Τάσος Παππάς
Ούτε δύο μήνες δεν έχουν περάσει από τον μίνι ανασχηματισμό που έκανε ο πρωθυπουργός για να βελτιώσει, όπως είπαν οι προπαγανδιστές του επιτελικού κράτους, την εικόνα και τη λειτουργία της κυβέρνησης και να της δώσει ώθηση ώστε από σχεδόν άψογη να γίνει σκέτα άψογη, και ξεκίνησαν τα σενάρια για... νέο ανασχηματισμό.
Τούτη τη φορά όμως, μας λένε καλά πληροφορημένα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης, θα είναι σαρωτικός ως προς την έκταση και δομικός ως προς το βάθος.
Αντε ξανά-μανά οι φήμες, οι προσδοκίες, τα συντροφικά μαχαιρώματα, το κλίμα αναμονής, η ανασφάλεια των κυβερνητικών αξιωματούχων, οι πιέσεις προς τους συνομιλητές του πρωθυπουργού από εν ενεργεία υπουργούς και από υποψήφιους υπουργούς για να πουν έναν καλό λόγο στον αρχηγό. Ολα αυτά εις βάρος της δουλειάς τους.
Λογικό είναι, ένας υπουργός όταν φουντώνουν οι πληροφορίες για ανασχηματισμό, να κοιτάξει να εξασφαλίσει την παραμονή του στο σχήμα. Οι εκκρεμότητες μπορούν να περιμένουν.
Αν έχουμε ανασχηματισμό πριν από την εκπνοή του 2020 με το σκεπτικό ότι η κυβέρνηση πρέπει να μπει με φούρια στο νέο έτος για να αντιμετωπίσει τα πολλά και σοβαρά προβλήματα -τα περισσότερα με δική της υπαιτιότητα απέκτησαν δραματικές διαστάσεις-, τότε πρόκειται για ομολογία αποτυχίας.
Αν ένας πρωθυπουργός αισθάνεται την ανάγκη να αλλάξει την κυβέρνησή του δύο φορές μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η εξήγηση είναι μία: η προηγούμενη, υποτίθεται διορθωτική, παρέμβαση, αποδείχθηκε στην καλύτερη περίπτωση ατελέσφορη. Γιατί; Μα, επειδή στο μυαλό του επικεφαλής της κυβέρνησης δεσπόζον κριτήριο ήταν η διατήρηση πάση θυσία των εσωκομματικών ισορροπιών. Γι’ αυτό άφησε στις θέσεις τους κατά γενική ομολογία ανεπαρκείς υπουργούς και δεν ενίσχυσε κρίσιμα υπουργεία.
Περιορίστηκε στην αναβάθμιση του κ. Σκυλακάκη (ο νεοφιλελευθερισμός του συναγωνίζεται επάξια τον νεοφιλελευθερισμό του πρωθυπουργού) και στο ψαλίδισμα των αρμοδιοτήτων του κ. Βρούτση (αναθέτοντας στον υφυπουργό Τσακλόγου το ασφαλιστικό) και του Αδ. Γεωργιάδη (του πήρε τις επενδύσεις).
Θα συμπεριφερθεί ξανά με τον ίδιο τρόπο; Ποιος ξέρει; Κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι γνωρίζει καλά πώς σκέφτεται ο κ. Μητσοτάκης, εκτός από τον υπουργό Επικρατείας κ. Γεραπετρίτη, οι προβλέψεις του οποίου για τις επιλογές του πρωθυπουργού στην προηγούμενη φάση έπεσαν μέσα σε μεγάλο βαθμό.
Ο ρόλος που έχει αναλάβει κατ’ εντολή του πρωθυπουργού ο κ. Γεραπετρίτης (δεν είναι γέννημα-θρέμμα της Ν.Δ.) δεν αρέσει στα παραδοσιακά στελέχη της Δεξιάς, που βλέπουν να αξιοποιούνται διάφορα πρόσωπα που έλκουν την καταγωγή τους από το εκσυγχρονιστικό ρεύμα του ΠΑΣΟΚ, να αναδεικνύονται τεχνοκράτες χωρίς κομματικά ένσημα και να μένουν στο περιθώριο οι άνθρωποι της παράταξης.
Ποιοι κανονικά έχουν λόγους να ανησυχούν; Αν ο πρωθυπουργός πάρει σοβαρά υπόψη του τη δημοφιλία των υπουργών, όπως την καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, τότε σε αναμμένα κάρβουνα πρέπει να κάθονται ο Αδωνις Γεωργιάδης, ο Μάκης Βορίδης, η Νίκη Κεραμέως, ο Χ. Θεοχάρης, ο Κ. Καραμανλής, η Λ. Μενδώνη.
Και επί της ουσίας όμως οι επιδόσεις τους στα πεδία των αρμοδιοτήτων τους είναι κάτω από τη βάση.
Παίρνουν κακό βαθμό γιατί συνέδεσαν’ τ όνομά τους είτε με φιάσκο είτε με εκκωφαντική αδυναμία να δώσουν λύσεις είτε με την εκδήλωση έντονων αντιδράσεων των εργαζομένων. Κάποιοι μάλιστα έλαμψαν διά της της απουσίας τους. Φλερτάρει με την εκδοχή της εκπαραθύρωσής τους ο κ. Μητσοτάκης; Αυτό επιτάσσει η λογική.
Ωστόσο, ως τακτικιστής, είναι υποχρεωμένος να υπολογίσει ότι μερικοί(-ές) εξ αυτών έχουν και ερείσματα στον κομματικό μηχανισμό και την υψηλή προστασία του πρώην πρωθυπουργού Αντ. Σαμαρά, ενώ ειδικότερα ο κ. Καραμανλής είναι αχθοφόρος βαριού ονόματος. Δεν θα τους ήθελε εκτός κυβέρνησης να του κάνουν εσωκομματική αντιπολίτευση.
Η σύνθεση είναι δύσκολη υπόθεση, ιδιαίτερα στις μέρες μας που το αφήγημα περί αρίστων μοιάζει ετοιμόρροπο. Ακόμη και φίλια δίκτυα ενημέρωσης έχουν βγει στα κεραμίδια και πετροβολούν...
Πηγή:efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου