“Υπάρχει μία ηλικιακή ομάδα, άνθρωποι από 20 έως 40, που αρκετοί δεν εμφανίζουν συμπτώματα, αλλά σχετίζονται με υπερμετάδοση του ιού αυτήν την περίοδο”, δήλωσε ο υπουργός Υγείας, Βασίλης Κικίλιας, στις 19 Αυγούστου, αναφερόμενος στην έξαρση των...
κρουσμάτων του κορωνοϊού.
Την ίδια άποψη σχετικά με την αιτία έξαρσης των κρουσμάτων εξέφρασε και η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, σε συνέντευξη της στις 2 Σεπτεμβρίου. Συγκεκριμένα, αναφερόμενη στην απόφαση για το άνοιγμα των σχολείων στις 14 Σεπτεμβρίου η υπουργός είπε ότι “τα κρούσματα του Αυγούστου έδειξαν σε μεγάλο βαθμό ότι συνδέονται με ασυμπτωματικούς”.
Και πρόσθεσε: “Στόχος μας ήταν να κατασταλάξει και να βελτιωθεί η επιδημιολογική εικόνα μετά την επιστροφή των εκδρομέων, να μην μετακινούνται δύο και τρεις μέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία”.
Το ερώτημα που προκύπτει από τις παραπάνω δηλώσεις δεν έχει να κάνει με το αν όντως αυτή είναι ή όχι η βασική αιτία για την οποία τα κρούσματα έχουν αυξηθεί. Αντίθετα, το ερώτημα έχει να κάνει με το αν και εφόσον αυτή η παραδοχή της κυβέρνησης της ΝΔ συνδέεται με κάποιο τρόπο με κάποια δέσμη μέτρων προκειμένου να αναχαιτιστεί η εξάπλωση της πανδημίας.
Στο σημείο αυτό, οι πρόσφατες εξελίξεις αναφορικά με την αναστολή διενέργειας τεστ κορωνοϊού από το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας (ΕΚΕΑ) περιπλέκουν τα πράγματα.
Κι αυτό γιατί η σχετική ανακοίνωση του ΕΚΕΑ, η οποία δημοσιεύτηκε στις 2 Σεπτεμβρίου, αιτιολόγησε τη διακοπή κάνοντας λόγο για “αλόγιστη χρήση εξετάσεων”: “[…] λόγω αλόγιστης χρήσης των εξετάσεων, ξεπεράστηκε το όριο της δυνατότητας προμήθειας αντιδραστηρίων από το ΕΚΕΑ”.
Η αντίφαση επιτείνεται από το γεγονός ότι αμέσως μία μέρα μετά, δηλαδή στις 3 Σεπτεμβρίου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, επιχείρησε να παρουσιάσει πως η κυβέρνηση τα πάει καλά και στον τομέα των διαγνωστικών ελέγχων:
“Έχουμε ήδη πολλαπλασιάσει τον αριθμό των τεστ που διενεργούμε, τόσο στις πύλες εισόδου της χώρας, όσο και σε όλη την Επικράτεια. Σημειώνεται σχετικά ότι, ιστορικά στην αρχή της πανδημίας βρισκόμασταν στην 63η θέση παγκοσμίως σε τεστ ανά εκατομμύριο κατοίκους.
Και τότε διενεργούσαμε μικρότερο αριθμό τεστ, καθώς είχαμε λάβει έγκαιρα περιοριστικά μέτρα τα οποία κατέληξαν σε εφαρμογή lockdown που περιόρισε δραστικά τις μετακινήσεις των πολιτών. Στη συνέχεια, καθώς ήρθη το lockdown και ανοίξαμε τις πύλες μας στον κόσμο, αυξήσαμε δραστικά τα τεστ που έφτασαν μέχρι και τις 17 χιλιάδες την ημέρα, ενώ σε μέσο όρο την προηγούμενη εβδομάδα ο αριθμός των τεστ διαμορφώθηκε σε 13.400 ημερησίως”.
Το ερώτημα λοιπόν είναι σαφές: αφού η κυβέρνηση αναγνωρίζει τη σημασία της διενέργειας εκτεταμένων διαγνωστικών ελέγχων στον πληθυσμό ως βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως άλλωστε είχε επισημάνει από την πρώτη στιγμή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, τι κάνει προκειμένου να ανταποκριθεί σε αυτή την αναγκαιότητα;
Εντέλει, πώς μπορεί να συνδυαστεί ο χαρακτηρισμός “αλόγιστη” με την παραδοχή ότι η άρση του lockdown απαιτεί αύξηση των τεστ; Και πώς μπορούν να εντοπιστούν οι ασυμπτωματικοί, οι οποίοι, σύμφωνα με δύο υπουργούς που λόγω αρμοδιότητας βρίσκονται στην αιχμή της κρίσης της πανδημίας, αποτελούν την κυρία αιτία για την έξαρση των συμπτωμάτων;
Πέρα από τα οξύμωρα των δηλώσεων, υπάρχουν και οι ακόμα πιο οξύμωρες πρακτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Και αναφέρομαι στο γεγονός ότι οι δημόσιες δομές υγείας δεν πραγματοποιούν ελέγχους σε όσους παρουσιάζονται σε αυτές χωρίς συμπτώματα. Η προσωπική μου εμπειρία δεν διαφοροποιείται από πολλές άλλες παρόμοιες ιστορίες ανθρώπων κατά την περίοδο των διακοπών τους.
Μετά λοιπόν από επίσκεψη σε Κέντρο Υγείας νησιού, στο οποίο αρνήθηκαν να με υποβάλουν σε έλεγχο αφού δεν είχα συμπτώματα πυρετού και βήχα, κατέφυγα στον ιδιωτικό τομέα. Η πρόχειρη έρευνα αγοράς που διεξήγαγα αποκάλυψε πως το εύρος της κοστολόγησης για τη συγκεκριμένη εξέταση κυμαίνεται από τα 70 έως και τα 175 ευρώ. Κι όλα αυτά τη στιγμή που ακόμα και η γειτονική Κύπρος έχει θεσπίσει πλαφόν 75 ευρώ για τη συγκεκριμένη εξέταση από τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα.
Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να συνοψιστούν από τους στίχους του τραγουδιού του Λουκιανού Κηλαηδόνη “Φταίει ο Χοντρός” που κυκλοφόρησε το 1990:
Τι θα πει δε φταίμε εμείς
τι θα πει πως φταίγαν οι άλλοι
τι θα πει πως φταίνε αυτοί
τι θα πει ρε σεις τι θα πει;
Θα πει πως φταίμε κι εμείς,
φταίτε κι εσείς, ναι, φταίνε κι οι άλλοι.
Φταίμε κι εμείς, φταίτε κι εσείς,
φταίει κι ο Χατζηπετρής...
Χρήστος Σίμος
left.gr
κρουσμάτων του κορωνοϊού.
Την ίδια άποψη σχετικά με την αιτία έξαρσης των κρουσμάτων εξέφρασε και η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, σε συνέντευξη της στις 2 Σεπτεμβρίου. Συγκεκριμένα, αναφερόμενη στην απόφαση για το άνοιγμα των σχολείων στις 14 Σεπτεμβρίου η υπουργός είπε ότι “τα κρούσματα του Αυγούστου έδειξαν σε μεγάλο βαθμό ότι συνδέονται με ασυμπτωματικούς”.
Και πρόσθεσε: “Στόχος μας ήταν να κατασταλάξει και να βελτιωθεί η επιδημιολογική εικόνα μετά την επιστροφή των εκδρομέων, να μην μετακινούνται δύο και τρεις μέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία”.
Το ερώτημα που προκύπτει από τις παραπάνω δηλώσεις δεν έχει να κάνει με το αν όντως αυτή είναι ή όχι η βασική αιτία για την οποία τα κρούσματα έχουν αυξηθεί. Αντίθετα, το ερώτημα έχει να κάνει με το αν και εφόσον αυτή η παραδοχή της κυβέρνησης της ΝΔ συνδέεται με κάποιο τρόπο με κάποια δέσμη μέτρων προκειμένου να αναχαιτιστεί η εξάπλωση της πανδημίας.
Στο σημείο αυτό, οι πρόσφατες εξελίξεις αναφορικά με την αναστολή διενέργειας τεστ κορωνοϊού από το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας (ΕΚΕΑ) περιπλέκουν τα πράγματα.
Κι αυτό γιατί η σχετική ανακοίνωση του ΕΚΕΑ, η οποία δημοσιεύτηκε στις 2 Σεπτεμβρίου, αιτιολόγησε τη διακοπή κάνοντας λόγο για “αλόγιστη χρήση εξετάσεων”: “[…] λόγω αλόγιστης χρήσης των εξετάσεων, ξεπεράστηκε το όριο της δυνατότητας προμήθειας αντιδραστηρίων από το ΕΚΕΑ”.
Η αντίφαση επιτείνεται από το γεγονός ότι αμέσως μία μέρα μετά, δηλαδή στις 3 Σεπτεμβρίου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, επιχείρησε να παρουσιάσει πως η κυβέρνηση τα πάει καλά και στον τομέα των διαγνωστικών ελέγχων:
“Έχουμε ήδη πολλαπλασιάσει τον αριθμό των τεστ που διενεργούμε, τόσο στις πύλες εισόδου της χώρας, όσο και σε όλη την Επικράτεια. Σημειώνεται σχετικά ότι, ιστορικά στην αρχή της πανδημίας βρισκόμασταν στην 63η θέση παγκοσμίως σε τεστ ανά εκατομμύριο κατοίκους.
Και τότε διενεργούσαμε μικρότερο αριθμό τεστ, καθώς είχαμε λάβει έγκαιρα περιοριστικά μέτρα τα οποία κατέληξαν σε εφαρμογή lockdown που περιόρισε δραστικά τις μετακινήσεις των πολιτών. Στη συνέχεια, καθώς ήρθη το lockdown και ανοίξαμε τις πύλες μας στον κόσμο, αυξήσαμε δραστικά τα τεστ που έφτασαν μέχρι και τις 17 χιλιάδες την ημέρα, ενώ σε μέσο όρο την προηγούμενη εβδομάδα ο αριθμός των τεστ διαμορφώθηκε σε 13.400 ημερησίως”.
Το ερώτημα λοιπόν είναι σαφές: αφού η κυβέρνηση αναγνωρίζει τη σημασία της διενέργειας εκτεταμένων διαγνωστικών ελέγχων στον πληθυσμό ως βασικό εργαλείο για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως άλλωστε είχε επισημάνει από την πρώτη στιγμή ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, τι κάνει προκειμένου να ανταποκριθεί σε αυτή την αναγκαιότητα;
Εντέλει, πώς μπορεί να συνδυαστεί ο χαρακτηρισμός “αλόγιστη” με την παραδοχή ότι η άρση του lockdown απαιτεί αύξηση των τεστ; Και πώς μπορούν να εντοπιστούν οι ασυμπτωματικοί, οι οποίοι, σύμφωνα με δύο υπουργούς που λόγω αρμοδιότητας βρίσκονται στην αιχμή της κρίσης της πανδημίας, αποτελούν την κυρία αιτία για την έξαρση των συμπτωμάτων;
Πέρα από τα οξύμωρα των δηλώσεων, υπάρχουν και οι ακόμα πιο οξύμωρες πρακτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Και αναφέρομαι στο γεγονός ότι οι δημόσιες δομές υγείας δεν πραγματοποιούν ελέγχους σε όσους παρουσιάζονται σε αυτές χωρίς συμπτώματα. Η προσωπική μου εμπειρία δεν διαφοροποιείται από πολλές άλλες παρόμοιες ιστορίες ανθρώπων κατά την περίοδο των διακοπών τους.
Μετά λοιπόν από επίσκεψη σε Κέντρο Υγείας νησιού, στο οποίο αρνήθηκαν να με υποβάλουν σε έλεγχο αφού δεν είχα συμπτώματα πυρετού και βήχα, κατέφυγα στον ιδιωτικό τομέα. Η πρόχειρη έρευνα αγοράς που διεξήγαγα αποκάλυψε πως το εύρος της κοστολόγησης για τη συγκεκριμένη εξέταση κυμαίνεται από τα 70 έως και τα 175 ευρώ. Κι όλα αυτά τη στιγμή που ακόμα και η γειτονική Κύπρος έχει θεσπίσει πλαφόν 75 ευρώ για τη συγκεκριμένη εξέταση από τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα.
Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να συνοψιστούν από τους στίχους του τραγουδιού του Λουκιανού Κηλαηδόνη “Φταίει ο Χοντρός” που κυκλοφόρησε το 1990:
Τι θα πει δε φταίμε εμείς
τι θα πει πως φταίγαν οι άλλοι
τι θα πει πως φταίνε αυτοί
τι θα πει ρε σεις τι θα πει;
Θα πει πως φταίμε κι εμείς,
φταίτε κι εσείς, ναι, φταίνε κι οι άλλοι.
Φταίμε κι εμείς, φταίτε κι εσείς,
φταίει κι ο Χατζηπετρής...
Χρήστος Σίμος
left.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου