Πέτρος Κόκκαλης
Την Παρασκευή που μας πέρασε, στην Επιτροπή Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η προοδευτική πλειοψηφία της Αριστεράς, των Πρασίνων, των Σοσιαλδημοκρατών αλλά και των Φιλελευθέρων, πέτυχε την υπερψήφιση του σχεδίου Έκθεσης και έστειλε ένα σαφές μήνυμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή για τις...
επικείμενες διαπραγματεύσεις, έτσι ώστε να πετύχουν όλα τα κράτη μέλη κλιματική ουδετερότητα το αργότερο ως το 2050. Με την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, θα καταλήξει να γίνει ο πρώτος κλιματικός νόμος της ΕΕ.
Το σχέδιο αυτό, βελτιώνει κατά πολύ την αρχική πρόταση της Κομισιόν.
Παλέψαμε σκληρά για ένα ισχυρό στόχο και είμαστε ικανοποιημένοι που περιλαμβάνει τη δέσμευση μείωσης των ρύπων κατά 60% μέχρι το 2030, παρόλο που πιέσαμε για 65%, την κατάργηση των επιδοτήσεων για ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2025 και τη θέσπιση του προϋπολογισμού εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και μίας ανεξάρτητης επιστημονικής επιτροπής για την παρακολούθηση των ζητημάτων γύρω από το κλίμα και την κλιματική δικαιοσύνη.
Η αναγκαιότητα για αλλαγή είναι ορατή καθημερινά, ενώ τα επιστημονικά δεδομένα αδιαμφισβήτητα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την επιβίωση της ανθρωπότητας ήταν και παραμένει η κλιματική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη. Το πρόβλημα δεν είναι ότι κάθε χρονιά είναι θερμότερη από την προηγούμενη, αλλά ότι θα είναι ψυχρότερη από την επόμενη.
Στη χώρα μας, η οποία ήδη βιώνει μια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας 1,1°C σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο, οι φυσικές καταστροφές είναι πλέον η νέα κανονικότητα. Για να κατανοήσουμε τα μεγέθη, αν η θερμοκρασία αυξηθεί κατά μόλις μισό βαθμό Κελσίου (0,5°C), κάτι το οποίο είναι πολύ πιθανό τα αμέσως επόμενα χρόνια, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές:
οι δασικές εκτάσεις που θα καίγονται ετησίως θα αυξηθούν κατά 41%
οι ακραίοι καύσωνες, που κανονικά εμφανίζονται μία φορά στα είκοσι χρόνια, θα αυξηθούν κατά 173%
οι ραγδαίες βροχοπτώσεις θα αυξηθούν κατά 10%
Στους +2°C, το οποίο είναι το όριο επιφυλακής που έχει θέσει η διεθνής κοινότητα στη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα:
οι δασικές εκτάσεις που θα καίγονται ετησίως θα αυξηθούν κατά 62%
οι ακραίοι καύσωνες κατά 478%
οι ραγδαίες βροχοπτώσεις κατά 21%
Η πορεία αυτή είναι, όμως, αναστρέψιμη. Η επιστημονική κοινότητα, ήδη από το 2018, με την Έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή για τον 1,5°C μας έχει προειδοποιήσει ότι για να μην ξεπεράσουμε το όριο αυτό, θα πρέπει να μειώσουμε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 70% μέχρι το 2030 και να τις μηδενίσουμε μέχρι το 2050.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρωτοπορεί σε αυτή την προσπάθεια.
Με ψήφισμά του τον Νοέμβριο του 2019, κήρυξε την Ευρώπη σε κατάστασης έκτακτης κλιματικής και ευρωπαϊκής ανάγκης και ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να αναλάβουν επείγουσα δράση για την αναχαίτιση της κλιματικής κρίσης.
Προμετωπίδα της διαδικασίας αυτής είναι η κατάρτιση του Ευρωπαϊκού Νόμου για το Κλίμα, ο οποίος πλέον προχωρά για έγκριση από την ολομέλεια. Ο Κανονισμός αυτός θα καθορίσει την κλιματική πολιτική της ΕΕ μέχρι τα μέσα του αιώνα και εν πολλοίς τον χαρακτήρα της πράσινης μετάβασης στην μετά-COVID εποχή, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα κληθεί να ενσωματώσει τις πρόνοιες του στο σύνολο της κοινοτικής νομοθεσίας.
Η συμμαχία των προοδευτικών δυνάμεων (Ευρωπαϊκή Αριστερά, Πράσινοι και Σοσιαλδημοκράτες) έχει υιοθετήσει μια κοινή στάση ζητώντας έναν φιλόδοξο κλιματικό νόμο, ο οποίος θα είναι σύμφωνος με τις δεσμεύσεις της Συμφωνίας του Παρισιού και θα ανταποκρίνεται στις επιταγές της επιστήμης.
Πιο συγκεκριμένα:
Μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 60% τουλάχιστον μέχρι το 2030 και πλήρη μηδενισμό μέχρι το 2050.
Υιοθέτηση ενός προϋπολογισμού εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ο οποίος να ανταποκρίνεται στις ιστορικές ευθύνες της ΕΕ.
Κατάργηση των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα το συντομότερο δυνατό.
Μέτρα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, τα οποία θα έχουν στον πυρήνα τους την οικοσυστημική προσέγγιση (Nature-based solutions).
Σύσταση ενός πραγματικά ανεξάρτητου Ευρωπαϊκού Επιστημονικού Συμβουλίου (ECCC) για το κλίμα, το οποίο με τη δημιουργία συμβουλευτικών οργάνων στα κράτη μέλη θα παρακολουθεί και θα αξιολογεί από κοινού αν η ΕΕ βρίσκεται σε καλό δρόμο για την επίτευξη τους στόχου της ουδετερότητας.
Πρόσβαση στη δικαιοσύνη για την κοινωνία των πολιτών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί και νομικά το δικαίωμα όλων μας να ελέγχουμε και να απαιτούμε πραγματικά φιλόδοξα μέτρα από τις ηγεσίες.
Η αντίσταση στην παραπάνω ατζέντα από τις δυνάμεις της συντήρησης και της ακροδεξιάς είναι έντονη. Αυτό δεν προκαλεί καμία έκπληξη καθώς στο όνομα της αντιμετώπισης των επιπτώσεων της πανδημίας, οι κύκλοι της ευρωπαϊκής αντίδρασης αξιώνουν χαλάρωση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ακολουθώντας τα βήματα του Τραμπ και του Μπολσονάρο.
Η Ελλάδα δεν έχει ακόμη νόμο για το κλίμα.
Παρά τις μεγαλόστομες και χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες διακηρύξεις για απολιγνιτοποίηση, η χώρα μας αντικαθιστά ένα βρώμικο καύσιμο με το ορυκτό αέριο, αντί να εκμεταλλευτεί τον πραγματικό εθνικό της ενεργειακό πλούτο, ο οποίος είναι ο ήλιος και ο αέρας.
Ένας εθνικός νόμος για το κλίμα θα πρέπει να είναι συμβατός με την επιστήμη και να αποτελεί έναν οδικό χάρτη για την κοινωνία αλλά και για τις παραγωγικές δυνάμεις της οικονομίας έτσι ώστε οι επενδυτές να καταρτίσουν με ασφάλεια τα επιχειρηματικά τους σχέδια και η μετάβαση σε ένα νέο πράσινο μοντέλο οικονομίας να είναι δίκαιη και ομαλή χωρίς να αφήνει κανέναν πίσω.
Μέχρι στιγμής, τα δείγματα της κυβέρνησης είναι αποθαρρυντικά. Ο αντιπεριβαλλοντικός νόμος Χατζηδάκη αποτελεί ένα πισωγύρισμα για την προστασία του περιβάλλοντος καθώς αντίκειται στο πνεύμα της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, περιορίζει τη διαβούλευση, κλείνει το μάτι για βρώμικες επενδύσεις σε ευαίσθητες περιβαλλοντικά περιοχές και παράλληλα οι έρευνες για τις εξορύξεις πετρελαίου και αερίου διευκολύνονται παρακάμπτοντας ακόμα και το ΣτΕ, παραβλέποντας τις σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην οικονομία στην πολύ πιθανή περίπτωση ατυχήματος.
Στην Ευρώπη οι μάχες για το μέλλον δίνονται και κερδίζονται, κάνοντας το ερώτημα για την κυβέρνηση πολύ ξεκάθαρο, όσο και επιτακτικό. Θα σεβαστεί την επιστήμη στα ζητήματα του περιβάλλοντος και το μέλλον μίας νέας γενιάς που κινητοποιείται για το κλίμα, ή θα μείνει καθηλωμένη σε μυωπικούς δείκτες βραχυχρόνιας «ανάπτυξης», αρωγός ειδικών συμφερόντων που θεωρούν το περιβαλλοντικό κεφάλαιο της χώρας δικό τους και την κοινωνική δικαιοσύνη ανάξια λόγου;
Η πράσινη μετάβαση είναι ένα πολιτικό αίτημα που βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα και επιδιώκει μία δίκαιη, συμμετοχική και δημοκρατική κοινωνία, με τον πολίτη στο κέντρο των αποφάσεων.
Δεν έχουμε άλλο χρόνο για χάσιμο, δεν περισσεύει κανείς.
*Ο Πέτρος Κόκκαλης είναι ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ
ΑΥΓΗ
Την Παρασκευή που μας πέρασε, στην Επιτροπή Περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η προοδευτική πλειοψηφία της Αριστεράς, των Πρασίνων, των Σοσιαλδημοκρατών αλλά και των Φιλελευθέρων, πέτυχε την υπερψήφιση του σχεδίου Έκθεσης και έστειλε ένα σαφές μήνυμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή για τις...
επικείμενες διαπραγματεύσεις, έτσι ώστε να πετύχουν όλα τα κράτη μέλη κλιματική ουδετερότητα το αργότερο ως το 2050. Με την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, θα καταλήξει να γίνει ο πρώτος κλιματικός νόμος της ΕΕ.
Το σχέδιο αυτό, βελτιώνει κατά πολύ την αρχική πρόταση της Κομισιόν.
Παλέψαμε σκληρά για ένα ισχυρό στόχο και είμαστε ικανοποιημένοι που περιλαμβάνει τη δέσμευση μείωσης των ρύπων κατά 60% μέχρι το 2030, παρόλο που πιέσαμε για 65%, την κατάργηση των επιδοτήσεων για ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2025 και τη θέσπιση του προϋπολογισμού εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και μίας ανεξάρτητης επιστημονικής επιτροπής για την παρακολούθηση των ζητημάτων γύρω από το κλίμα και την κλιματική δικαιοσύνη.
Η αναγκαιότητα για αλλαγή είναι ορατή καθημερινά, ενώ τα επιστημονικά δεδομένα αδιαμφισβήτητα. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την επιβίωση της ανθρωπότητας ήταν και παραμένει η κλιματική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη. Το πρόβλημα δεν είναι ότι κάθε χρονιά είναι θερμότερη από την προηγούμενη, αλλά ότι θα είναι ψυχρότερη από την επόμενη.
Στη χώρα μας, η οποία ήδη βιώνει μια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας 1,1°C σε σχέση με την προβιομηχανική περίοδο, οι φυσικές καταστροφές είναι πλέον η νέα κανονικότητα. Για να κατανοήσουμε τα μεγέθη, αν η θερμοκρασία αυξηθεί κατά μόλις μισό βαθμό Κελσίου (0,5°C), κάτι το οποίο είναι πολύ πιθανό τα αμέσως επόμενα χρόνια, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές:
οι δασικές εκτάσεις που θα καίγονται ετησίως θα αυξηθούν κατά 41%
οι ακραίοι καύσωνες, που κανονικά εμφανίζονται μία φορά στα είκοσι χρόνια, θα αυξηθούν κατά 173%
οι ραγδαίες βροχοπτώσεις θα αυξηθούν κατά 10%
Στους +2°C, το οποίο είναι το όριο επιφυλακής που έχει θέσει η διεθνής κοινότητα στη Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα:
οι δασικές εκτάσεις που θα καίγονται ετησίως θα αυξηθούν κατά 62%
οι ακραίοι καύσωνες κατά 478%
οι ραγδαίες βροχοπτώσεις κατά 21%
Η πορεία αυτή είναι, όμως, αναστρέψιμη. Η επιστημονική κοινότητα, ήδη από το 2018, με την Έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή για τον 1,5°C μας έχει προειδοποιήσει ότι για να μην ξεπεράσουμε το όριο αυτό, θα πρέπει να μειώσουμε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 70% μέχρι το 2030 και να τις μηδενίσουμε μέχρι το 2050.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρωτοπορεί σε αυτή την προσπάθεια.
Με ψήφισμά του τον Νοέμβριο του 2019, κήρυξε την Ευρώπη σε κατάστασης έκτακτης κλιματικής και ευρωπαϊκής ανάγκης και ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να αναλάβουν επείγουσα δράση για την αναχαίτιση της κλιματικής κρίσης.
Προμετωπίδα της διαδικασίας αυτής είναι η κατάρτιση του Ευρωπαϊκού Νόμου για το Κλίμα, ο οποίος πλέον προχωρά για έγκριση από την ολομέλεια. Ο Κανονισμός αυτός θα καθορίσει την κλιματική πολιτική της ΕΕ μέχρι τα μέσα του αιώνα και εν πολλοίς τον χαρακτήρα της πράσινης μετάβασης στην μετά-COVID εποχή, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα κληθεί να ενσωματώσει τις πρόνοιες του στο σύνολο της κοινοτικής νομοθεσίας.
Η συμμαχία των προοδευτικών δυνάμεων (Ευρωπαϊκή Αριστερά, Πράσινοι και Σοσιαλδημοκράτες) έχει υιοθετήσει μια κοινή στάση ζητώντας έναν φιλόδοξο κλιματικό νόμο, ο οποίος θα είναι σύμφωνος με τις δεσμεύσεις της Συμφωνίας του Παρισιού και θα ανταποκρίνεται στις επιταγές της επιστήμης.
Πιο συγκεκριμένα:
Μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 60% τουλάχιστον μέχρι το 2030 και πλήρη μηδενισμό μέχρι το 2050.
Υιοθέτηση ενός προϋπολογισμού εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ο οποίος να ανταποκρίνεται στις ιστορικές ευθύνες της ΕΕ.
Κατάργηση των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα το συντομότερο δυνατό.
Μέτρα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, τα οποία θα έχουν στον πυρήνα τους την οικοσυστημική προσέγγιση (Nature-based solutions).
Σύσταση ενός πραγματικά ανεξάρτητου Ευρωπαϊκού Επιστημονικού Συμβουλίου (ECCC) για το κλίμα, το οποίο με τη δημιουργία συμβουλευτικών οργάνων στα κράτη μέλη θα παρακολουθεί και θα αξιολογεί από κοινού αν η ΕΕ βρίσκεται σε καλό δρόμο για την επίτευξη τους στόχου της ουδετερότητας.
Πρόσβαση στη δικαιοσύνη για την κοινωνία των πολιτών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, έτσι ώστε να κατοχυρωθεί και νομικά το δικαίωμα όλων μας να ελέγχουμε και να απαιτούμε πραγματικά φιλόδοξα μέτρα από τις ηγεσίες.
Η αντίσταση στην παραπάνω ατζέντα από τις δυνάμεις της συντήρησης και της ακροδεξιάς είναι έντονη. Αυτό δεν προκαλεί καμία έκπληξη καθώς στο όνομα της αντιμετώπισης των επιπτώσεων της πανδημίας, οι κύκλοι της ευρωπαϊκής αντίδρασης αξιώνουν χαλάρωση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ακολουθώντας τα βήματα του Τραμπ και του Μπολσονάρο.
Η Ελλάδα δεν έχει ακόμη νόμο για το κλίμα.
Παρά τις μεγαλόστομες και χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες διακηρύξεις για απολιγνιτοποίηση, η χώρα μας αντικαθιστά ένα βρώμικο καύσιμο με το ορυκτό αέριο, αντί να εκμεταλλευτεί τον πραγματικό εθνικό της ενεργειακό πλούτο, ο οποίος είναι ο ήλιος και ο αέρας.
Ένας εθνικός νόμος για το κλίμα θα πρέπει να είναι συμβατός με την επιστήμη και να αποτελεί έναν οδικό χάρτη για την κοινωνία αλλά και για τις παραγωγικές δυνάμεις της οικονομίας έτσι ώστε οι επενδυτές να καταρτίσουν με ασφάλεια τα επιχειρηματικά τους σχέδια και η μετάβαση σε ένα νέο πράσινο μοντέλο οικονομίας να είναι δίκαιη και ομαλή χωρίς να αφήνει κανέναν πίσω.
Μέχρι στιγμής, τα δείγματα της κυβέρνησης είναι αποθαρρυντικά. Ο αντιπεριβαλλοντικός νόμος Χατζηδάκη αποτελεί ένα πισωγύρισμα για την προστασία του περιβάλλοντος καθώς αντίκειται στο πνεύμα της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, περιορίζει τη διαβούλευση, κλείνει το μάτι για βρώμικες επενδύσεις σε ευαίσθητες περιβαλλοντικά περιοχές και παράλληλα οι έρευνες για τις εξορύξεις πετρελαίου και αερίου διευκολύνονται παρακάμπτοντας ακόμα και το ΣτΕ, παραβλέποντας τις σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην οικονομία στην πολύ πιθανή περίπτωση ατυχήματος.
Στην Ευρώπη οι μάχες για το μέλλον δίνονται και κερδίζονται, κάνοντας το ερώτημα για την κυβέρνηση πολύ ξεκάθαρο, όσο και επιτακτικό. Θα σεβαστεί την επιστήμη στα ζητήματα του περιβάλλοντος και το μέλλον μίας νέας γενιάς που κινητοποιείται για το κλίμα, ή θα μείνει καθηλωμένη σε μυωπικούς δείκτες βραχυχρόνιας «ανάπτυξης», αρωγός ειδικών συμφερόντων που θεωρούν το περιβαλλοντικό κεφάλαιο της χώρας δικό τους και την κοινωνική δικαιοσύνη ανάξια λόγου;
Η πράσινη μετάβαση είναι ένα πολιτικό αίτημα που βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα και επιδιώκει μία δίκαιη, συμμετοχική και δημοκρατική κοινωνία, με τον πολίτη στο κέντρο των αποφάσεων.
Δεν έχουμε άλλο χρόνο για χάσιμο, δεν περισσεύει κανείς.
*Ο Πέτρος Κόκκαλης είναι ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ
ΑΥΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου