Στον «Αγαμέμνονα» της «Ορέστειάς» του, στη συγκλονιστική προσευχή του Χορού που ψηλαφεί καινότροπα το αίνιγμα της θεότητας, ο Αισχύλος επιφυλάσσει για τη μερίδα του ανθρώπου το... κρίσιμο ρήμα «επισταθμώμαι», ζυγίζω δηλαδή: «Ζευς, όστις ποτ’ εστίν, ει τόδ’ αυ- / τώ φίλον κεκλημένω, / τούτό νιν προσεννέπω. / Ουκ έχω προσεικάσαι / πάντ’ επισταθμώμενος / πλην Διός». Μεταφράζω: «O Δίας θεός, όποιος κι αν είναι. / Κι αν έτσι να τον ονομάζουν θέλει, / έτσι τον προσφωνώ. / Μετρώ τα πάντα και ζυγιάζω, / άλλος κανείς παρόμοιός του».
Στην πραγματικότητα βέβαια, τη μυθολογημένη πραγματικότητα, που δεν απέχει εντούτοις από την πικρή εμπειρική αλήθεια, εκείνος που «επισταθμάται», ζυγίζει δηλαδή τις μοίρες ή τις ψυχές των ανθρώπων με το «τάλαντό» του, σε μια αμείλικτη κηροστασία ή ψυχοστασία, δεν είναι άλλος από τον Δία. Οπως κι αν θέλει να τον προσφωνούν. Αμέτρητα είναι άλλωστε τα ονόματα που έπλασε ο ανθρώπινος νους, σεβαστικός ή περίτρομος, για να ορίσει την Ανάγκη, την Ειμαρμένη, το Πεπρωμένο. Μπορεί εμείς τώρα πια να συναντούμε τα περισσότερα από τα ονόματα αυτά στις εγκυκλοπαιδικές σελίδες της μυθολογίας και όχι της θρησκειολογίας, στον καιρό της λάμψης τους όμως ηχούσαν παντοδύναμα για τους πληθυσμούς που τα προσκυνούσαν.
Μολαταύτα, στην Ιστορία της ανθρωπότητας, τη μεγάλη και τη μικρή, η ζυγαριά βρίσκεται πάντα στα χέρια των θνητών. Αυτοί σπεύδουν αυθορμήτως ή υποχρεώνονται από τα πράγματα να αποφασίσουν για ζωή και για θάνατο. Οιονεί θεοί, πλην με το καταθλιπτικό μειονέκτημα των τύψεων, του αισθήματος ενοχής. Φυσικά, τέτοιας λογής τύψεις δεν καταδιώκουν όσους στρατάρχες, ηγεμόνες, θρησκευτικούς ποιμένες ένιωσαν ισόθεοι και αποφάσισαν για τη μοίρα λαών ολόκληρων χωρίς καμία ταραχή, χωρίς καν να βλεφαρίσει η ψυχή τους. Σαν να έπρεπε απλώς να διαλέξουν με ποια στολή θα επιστατήσουν στη μάχη, από απόσταση ασφαλείας, ή θα στηθούν στον θρόνο και να απολαύσουν τον «θρίαμβο».
Λόγω της δουλειάς τους, όπως κι αν την αποκαλέσουμε, λειτούργημα (και είναι όντως λειτούργημα για πολλούς, όσους σώζουν την τιμή της ανθρωπότητας) ή επάγγελμα, εκείνοι που βρίσκονται αρκετά συχνά, αθέλητά τους, στη θέση του μικρού θεού είναι οι γιατροί. Στη χώρα μας, η έλλειψη κλινών και ειδικευμένου προσωπικού στις μονάδες εντατικής θεραπείας δεν είναι τωρινός βραχνάς.
Ακριβώς επειδή η έλλειψη αυτή λειτουργεί τελικά σαν τάλαντο που κρίνει σε ποιους θα προσφερθούν ελπίδες επιβίωσης και ποιοι «θα βγουν από την πρίζα» αναγκαστικά, είχε γνωστοποιηθεί αρμοδίως, από την Ελληνική Εταιρεία Εντατικής Θεραπείας, ως επιτακτικότατο πρόβλημα και σε όσους διαχειρίστηκαν το υπουργείο Υγείας επί ΣΥΡΙΖΑ, τον Ανδρέα Ξανθό και τον Παύλο Πολάκη, αλλά και σε πολιτικούς που θα ’χουν ξεχάσει πια και οι ίδιοι ότι διετέλεσαν υπουργοί Υγείας: Νικήτας Κακλαμάνης, Δημήτρης Αβραμόπουλος, Ανδρέας Λοβέρδος, Αδωνις Γεωργιάδης, Μάκης Βορίδης. Και τα δικά τους ονόματα, στις σελίδες της μυθολογίας τα συναντούμε πια, πολιτικής αυτή τη φορά, και μάλιστα υπό την επιγραφή «Κατά φαντασίαν διαλάμψαντες». Λίγα και λειψά όσα έκαναν, δεν αρκούσαν για να καταστήσουν τις ΜΕΘ ικανές να ανταποκρίνονται χωρίς απώλειες στις συνηθισμένες ανάγκες.
Κανένα εθνικό σύστημα υγείας δεν ήταν βέβαια προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει τον όγκο των αναγκών που προκάλεσε η πανδημία. Κι ωστόσο, ο οικουμενικός χαρακτήρας της τραγωδίας δεν είναι άλλοθι για καμία κυβέρνηση. Ούτε φυσικά για την ελληνική, η οποία, δυστυχώς, εξακολουθεί να πανηγυρίζει –απολύτως αναίτια, αλλά πλέον και προσβλητικά για τη μνήμη των χιλιάδων νεκρών και για το πένθος των οικείων τους– διά στόματος των πλέον ευφάνταστων ή των πλέον κυνικών υπουργών της. «Τα πήγαμε εξαιρετικά», «τα πήγαμε αξιοζήλευτα» κι άλλα τέτοια θλιβερά και απαράδεκτα, καταφανώς αναντίστοιχα με όσα ζούμε και όσα ομολογούν οι γιατροί (οι «γιατροί μας», όπως λένε συνήθως οι κυβερνώντες, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση ότι το εγκλιτικό δηλώνει σέβας και αγάπη, περίπου όπως στο ήδη αποσυρθέν κλισέ του εθνικολαϊκισμού «η Μακεδονία μας»): «Αναγκαζόμαστε να κάνουμε διαλογή ασθενών».
Δεν είναι ουδέτερος όρος η «διαλογή», το ξεδιάλεγμα, το ξεσκαρτάρισμα, για να τον ακούσουμε και στη σκληρότερη εκδοχή του. Ουδέτερος και ψυχικά αδιάφορος είναι όταν σημαίνει τον «διαχωρισμό των στοιχείων ενός συνόλου και την κατάταξή τους σε κατηγορίες με βάση το είδος ή τα χαρακτηριστικά τους». Αντέγραψα το ερμήνευμα της λέξης από το «Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας» της Ακαδημίας Αθηνών, όπου δίνονται τα εξής παραδείγματα: διαλογή φρούτων, απορριμμάτων, δελτίων προπό, ταχυδρομικών αντικειμένων, ψηφοδελτίων. Οχι, για ψυχές δεν γίνεται λόγος. Και πώς θα μπορούσε.
Κι όμως. Στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες οι γιατροί στις ΜΕΘ, ακόμα και στους υπερπλήρεις «κανονικούς» θαλάμους, εξαναγκάζονται από τα πράγματα (δηλαδή από τους πολιτικούς διαχειριστές, που οδήγησαν τα πράγματα εκεί όπου τα οδήγησαν, με τις επιλογές, τις εμμονές και την αδράνειά τους) να υποδυθούν τον θεό ή, έστω, τον εντεταλμένο αρχάγγελο: τον επισταθμώμενο Δία, τον ψυχοπομπό Ερμή, τον αρχάγγελο Μιχαήλ με τη ζυγαριά του. Το θέλουν-δεν το θέλουν (που δεν το θέλουν, άνθρωποι είναι, και δεν θα ’θελαν βέβαια να συμβεί το ίδιο εις βάρος τους ή εις βάρος οικείων τους), το αντέχουν-δεν το αντέχουν (και γιατί να το αντέχουν; δεν προσθέτει πέτσα ή πουρί στην ψυχή η επαγγελματική τριβή και η επανάληψη), πρέπει να σταθμίσουν, βασιζόμενοι και σε σχετικές μελέτες και μοντέλα, να αξιολογήσουν, να βαθμολογήσουν, να φερθούν και λίγο σαν προφήτες ή προγνώστες:
Ο άλφα είναι νεαρός αλλά με υποκείμενα νοσήματα. Ο βήτα μεσόκοπος αλλά μάλλον καλαμιά στον κάμπο, αφού μέχρι τώρα κανείς δεν ήρθε να ρωτήσει γι’ αυτόν. Ο γάμα είναι προχωρημένης ηλικίας αλλά γερό κόκαλο. Συν – πλην, συν – πλην… Εδώ δεν υπάρχει ναυαγοσωστικός αλγόριθμος σαν κι αυτόν τον φοβερό που χρησιμοποίησε η κυβέρνησή μας, μόνη στον κόσμο, για ν’ ανοίξει τα σύνορα, να μπουν οι τουρίστες ανεξέταστοι, αφού τα τεστ ήταν πολύ λιγότερα και από τα ελάχιστα που γίνονται από την αρχή της πανδημίας στους κατοίκους της χώρας.
Αν οι γιατροί υποχρεώνονται συχνά να κάνουν με πόνο ψυχής διαλογή ανάμεσα σε ασθενείς, πολιτικοί ηγέτες και επιχειρηματικοί κολοσσοί διαπράττουν το ίδιο ανάμεσα σε λαούς. Παρά τις εκκλήσεις του ΟΗΕ και του ΠΟΥ, τα εμβόλια δεν χαρακτηρίστηκαν δημόσια αγαθά αλλά διανέμονται με κριτήρια την εθνική ισχύ και τα επιχειρηματικά συμφέροντα. «Ερευνα της Oxfam», παρατηρεί η Διεθνής Αμνηστία, «συμπεραίνει ότι οι πλουσιότερες χώρες, που αντιπροσωπεύουν το 13% του παγκόσμιου πληθυσμού, έχουν ήδη αγοράσει πάνω από το μισό των μελλοντικών δόσεων των πέντε κορυφαίων υποψήφιων εμβολίων». Εθνη ολόκληρα καταδικάζονται, πλην η συνείδηση και των πωλητών και των αγοραστών ούτε καν βλεφαρίζει...
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου