Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ εξέδωσε τον πρώτο τόμο των απομνημονευμάτων του, στα οποία αυτοπροβάλλεται ως... σωτήρας του κόσμου.
Ο Μπαράκ Ομπάμα, που μόλις εξέδωσε τον πρώτο τόμο των αναμνήσεών του: ο... μόλις 59χρονος ακόμη πρώην πρόεδρος είναι αναμφίβολα ένας χαρισματικός, γοητευτικός και ευφραδής πολιτικός, που παρά τα πολλά λάθη, την ατολμία και την υπερβολική του μετριοπάθεια (προϊόν, όπως διάβασα σε μια αρκετά ακριβοδίκαιη κριτική των New York Times, της συμπλεγματικής σχεδόν εμμονής του με την εξασφάλιση της μέγιστης πολιτικής συναίνεσης, που τελικά συνέβαλε στο να «χαντακωθούν» πολλές προοδευτικές πρωτοβουλίες του) πιθανότατα θα κυβερνούσε ακόμη την Αμερική αν δεν ίσχυε ο συνταγματικός «κόφτης».
«Η Γη της Επαγγελίας» πραγματεύεται ουσιαστικά την πρώτη μόνο διετία της προεδρίας του -η αφήγηση λήγει με την εκτέλεση του Οσάμα μπιν Λάντεν, τον Μάη του 2011- και σπάει ήδη όλα τα ρεκόρ στις λίστες των ευπώλητων, καθώς την πρώτη μέρα πούλησε σχεδόν 900.000 αντίτυπα μόνο στις ΗΠΑ!
Κυκλοφορεί ήδη και στα ελληνικά (εκδόσεις Αθενς Bookstore Publications) και το έχω ανοιγμένο στη σελίδα 553: όπου, εξηγώντας γιατί το θέρος του 2010 δεν ήταν τελικά το «καλοκαίρι της ανάκαμψης» μετά τη Μεγάλη Υφεση των subprimes, παρά τα σούπερ-ντούπερ μέτρα που είχε λάβει για την τόνωση της αμερικανικής οικονομίας και τη «διάσωση» των μεγάλων τραπεζών και αυτοκινητοβιομηχανιών με τρισεκατομμύρια κρατικού χρήματος, «τα χώνει» στους Ευρωπαίους εταίρους μας επειδή δεν διέσωσαν έγκαιρα και κυρίως γενναιόδωρα τη (μικρή μεν, αλλά διεφθαρμένη και χρεοκοπημένη) Ελλάδα του ΓΑΠ.
«Σχεδόν όλο το 2009 ο Τιμ (σ.σ. Γκάιτνερ, τότε υπουργός Οικονομικών) κι εγώ προτρέπαμε τους Ευρωπαίους να δράσουν πιο αποφασιστικά (...) Πιέζαμε τις χώρες που είχαν πιο υγιή δημοσιονομικά να εφαρμόσουν πολιτικές τόνωσης σαν τις δικές μας (...) και να αυξήσουν την καταναλωτική ζήτηση σε ολόκληρη την ήπειρο». Αλλά «εμείς τα λέγαμε, εμείς τα ακούγαμε»: «Οι μεγαλύτερες οικονομίες είχαν κεντροδεξιές κυβερνήσεις» που δεν ήθελαν να αυξήσουν τις κρατικές δαπάνες και η ισχυρότερη όλων, η Γερμανία, «εξακολουθούσε να θεωρεί τη δημοσιονομική ορθότητα ως τη μόνη απάντηση σε κάθε οικονομικό πρόβλημα».
Αν και ο Ομπάμα φαίνεται πως -σε αντίθεση με τους περισσότερους ηγέτες που σκιαγραφεί- συμπαθεί τη Μέρκελ (τη χαρακτηρίζει «έμπειρη... στιβαρή, έντιμη, με οξεία αντίληψη και εκ φύσεως ευγενική», αν και «με συντηρητικό χαρακτήρα»), τονίζει πως απέρριπτε τις «κεϊνσιανές» προτάσεις του «με μια μικρή γκριμάτσα», σαν να της έλεγε «κάτι ελαφρώς απρεπές», καθώς ήξερε ότι τέτοια μέτρα τόνωσης δεν θα άρεσαν στους ψηφοφόρους της. Ούτε ο Ντέιβιντ Κάμερον, τον οποίο επίσης συμπαθούσε, ήταν διατεθειμένος «να απομακρυνθεί από τη φιλελεύθερη ορθοδοξία».
Οσο για τον... φαφλατά Σαρκοζί, λέει ευθέως ότι, αν και επέμενε ότι θα μεταπείσει τη Μέρκελ, «δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο», γιατί πέρα από τις «δημοσιονομικά συντηρητικές» αγκυλώσεις του, «δεν ήταν αρκετά οργανωμένος»... Αυτός «ο πεισματικός εναρμονισμός της λιτότητας ως λύσης από τους κυριότερους Ευρωπαίους ηγέτες», παρά τις αντίθετες ενδείξεις, «ήταν τουλάχιστον αποκαρδιωτικός». Αλλά, όπως αναφέρει, ακόμη «δεν έχανα τον ύπνο μου» για τα ευρωπαϊκά προβλήματα.
Αυτό άλλαξε μετά τον Φλεβάρη του ’10, με το ελληνικό «κραχ»: παρότι «επί δεκαετίες, η χώρα μαστιζόταν από χαμηλή παραγωγικότητα, έναν διογκωμένο και αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα, μαζική φοροδιαφυγή και μη βιώσιμες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις», λέει, «οι διεθνείς χρηματαγορές χρηματοδοτούσαν ευχαρίστως τα διαρκώς αυξανόμενα ελλείμματα».
Οταν όμως «μια νεοεκλεγείσα ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα ξεπερνούσε κατά πολύ τις εκτιμήσεις, οι μετοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών έκαναν βουτιά και η χώρα βρέθηκε στο χείλος της χρεοκοπίας». Κάτι που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα είχε μεγάλες διεθνείς επιπτώσεις, αφού «το ΑΕΠ της Ελλάδας είναι περίπου όσο του Μέριλαντ», αλλά λόγω της συγκυρίας και της σύνδεσης με το ευρώ, μετέτρεψε την ελληνική κρίση χρέους σε «μια δεσμίδα δυναμίτη με αναμμένο φιτίλι μέσα σε μια αποθήκη πυρομαχικών». Κι έτσι, το ελληνικό δράμα έγινε ξαφνικά «μία από τις κορυφαίες μας προτεραιότητες».
Ομπάμα και Γκάιτνερ, λοιπόν, άσκησαν «ασφυκτική πίεση» στην ΕΚΤ και στο ΔΝΤ για να διαμορφώσουν ένα «αρκετά στιβαρό» πακέτο διάσωσης της χώρας μας και στους Ευρωπαίους για να ορθώσουν ένα αξιόπιστο κοινό δανειακό ταμείο. Αλλά οι Ευρωπαίοι ήθελαν αίμα: «Για τους Γερμανούς, τους Ολλανδούς και πολλά άλλα μέλη της ευρωζώνης, οι Ελληνες ήταν οι ίδιοι υπαίτιοι των προβλημάτων τους, με την ανικανότητα των κυβερνήσεων και τις σπάταλες συνήθειές τους»... Μέρκελ και Σόιμπλε απαιτούσαν για την όποια βοήθεια «ένα επιτίμιο ανάλογο του παραπτώματος» στη λογική μιας «άτεγκτης δικαιοσύνης» και της αποθάρρυνσης του «ηθικού κινδύνου», παρά τις αμερικανικές προειδοποιήσεις ότι «το υπερβολικό ξεζούμισμα μιας ήδη στραπατσαρισμένης οικονομίας θα ήταν αντιπαραγωγικό»...
Σταδιακά, ο Ομπάμα συνειδητοποίησε ότι το πρόβλημα ξεκινούσε από την ανομοιογένεια και τις εθνικές και οικονομικές διαφορές ανάμεσα στα κράτη-μέλη: «Η δημόσια συζήτηση (...) εκτρεπόταν σε μια καταδίκη του ελληνικού λαού συνολικά»: ότι δηλαδή δεν δουλεύαμε αρκετά, ανεχόμαστε τη διαφθορά και δεν πληρώνουμε τους φόρους μας, και γενικά ότι «[οι Ελληνες] δεν σκέφτονται σαν κι εμάς».
Ταυτόχρονα, Μέρκελ και Σαρκοζί «σπανίως ανέφεραν το γεγονός ότι οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες ήταν από τους μεγαλύτερους δανειστές της Ελλάδας ή ότι μεγάλο μέρος του συσσωρευμένου χρέους είχε πάει για την αγορά γερμανικών και γαλλικών εξαγώγιμων προϊόντων - γεγονότα που θα μπορούσαν να εξηγήσουν στους ψηφοφόρους τους το γιατί η διάσωση των Ελλήνων από τη χρεοκοπία ισοδυναμούσε με διάσωση των δικών τους τραπεζών και βιομηχανιών»...
Γιατί, βεβαίως, «μια τέτοια παραδοχή θα έστρεφε την προσοχή των ψηφοφόρων από τις αποτυχίες των διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων στις αποτυχίες των Γάλλων και των Γερμανών αξιωματούχων», αλλά και «στις βαθύτερες συνέπειες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης»...
Κι όταν τελικά συμφώνησαν χάρη στις πιέσεις του, λέει, στο πρώτο μνημόνιο, «το πακέτο περιείχε μέτρα λιτότητας που όλοι ήξεραν ότι ήταν πολύ σκληρά για να εφαρμοστούν (...), αλλά τουλάχιστον έδιναν στις άλλες κυβερνήσεις της Ε.Ε. την πολιτική κάλυψη που χρειάζονταν για να το εγκρίνουν». Το πρόβλημα, φυσικά, δεν λύθηκε τότε - και τώρα πρέπει προφανώς να περιμένουμε τον δεύτερο τόμο για να μας πει ο Ομπάμα -έναντι ακόμη 29 ευρώ- πώς μας... ξαναέσωσε το 2015!
Γιατί τον επιλέξαμε
Τα απομνημονεύματα του Ομπάμα είναι από μόνα τους ένα μεγάλο εκδοτικό γεγονός, αλλά αποκτούν μεγαλύτερη αξία γιατί αναφέρονται στην κρίσιμη περίοδο της ελληνικής χρεοκοπίας, ασκώντας κριτική τόσο στην Ελλάδα όσο και στους Ευρωπαίους εταίρους/δανειστές μας.
Γιώργος Τσιάρας
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου