Ένας από τους ιδρυτικούς μύθους του φιλελεύθερου συνταγματισμού είναι πως τη δικαστική εξουσία συγκροτούν άνθρωποι απαλλαγμένοι από πάθη, κάτι σαν εκκοσμικευμένοι άγγελοι, που ίπτανται έξω και πάνω από την κοινωνία, προκειμένου να επιλύουν αμερόληπτα και απροκατάληπτα τις διαφορές.
Σημειολογικά είναι χαρακτηριστικό ότι τη... δικαστική εξουσία έχει καθιερωθεί να την αποκαλούμε δικαιοσύνη – μάλλον για να ξεχνάμε πως αποτελεί κλάδο της κρατικής εξουσίας. Παρότι γνωρίζουμε πως η δικαιοσύνη ως θεσμός με τη δικαιοσύνη ως ιδεώδες βρίσκονται σε κάποιαν απόσταση, όταν δεν συγκρούονται ευθέως. Πρόκειται βεβαίως για μύθο. Η δικαιοσύνη είναι τμήμα του κρατικού μηχανισμού και οι λειτουργοί της κομμάτι της κοινωνίας, με πάθη, συμπάθειες και αντιπάθειες όπως όλοι μας.
Συναφής μύθος είναι η διάκριση δικαίου και πολιτικής. Οι δικαστικές κρίσεις -μας λένε οι «καθαρολόγοι» της επιστήμης του δικαίου, οι νομικιστές- δεν συνδέονται με πολιτικές αξιολογήσεις, ούτε επηρεάζονται απ’ αυτές, ούτε τις επηρεάζουν. Το πεδίο της ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, λένε, είναι απολύτως διακεκριμένο και στεγανό έναντι της πολιτικής. Αυτό κι αν είναι μύθος.
Τερατώδης μάλιστα. Που καταρρίπτεται από το προφανές: οι δικαστές κρίνουν πάντα και μόνο βάσει του νόμου, όπως λέγεται, όμως ο νόμος είναι το κατεξοχήν προϊόν της πολιτικής. Δεν εκφράζει κάποιον υποτιθέμενο ανιστορικό ορθό λόγο, αλλά συγκεκριμένα κάθε φορά συμφέροντα, συσχετισμούς και συμβιβασμούς. Οι κριτικές νομικές σπουδές έχουν από καιρό δείξει πώς η υποτιθέμενη ουδετερότητα της δικαστικής εξουσίας καταλήγει κατ’ αποτέλεσμα σε θεσμική μεροληψία υπέρ του κατεστημένου (status quo bias) και σε βάρος όσων επιδιώκουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό.
Η δίκη της Χρυσής Αυγής είναι μια πολιτική δίκη – όποιον ορισμό κι αν δώσουμε σ’ αυτή την ομολογουμένως στρυφνή έννοια. Από τεχνική νομική άποψη δεν κατηγορείται βεβαίως η ίδια η οργάνωση, αλλά 69 φυσικά πρόσωπα ηγετικά στελέχη της.
Είναι όμως ακριβές να μιλάμε για δίκη της Χρυσής Αυγής. Κάθε νομικό ζήτημα -εν προκειμένω η αθωότητα ή ενοχή των κατηγορούμενων για τα εγκλήματα που τους αποδίδονται- υποκρύπτει ένα κοινωνικό ζήτημα. Εν προκειμένω, αν η ομάδα αυτή αποτελεί πολιτικό κόμμα ή εγκληματική οργάνωση – ένα ζήτημα με προφανή πολιτική διάσταση. Εφόσον η νομική αξιολόγηση από μόνη της δεν οδηγεί σε αναμφισβήτητο συμπέρασμα (πολλώ δε μάλλον που δεν υπάρχει προηγούμενο για να καθοδηγήσει το δικαστήριο), για την κρίση υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης θα βαρύνουν τελικά οι συντρέχουσες περιστάσεις.
Το δικαστήριο ήταν επομένως αναγκασμένο να λάβει υπόψη του και πολιτικά δεδομένα για ν’ αξιολογήσει αυτό το -εν μέρει έστω- πολιτικό ερώτημα. Τη Χρυσή Αυγή ψήφισαν 165 χιλιάδες συμπολίτες μας στις τελευταίες εκλογές κι ακόμα περισσότεροι, 380 χιλιάδες, στις εκλογές του 2015, μετά την άσκηση διώξεων. Οσο ντροπιαστικό κι αν είναι αυτό, κυριολεκτικά ένα στίγμα για τη δημοκρατία μας, δεν παύει να συνιστά ένα πολιτικό δεδομένο που συνηγορεί υπέρ της εκδοχής του πολιτικού κόμματος.
Εν όψει αυτού μια ενδεχόμενη δικαστική κρίση ότι δεν υπάρχει εγκληματική οργάνωση δεν θα ήταν -νομικά τουλάχιστον- παράλογη ή εξωφρενική. Οσο κι αν δεν μας άρεσε, όσο κι αν διαφωνούμε, η εισαγγελική πρόταση υπήρξε πάντως, αν μη τι άλλο, υποστηρίξιμη.
Η κρίση του δικαστηρίου μάς ανακούφισε, όμως κάθε άλλο παρά δεδομένη και αυτονόητη ήταν. Χρειάστηκε τόλμη από την πλευρά των δικαστών. Κυρίως όμως χρειάστηκε μια πρωτοφανής κινητοποίηση της κοινωνίας, που παρήγαγε πολιτικά δεδομένα προς την αντίρροπη κατεύθυνση απ’ ό,τι η εκλογική απήχηση της συμμορίας. Τα δεδομένα αυτά στάθμισε και συνεκτίμησε το δικαστήριο για να καταλήξει στη -νομική- κρίση του για τον χαρακτήρα της οργάνωσης ως εγκληματικής. Αν έλειπαν, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είχαμε την ίδια απόφαση. Την απόφαση την οφείλουμε βεβαίως στους δικαστές.
Ομως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι πιθανώς να ήταν διαφορετική, αν δεν έβρισκε έκφραση η κοινωνική αντίληψη για τον εγκληματικό χαρακτήρα της οργάνωσης. Αν κάποιες, λίγες δυστυχώς, πρωτοβουλίες και μέσα ενημέρωσης, όπως το GoldenDawnWatch και το ανά χείρας φύλλο, δεν κρατούσαν όλα αυτά τα χρόνια το ζήτημα στην επικαιρότητα. Αν δεν υπήρχε το -καταλυτικής σημασίας, κι ας ξένισε, σόκαρε ή εξόργισε κάποιους- πρωτοσέλιδο της «Εφημερίδας των Συντακτών», που έδωσε την ευκαιρία σε σύσσωμο το πολιτικό σύστημα να δηλώσει ότι συμμερίζεται την κοινωνική αντίληψη. Ολα αυτά δεν πρέπει να τα ξεχνάμε. Κυρίως πρέπει να τα θυμόμαστε εν όψει της κρίσης της υπόθεσης στον επόμενο βαθμό και στον Αρειο Πάγο...
* Ο Ακρίτας Καϊδατζής είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου