημειώνεται ότι «στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν υπάρχει επαρκής αντιστοίχιση μεταξύ ερευνητικών και εκπαιδευτικών επιδόσεων με την κατανομή θέσεων και πόρων».
Με βάση αυτά τονίζεται ως πρόταση πολιτικής ότι «η αποκέντρωση και η ενίσχυση της διοίκησης των σχολικών μονάδων θα πρέπει να συνοδεύεται από εσωτερική και εξωτερική τους αξιολόγηση, η οποία θα λαμβάνει υπόψη της τόσο τις εκροές της εκπαιδευτικής διαδικασίας (όπως η επίδοση των μαθητών, εισαγωγή σε τριτοβάθμια ιδρύματα) όσο και τις εισροές (επίδοση σε προγενέστερο στάδιο, και ειδικές προκλήσεις κάθε σχολείου).
Η αξιολόγηση θα πρέπει να είναι διαδικασία συνεχής, να οργανώνεται και συντονίζεται από κεντρικό ανεξάρτητο φορέα, και να αποβλέπει στη βελτίωση της απόδοσης τόσο των επιμέρους σχολικών μονάδων όσο και του συστήματος συνολικά. Θα πρέπει να συνδεθεί με κάποιας μορφής παροχή θετικών ή αρνητικών κινήτρων». Κίνητρα που δεν αποκλείεται να σχετίζονται και με την χρηματοδότηση των δομών.
Ειδικά για τα πανεπιστήμια προτείνεται να υπάρξει «μια ολοκληρωμένη στρατηγική ανάδειξης και στήριξης των μονάδων ερευνητικής και εκπαιδευτικής αριστείας στο εσωτερικό των πανεπιστημίων, με αξιοκρατικές διαδικασίες από διεθνείς επιτροπές αξιολόγησης. Μια εθνική στρατηγική αριστείας θα συμβάλλει στην ανάδειξη των ελληνικών πανεπιστημίων και στη βελτίωση της θέσης τους σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Θα ενισχύσει επίσης τον ρόλο των ελληνικών πανεπιστημίων στην διαμόρφωση ενός ισχυρού οικοσυστήματος καινοτομίας, απαραίτητου για την ενίσχυση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας».
Συνδεση πανεπιστημίων με την αγορά
Παράλληλα παραθέτονται συγκεκριμένα μέτρα σύνδεσης με την αγορά. Τονίζεται πως «για τη βελτίωση της σύνδεσης της ανώτατης εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας είναι σημαντικό να αλλάξει ο προσανατολισμός της παρεχόμενης εκπαίδευσης, από την προετοιμασία των αποφοίτων για την απασχόληση πρωτίστως στον δημόσιο τομέα και την εκπαίδευση, στην απασχόληση τους στον ιδιωτικό τομέα και τις επιχειρήσεις.
Στην κατεύθυνση αυτή, μετά την κατάργηση των ΤΕΙ, θα πρέπει να διασφαλιστεί ο προσανατολισμός των προγραμμάτων σπουδών των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης και στις εφαρμογές των επιστημών και της τεχνολογίας στο χώρο εργασίας».
Πιο ειδικά προτείνεται «η διάκριση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων ή των επιμέρους σχολών τους μεταξύ εκείνων που οργανώνουν προγράμματα σπουδών στις εφαρμογές των επιστημών και εκείνων με περισσότερο θεωρητικό και ερευνητικό προσανατολισμό.
Τα Πανεπιστήμια Εφαρμογών και οι Σχολές Εφαρμογών θα μπορούσαν να προσφέρουν τριετή προγράμματα σπουδών, με υποχρεωτική παρακολούθηση πρακτικής άσκησης στο χώρο εργασίας, και να έχουν στενή συνεργασία με τις επιχειρήσεις». Τα ιδρύματα αυτά σημειώνεται θα μπορούσαν να ενισχυθούν «με επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών για τις επιχειρήσεις που θα συνεχίσουν να απασχολούν τους φοιτητές μετά την ολοκλήρωση της πρακτικής άσκησής τους, είτε με αυξημένη χρηματοδότηση και στήριξη των πανεπιστημίων των οποίων οι απόφοιτοι βρίσκουν γρηγορότερα καλύτερες θέσεις εργασίας».
Επαγγελματική εκπαίδευση
Όπως προαναφέραμε βασικό ζητούμενο για την Επιτροπή Πισσαρίδη είναι η ενίσχυση της δευτεροβάθμιας επάγγελματικής εκπαίδευσης. Σημειώνεται πως για αυτό «είναι αναγκαία η στενή συνεργασία του Υπουργείου Παιδείας με τους κοινωνικούς εταίρους και τις τοπικές κοινωνίες.
Εκτός της ριζικής ανανέωσης και αναβάθμισης των προγραμμάτων σπουδών και αναβάθμισης της υλικοτεχνικής τους υποδομής, θα μπορούσε να εξετασθεί η ίδρυση δικτύου πρότυπων Επαγγελματικών Λυκείων, η στήριξη και επέκταση της μαθητείας στα ΕΠΑΛ, η επέκταση του δικτύου των ΙΕΚ, αλλά και η αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των εκπαιδευτικών μονάδων αυτών των βαθμίδων - κυρίως των ΙΕΚ - για την ενίσχυση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων στον σχεδιασμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (π.χ. επιλογή ειδικοτήτων, καθορισμός προγραμμάτων σπουδών και μαθησιακών αποτελεσμάτων)». Μέτρα που σαφώς κινούνται στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της σχέσης της επαγγελματικής εκπαίδευσης με την αγορά.
Προκρίνεται επίσης «η θεσμοθέτηση του Εθνικού Απολυτηρίου που χορηγείται με βάση εξέταση σε αυξημένο αριθμό επιλεγόμενων μαθημάτων (7-9) θα συμβάλλει στην ενίσχυση των γνώσεων και ικανοτήτων, όχι μόνο όσων συνεχίζουν στην ανώτατη εκπαίδευση, αλλά και όσων εισέρχονται στην αγορά εργασίας μετά την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οι περιορισμοί του μεγέθους των σχολικών μονάδων στην προσφορά πολλών διαφορετικών επιλογών, μπορούν να αντιμετωπιστούν με διαφοροποίηση του προγράμματος όμορων σχολείων και τη δυνατότητα επιλογής σχολείου από τους μαθητές»...
Γεράσιμος Λιβιτσάνος
news247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου