Ο εξωτερικός παρατηρητής της ελληνοτουρκικής διένεξης είναι αδύνατο να μη διαπιστώσει μια κραυγαλέα αντίφαση στα μηνύματα που η κυβέρνηση Μητσοτάκη, τα θινκ τανκ και τα ΜΜΕ της εκπέμπουν το τελευταίο δεκαπεντάμηνο προς κάθε κατεύθυνση. Από τη μια, έχουμε ένα...
φούντωμα της εθνικιστικής προπαγάνδας, με την καλλιέργεια πολεμοχαρούς κλίματος επικείμενης σύρραξης και καρύκευμα την έρπουσα μιντιακή παραφιλολογία περί ελληνικού «πρώτου πλήγματος» και συναφών φαιδροτήτων.
Από την άλλη, σποραδικές αλλά εμβληματικές επιδείξεις ψυχραιμίας που διαψεύδουν πανηγυρικά την παραπάνω εικόνα −με χαρακτηριστικότερη την πρόσφατη δήλωση του Μάκη Βορίδη στον «Σκάι» (7/9) ότι «δεν έχουμε διαπιστώσει παραβίαση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων» από την Αγκυρα και πως οι προκλήσεις της κυβέρνησης Ερντογάν παραμένουν στο επίπεδο μιας αφηρημένης διακήρυξης προθέσεων.
Η εξήγηση γι’ αυτή την πολυγλωσσία δεν είναι καθόλου δύσκολο να εντοπιστεί σε τρεις, συμπληρωματικούς μεταξύ τους, λόγους:
● Ο πρώτος αφορά τη λειτουργικότητα του εθνικισμού (και των «εθνικών κρίσεων») ως βολικών εργαλείων για τον εκφοβισμό και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, που μπροστά στην εξωτερική «απειλή» συσπειρώνεται αυθόρμητα γύρω από την εκάστοτε πολιτική εξουσία (τουλάχιστον μέχρι αυτή να διαψεύσει πλήρως τις προσδοκίες «δυναμικής» πολιτικής που καλλιέργησε). Σε συνθήκες οικονομικής καθίζησης κι απροκάλυπτης λεηλασίας του δημόσιου ταμείου από τα ημέτερα τρωκτικά, η επίκληση του εξ Ανατολών μπαμπούλα συνιστά ως εκ τούτου περίπου μονόδρομο για τη Ν.Δ. και την κυβέρνησή της.
● Ο δεύτερος είναι η διατρανωμένη επιθυμία της πολιτικής και (κυρίως) της στρατιωτικής ηγεσίας για νέες αγορές όπλων. Είτε αυτό υπαγορεύεται από την αυθόρμητη τάση των επαγγελματιών στρατιωτικών ν’ αναβαθμίσουν το οπλοστάσιό τους σε βάρος άλλων κοινωνικών αναγκών, είτε σε λιγότερο ευγενείς προθέσεις (όπως έδειξε η εξοπλιστική κούρσα του Τσοχατζόπουλου μετά τα Ιμια), η υλοποίηση ενός παρόμοιου προγράμματος σε συνθήκες δημοσιονομικής δυσπραγίας είναι αδιανόητη δίχως την πολιτική νομιμοποίησή της από μια παρατεταμένη ελληνοτουρκική κρίση. Πώς αλλιώς θα δεχτούν δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι τις «αναγκαίες» δραστικές περικοπές των ήδη συρρικνωμένων εισοδημάτων τους, για ν’ αποκτήσουμε καινούργιες πυραυλακάτους και Ραφάλ;
● Τα όρια του πολεμικού συναγερμού υπαγορεύει, από την άλλη, η επίγνωση των εκατέρωθεν πραγματικών συσχετισμών. Τα ελληνοτουρκικά δεν είναι Μακεδονικό, μ’ έναν στρατιωτικά αδύναμο γείτονα, ανέξοδες τζάμπα μαγκιές και μοναδικό υπαρκτό κίνδυνο την πολιτική νομιμοποίηση των εγχώριων (και αντίπερα) ακροδεξιών εθνοχουλιγκάνων. Μια στρατιωτική αναμέτρηση με τον τουρκικό στρατό, που εδώ και τρεισήμισι δεκαετίες ασκείται σε συνθήκες πραγματικού πολέμου στο Κουρδιστάν, το Ιράκ, τη Συρία και τη Λιβύη, δεν θα είχε δε την παραμικρή σχέση με την πρόσφατη «νικηφόρα» ανάσχεση (με πραγματικά πυρά) των άοπλων μεταναστών και προσφύγων που μετέφερε ο Ερντογάν στον Εβρο ως εργαλείο εκβιασμού των Δυτικοευρωπαίων.
«Ο Ερντογάν δεν μου έκανε ποτέ μπαγαποντιά όλα αυτά τα χρόνια. Σε ό,τι είπαμε, σε ό,τι συμφωνήσαμε, ήταν εντάξει», Κώστας Καραμανλής (Μανόλης Κοττάκης, «Καραμανλής off the Record», Αθήνα 2011, σ. 274).
Η επίγνωση αυτής της πραγματικότητας, και η συνακόλουθη διγλωσσία, δεν είναι βέβαια αποκλειστικό γνώρισμα της τωρινής κυβέρνησης· χαρακτήρισε διαχρονικά κάθε προσπάθεια εθνικιστικής χειραγώγησης της εγχώριας κοινής γνώμης, ανεξαρτήτως πολιτικού προσήμου. Οπως έχουμε αποκαλύψει σε τούτη τη στήλη, ακόμη και στο αποκορύφωμα της «εθνικά υπερήφανης» αδιαλλαξίας της η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ βολιδοσκοπούσε το 1983 υπόγεια την Αγκυρα μέσω Βουλγαρίας για μια συνολική διαπραγμάτευση, ακόμη και συνεκμετάλλευση των πετρελαίων του Αιγαίου από τις δυο χώρες («Η πίσω όψη του λιονταριού», «Εφ.Συν.», 11/1/2020).
Οπως ακριβώς συνέβη και το 1991-1992 με την ανάδειξη (ακριβέστερα: την κατασκευή) του «Σκοπιανού» σαν «μείζονος εθνικού θέματος», ικανού ν’ απορροφήσει τους κοινωνικούς κραδασμούς από την αντιλαϊκή πολιτική του πατρός Μητσοτάκη, η συνδρομή των παραπάνω αντιφατικών παραγόντων μπορεί να συνδυάζεται με τη διαπάλη διαφορετικών στρατηγικών στο εσωτερικό της κυβέρνησης (ιδίως μεταξύ διπλωματικής και στρατιωτικής ηγεσίας). Παρόμοιες αντιθέσεις έχουν μακρά ιστορία στην ελληνική –και όχι μόνο– εξωτερική πολιτική· οφθαλμοφανείς είναι δε οι κίνδυνοι σε περίπτωση εκτροχιασμού τους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την κρίση των Ιμίων.
Σε κάθε περίπτωση, η έκταση κι η αποτελεσματικότητα της εθνικιστικής χειραγώγησης δεν εξαρτώνται μόνο από τη συγκυρία ή τον επικοινωνιακό καταιγισμό, αλλά και από μακροχρόνιες ιδεολογικές εγχαράξεις. Το είδαμε καθαρά σε ζητήματα όπως το Μακεδονικό ή το Βορειοηπειρωτικό, όπου ο σκληρός πυρήνας της βαθιάς Δεξιάς επέβαλε τα τελευταία χρόνια τις θέσεις του στη φιλελεύθερη ηγεσία της Ν.Δ. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις σημερινές παλινδρομήσεις των κυβερνητικών επιτελείων και μηχανισμών, μια επισκόπηση της διαχρονικής στάσης της μείζονος Δεξιάς στα ελληνοτουρκικά καθίσταται, ως εκ τούτου, πολλαπλά χρήσιμη.
Ο μόνος μας φίλος
Κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η Τουρκία εκλαμβανόταν από τους εθνικόφρονές μας σαν το μοναδικό μας αποκούμπι σε μια γειτονιά όπου κυριαρχούσαν πλέον, όχι μόνο οι Σλάβοι αλλά και οι κομμουνιστές.
Εξαιρετικά εύγλωττες επ’ αυτού αποδεικνύονται οι αναμνήσεις του διπλωμάτη Αγγελου Βλάχου, ανιψιού του τότε εκδότη της «Καθημερινής» και μετέπειτα στενού συνεργάτη του Καραμανλή, για τις σκέψεις και τα συναισθήματά του το 1945 ενώ κατευθυνόταν προς το νέο πόστο του, του υποπροξένου στην Κωνσταντινούπολη: «Καθώς το αυτοκίνητο προχωρούσε με μικρή ταχύτητα στους κακούς δρόμους της Ανατολικής Μακεδονίας, ξετυλίγονταν, μακριά στα αριστερά μας, οι οροσειρές που μας χωρίζουν από την Βουλγαρία. Απ’ τη Ροδόπη ένα πήδημα γαϊδάρου και θα βρεθεί στη θάλασσα. Τα ελληνικά σύνορα είναι εξωφρενικά. Μια μεγάλη ακανόνιστη περισπωμένη με μήκος μεγαλύτερο των χιλίων χιλιομέτρων. Τρίγωνο ανεστραμμένο, με την κορυφή στην θάλασσα και την εύτρωτη βάση της που τη χωρίζει από τέσσερις γειτόνους, η Ελλάς ζει, ασυνείδητα ευτυχώς, σε μια συνεχή επισφαλή ισορροπία. [...] Απ’ όλους τους γείτονές μας ένας ήταν φιλικός, η Τουρκία. Τι θα μπορούσε να γίνει με τον τεράστιο όγκο του σλαβισμού που με την ύπαρξή του και μόνο δημιουργούσε αγχώδη ανισορροπία;» («Μια φορά κι ένα καιρό ένας διπλωμάτης...», τ. Β΄, σ. 15-6).
Στη συνέχεια των απομνημονευμάτων του, ο Βλάχος εξηγεί πώς στηρίχθηκε στην «τουρκική αντικατασκοπεία» για την παρακολούθηση του σοβιετικού συναδέλφου του (και των κομμουνιστών γενικότερα), τη στενή αλληλοϋποστήριξη των δυο χωρών για την κοινή εισδοχή τους στο ΝΑΤΟ, αλλά και την προσοχή που κατέβαλλε κατά τη διακίνηση της ελληνικής κυβερνητικής προπαγάνδας, προκειμένου ν’ αποφευχθούν ανεπιθύμητες παρεξηγήσεις: «Επρεπε να κάνω προσεκτική επιλογή ώστε τα Δελτία Τύπου που έστελνα στις τουρκικές εφημερίδες να μην περιέχουν καμιά πιθανή αιχμή που μπορούσε να ενοχλήσει την άκρα τουρκική ευθιξία. Η θέση μας για το “παιδομάζομα”, την ακατανόμαστη αυτή πράξη των κομμουνιστών, ήταν δύσκολη αφού συνδεόταν, ιστορικά, με το τουρκικό παιδομάζομα» (τ. Β΄, σ. 130).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνταν, άλλωστε, σύμπας ο εμφυλιοπολεμικός και μετεμφυλιακός κρατικός μηχανισμός. Χαρακτηριστικό δείγμα, μια εγκύκλιος του γενικού επιθεωρητή προς τους γυμνασιάρχες της Μακεδονίας, που εντοπίσαμε στο αρχείο Λυκείου της Εδεσσας (ΓΑΚ Ν. Πέλλας, φ.18):
«Κατόπιν της υπ’ αριθ., Ε.Π. 980/10-3-54 επειγούσης διαταγής του σεβαστού Υπουργείου Παιδείας, παραγγέλλομεν όπως κατά τον εορτασμόν της 25ης Μαρτίου αποφευχθή παν ό,τι αμέσως ή εμμέσως θα ηδύνατο να θίξη την ευαισθησίαν του Τουρκικού Εθνους. Τα παρασκευάσαντα την 25ην Μαρτίου γεγονότα ως και τα απορρεύσαντα εξ αυτής παρέχουν πλούσιον από θρησκευτικής, Εθνικής, Ηθικής, Πολιτιστικής και Ανθρωπιστικής απόψεως υλικόν, το οποίον δύνανται να εξάρουν οι ομιληταί χωρίς να υποθάλπωσιν αισθήματα εχθροπαθείας και μίσους.
Επί τη βάσει της αυτής γενικής αρχής πρέπει να επιλέγωνται και αι κατά τον εορτασμόν χρησιμοποιούμεναι ποιητικαί, δραματικαί και μουσικαί συνθέσεις.
Επ’ ουδενί λόγω επιτρέπεται η υπόθαλψις μίσους κατά του Τουρκικού Λαού, όστις σήμερον προασπίζει τα πολιτιστικά ιδεώδη υπέρ των οποίων ο Ελληνικός Λαός αγωνίζεται.
Τα ανωτέρω ισχύουν ου μόνον διά τον εορτασμόν της 25ης Μαρτίου, αλλά και διά τας πάσης φύσεως σχολικάς συγκεντρώσεις και δημοσίας εκδηλώσεις»...
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
φούντωμα της εθνικιστικής προπαγάνδας, με την καλλιέργεια πολεμοχαρούς κλίματος επικείμενης σύρραξης και καρύκευμα την έρπουσα μιντιακή παραφιλολογία περί ελληνικού «πρώτου πλήγματος» και συναφών φαιδροτήτων.
Από την άλλη, σποραδικές αλλά εμβληματικές επιδείξεις ψυχραιμίας που διαψεύδουν πανηγυρικά την παραπάνω εικόνα −με χαρακτηριστικότερη την πρόσφατη δήλωση του Μάκη Βορίδη στον «Σκάι» (7/9) ότι «δεν έχουμε διαπιστώσει παραβίαση κυριαρχικών μας δικαιωμάτων» από την Αγκυρα και πως οι προκλήσεις της κυβέρνησης Ερντογάν παραμένουν στο επίπεδο μιας αφηρημένης διακήρυξης προθέσεων.
Η εξήγηση γι’ αυτή την πολυγλωσσία δεν είναι καθόλου δύσκολο να εντοπιστεί σε τρεις, συμπληρωματικούς μεταξύ τους, λόγους:
● Ο πρώτος αφορά τη λειτουργικότητα του εθνικισμού (και των «εθνικών κρίσεων») ως βολικών εργαλείων για τον εκφοβισμό και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, που μπροστά στην εξωτερική «απειλή» συσπειρώνεται αυθόρμητα γύρω από την εκάστοτε πολιτική εξουσία (τουλάχιστον μέχρι αυτή να διαψεύσει πλήρως τις προσδοκίες «δυναμικής» πολιτικής που καλλιέργησε). Σε συνθήκες οικονομικής καθίζησης κι απροκάλυπτης λεηλασίας του δημόσιου ταμείου από τα ημέτερα τρωκτικά, η επίκληση του εξ Ανατολών μπαμπούλα συνιστά ως εκ τούτου περίπου μονόδρομο για τη Ν.Δ. και την κυβέρνησή της.
● Ο δεύτερος είναι η διατρανωμένη επιθυμία της πολιτικής και (κυρίως) της στρατιωτικής ηγεσίας για νέες αγορές όπλων. Είτε αυτό υπαγορεύεται από την αυθόρμητη τάση των επαγγελματιών στρατιωτικών ν’ αναβαθμίσουν το οπλοστάσιό τους σε βάρος άλλων κοινωνικών αναγκών, είτε σε λιγότερο ευγενείς προθέσεις (όπως έδειξε η εξοπλιστική κούρσα του Τσοχατζόπουλου μετά τα Ιμια), η υλοποίηση ενός παρόμοιου προγράμματος σε συνθήκες δημοσιονομικής δυσπραγίας είναι αδιανόητη δίχως την πολιτική νομιμοποίησή της από μια παρατεταμένη ελληνοτουρκική κρίση. Πώς αλλιώς θα δεχτούν δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι τις «αναγκαίες» δραστικές περικοπές των ήδη συρρικνωμένων εισοδημάτων τους, για ν’ αποκτήσουμε καινούργιες πυραυλακάτους και Ραφάλ;
● Τα όρια του πολεμικού συναγερμού υπαγορεύει, από την άλλη, η επίγνωση των εκατέρωθεν πραγματικών συσχετισμών. Τα ελληνοτουρκικά δεν είναι Μακεδονικό, μ’ έναν στρατιωτικά αδύναμο γείτονα, ανέξοδες τζάμπα μαγκιές και μοναδικό υπαρκτό κίνδυνο την πολιτική νομιμοποίηση των εγχώριων (και αντίπερα) ακροδεξιών εθνοχουλιγκάνων. Μια στρατιωτική αναμέτρηση με τον τουρκικό στρατό, που εδώ και τρεισήμισι δεκαετίες ασκείται σε συνθήκες πραγματικού πολέμου στο Κουρδιστάν, το Ιράκ, τη Συρία και τη Λιβύη, δεν θα είχε δε την παραμικρή σχέση με την πρόσφατη «νικηφόρα» ανάσχεση (με πραγματικά πυρά) των άοπλων μεταναστών και προσφύγων που μετέφερε ο Ερντογάν στον Εβρο ως εργαλείο εκβιασμού των Δυτικοευρωπαίων.
«Ο Ερντογάν δεν μου έκανε ποτέ μπαγαποντιά όλα αυτά τα χρόνια. Σε ό,τι είπαμε, σε ό,τι συμφωνήσαμε, ήταν εντάξει», Κώστας Καραμανλής (Μανόλης Κοττάκης, «Καραμανλής off the Record», Αθήνα 2011, σ. 274).
Η επίγνωση αυτής της πραγματικότητας, και η συνακόλουθη διγλωσσία, δεν είναι βέβαια αποκλειστικό γνώρισμα της τωρινής κυβέρνησης· χαρακτήρισε διαχρονικά κάθε προσπάθεια εθνικιστικής χειραγώγησης της εγχώριας κοινής γνώμης, ανεξαρτήτως πολιτικού προσήμου. Οπως έχουμε αποκαλύψει σε τούτη τη στήλη, ακόμη και στο αποκορύφωμα της «εθνικά υπερήφανης» αδιαλλαξίας της η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ βολιδοσκοπούσε το 1983 υπόγεια την Αγκυρα μέσω Βουλγαρίας για μια συνολική διαπραγμάτευση, ακόμη και συνεκμετάλλευση των πετρελαίων του Αιγαίου από τις δυο χώρες («Η πίσω όψη του λιονταριού», «Εφ.Συν.», 11/1/2020).
Οπως ακριβώς συνέβη και το 1991-1992 με την ανάδειξη (ακριβέστερα: την κατασκευή) του «Σκοπιανού» σαν «μείζονος εθνικού θέματος», ικανού ν’ απορροφήσει τους κοινωνικούς κραδασμούς από την αντιλαϊκή πολιτική του πατρός Μητσοτάκη, η συνδρομή των παραπάνω αντιφατικών παραγόντων μπορεί να συνδυάζεται με τη διαπάλη διαφορετικών στρατηγικών στο εσωτερικό της κυβέρνησης (ιδίως μεταξύ διπλωματικής και στρατιωτικής ηγεσίας). Παρόμοιες αντιθέσεις έχουν μακρά ιστορία στην ελληνική –και όχι μόνο– εξωτερική πολιτική· οφθαλμοφανείς είναι δε οι κίνδυνοι σε περίπτωση εκτροχιασμού τους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την κρίση των Ιμίων.
Σε κάθε περίπτωση, η έκταση κι η αποτελεσματικότητα της εθνικιστικής χειραγώγησης δεν εξαρτώνται μόνο από τη συγκυρία ή τον επικοινωνιακό καταιγισμό, αλλά και από μακροχρόνιες ιδεολογικές εγχαράξεις. Το είδαμε καθαρά σε ζητήματα όπως το Μακεδονικό ή το Βορειοηπειρωτικό, όπου ο σκληρός πυρήνας της βαθιάς Δεξιάς επέβαλε τα τελευταία χρόνια τις θέσεις του στη φιλελεύθερη ηγεσία της Ν.Δ. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις σημερινές παλινδρομήσεις των κυβερνητικών επιτελείων και μηχανισμών, μια επισκόπηση της διαχρονικής στάσης της μείζονος Δεξιάς στα ελληνοτουρκικά καθίσταται, ως εκ τούτου, πολλαπλά χρήσιμη.
Ο μόνος μας φίλος
Κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η Τουρκία εκλαμβανόταν από τους εθνικόφρονές μας σαν το μοναδικό μας αποκούμπι σε μια γειτονιά όπου κυριαρχούσαν πλέον, όχι μόνο οι Σλάβοι αλλά και οι κομμουνιστές.
Εξαιρετικά εύγλωττες επ’ αυτού αποδεικνύονται οι αναμνήσεις του διπλωμάτη Αγγελου Βλάχου, ανιψιού του τότε εκδότη της «Καθημερινής» και μετέπειτα στενού συνεργάτη του Καραμανλή, για τις σκέψεις και τα συναισθήματά του το 1945 ενώ κατευθυνόταν προς το νέο πόστο του, του υποπροξένου στην Κωνσταντινούπολη: «Καθώς το αυτοκίνητο προχωρούσε με μικρή ταχύτητα στους κακούς δρόμους της Ανατολικής Μακεδονίας, ξετυλίγονταν, μακριά στα αριστερά μας, οι οροσειρές που μας χωρίζουν από την Βουλγαρία. Απ’ τη Ροδόπη ένα πήδημα γαϊδάρου και θα βρεθεί στη θάλασσα. Τα ελληνικά σύνορα είναι εξωφρενικά. Μια μεγάλη ακανόνιστη περισπωμένη με μήκος μεγαλύτερο των χιλίων χιλιομέτρων. Τρίγωνο ανεστραμμένο, με την κορυφή στην θάλασσα και την εύτρωτη βάση της που τη χωρίζει από τέσσερις γειτόνους, η Ελλάς ζει, ασυνείδητα ευτυχώς, σε μια συνεχή επισφαλή ισορροπία. [...] Απ’ όλους τους γείτονές μας ένας ήταν φιλικός, η Τουρκία. Τι θα μπορούσε να γίνει με τον τεράστιο όγκο του σλαβισμού που με την ύπαρξή του και μόνο δημιουργούσε αγχώδη ανισορροπία;» («Μια φορά κι ένα καιρό ένας διπλωμάτης...», τ. Β΄, σ. 15-6).
Στη συνέχεια των απομνημονευμάτων του, ο Βλάχος εξηγεί πώς στηρίχθηκε στην «τουρκική αντικατασκοπεία» για την παρακολούθηση του σοβιετικού συναδέλφου του (και των κομμουνιστών γενικότερα), τη στενή αλληλοϋποστήριξη των δυο χωρών για την κοινή εισδοχή τους στο ΝΑΤΟ, αλλά και την προσοχή που κατέβαλλε κατά τη διακίνηση της ελληνικής κυβερνητικής προπαγάνδας, προκειμένου ν’ αποφευχθούν ανεπιθύμητες παρεξηγήσεις: «Επρεπε να κάνω προσεκτική επιλογή ώστε τα Δελτία Τύπου που έστελνα στις τουρκικές εφημερίδες να μην περιέχουν καμιά πιθανή αιχμή που μπορούσε να ενοχλήσει την άκρα τουρκική ευθιξία. Η θέση μας για το “παιδομάζομα”, την ακατανόμαστη αυτή πράξη των κομμουνιστών, ήταν δύσκολη αφού συνδεόταν, ιστορικά, με το τουρκικό παιδομάζομα» (τ. Β΄, σ. 130).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνταν, άλλωστε, σύμπας ο εμφυλιοπολεμικός και μετεμφυλιακός κρατικός μηχανισμός. Χαρακτηριστικό δείγμα, μια εγκύκλιος του γενικού επιθεωρητή προς τους γυμνασιάρχες της Μακεδονίας, που εντοπίσαμε στο αρχείο Λυκείου της Εδεσσας (ΓΑΚ Ν. Πέλλας, φ.18):
«Κατόπιν της υπ’ αριθ., Ε.Π. 980/10-3-54 επειγούσης διαταγής του σεβαστού Υπουργείου Παιδείας, παραγγέλλομεν όπως κατά τον εορτασμόν της 25ης Μαρτίου αποφευχθή παν ό,τι αμέσως ή εμμέσως θα ηδύνατο να θίξη την ευαισθησίαν του Τουρκικού Εθνους. Τα παρασκευάσαντα την 25ην Μαρτίου γεγονότα ως και τα απορρεύσαντα εξ αυτής παρέχουν πλούσιον από θρησκευτικής, Εθνικής, Ηθικής, Πολιτιστικής και Ανθρωπιστικής απόψεως υλικόν, το οποίον δύνανται να εξάρουν οι ομιληταί χωρίς να υποθάλπωσιν αισθήματα εχθροπαθείας και μίσους.
Επί τη βάσει της αυτής γενικής αρχής πρέπει να επιλέγωνται και αι κατά τον εορτασμόν χρησιμοποιούμεναι ποιητικαί, δραματικαί και μουσικαί συνθέσεις.
Επ’ ουδενί λόγω επιτρέπεται η υπόθαλψις μίσους κατά του Τουρκικού Λαού, όστις σήμερον προασπίζει τα πολιτιστικά ιδεώδη υπέρ των οποίων ο Ελληνικός Λαός αγωνίζεται.
Τα ανωτέρω ισχύουν ου μόνον διά τον εορτασμόν της 25ης Μαρτίου, αλλά και διά τας πάσης φύσεως σχολικάς συγκεντρώσεις και δημοσίας εκδηλώσεις»...
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου