Ανήκω σε εκείνους που αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση και ανοχή σε γενικές γραμμές τη συμπόρευση των επιστημόνων με το...
κράτος και την κυβέρνηση, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι -μεταξύ άλλων- έχουν και μια αγωνία να υπάρξει όσο μεγαλύτερο πρακτικό αποτέλεσμα για όσους περισσότερους ανθρώπους γίνεται. Αυτό συνεπάγεται μια ειρήνη με το κράτος, η οποία με τη σειρά της σημαίνει ότι θα κάνουν τα στραβά μάτια σε διάφορα πράγματα. Δε χάθηκε κι ο κόσμος (που λέει ο λόγος), εδώ είμαστε οι υπόλοιποι για να μην κάνουμε τα στραβά μάτια: δημοσιογράφοι (εντάξει, εδώ κι αν το λέει ο λόγος), γιατροί που δεν ανακατεύτηκαν με τον κρατικό σχεδιασμό απέναντι στον covid-19, ακτιβιστές, ένας κόσμος ολόκληρος.
Αυτό όμως έχει ένα όριο, ας το πούμε το όριο της αξιοπρέπειας (λέξη που δε μου αρέσει) ή το όριο της στοιχειώδους εντιμότητας (που την προτιμώ). Χθες ο Τσιόδρας, ανακοίνωσε ότι η πρόκληση επιδημίας στο γηροκομείο στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε από έναν εργαζόμενο, ο οποίος είχε έλθει σε επαφή με έναν φίλο του, ο οποίος είχε πάει σε μία συναυλία (του τύπου αυτών που διοργανώνει η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ) σε ένα beach bar στη Χαλκιδική. Πιθανόν -δεν έχω εικόνα τι έχει συμβεί. Από αυτό το γεγονός, ο Τσιόδρας συμπέρανε ότι υπεύθυνος για την επιδημία στο γηροκομείο είναι όχι αυτός που αποφάσισε να ανοίγουν τα beach bar στη Χαλκιδική και όπου άλλου για να κάνουν συναυλίες και πάρτυ (του τύπου αυτών που διοργανώνει η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ), αλλά αυτός ο ένας εργαζόμενος στο γηροκομείο που συναντήθηκε με κάποιον που πήγε στο πάρτυ.
Δεν ξέρω αν στην προκειμένη περίπτωση είναι προτιμότερο να σκεφτώ ότι ο Τσιόδρας σκέφτηκε σα χαζός (που δεν είναι) ή σαν υπάλληλος της κυβέρνησης (που δεν θα όφειλε να είναι). Υπάρχει μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα στην Ελλάδα: σε μία έξαρση μεγαλοαστικής (που θα έλεγε κι η Τζαβέλα) κουτοπονηριάς (με το αζημίωτο), η κυβέρνηση τον Ιούνιο έβγαλε φιρμάνι «νικήσαμε τον κορωνοϊό, ελάτε τώρα να γλεντήσουμε». Ο κορωνοϊός ξαναμπήκε στη χώρα μέσα από τα αεροδρόμια (είναι απολύτως βλακώδες να σκεφτούμε ότι αναζωπυρώθηκε με άλλον τρόπο) και όσοι γλεντάνε είναι προφανές ότι διακινδυνεύουν τον πολλαπλασιασμό του.
Οι κυβερνητικές αποφάσεις για το άνοιγμα του τουρισμού προκάλεσαν αυτό που ήταν προφανές με την πρώτη ματιά σε κάθε καλόπιστο: έφεραν ελάχιστα χρήματα (γιατί σε τελική ανάλυση ένας μεγάλος αριθμών δυνητικών τουριστών είχε αρκετό μυαλό στο κεφάλι του για να μην επιλέξει αυτή τη χρονιά να κάνει διακοπές στο εξωτερικό), αλλά αρκετό κορωνοϊό για να ετοιμαζόμαστε για Μπέργκαμο τον Σεπτέμβριο. Ελπίζω ότι θα έχουμε τις λιγότερες δυνατές συνέπειες και ότι όσοι πήραν αυτές τις αποφάσεις θα λογοδοτήσουν. Ελπίζω επίσης -αλλά όχι πολύ- ότι η ελληνική κοινωνία θα σταματήσει να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο τόσο χαζοχαρούμενα. Αλλά το να κατηγορείς έναν εργαζόμενο γιατί συνάντησε κάποιον που είχε πάει σε ένα πάρτι σε beach bar από αυτά που επέτρεψε η κυβέρνηση να γίνονται για να βγάλουν λεφτά οι ξενοδόχοι, ξεπερνά τα όρια της συγκατάβασης προς το κράτος με το οποίο συνεργάζεσαι και τείνει στα όρια της συνέργειας.
Βέβαια, όλα αυτά τα λέω επειδή δεν έχει πέσει ακόμα το δεύτερο κύμα της επιχορήγησης στα ΜΜΕ. Τώρα που θα μας μπουκώσει ξανά ο Πέτσας όπως έμαθα, θα σταματήσω κι εγώ να γκρινιάζω και θα λέω πόσο κομψή είναι η Μαρέβα και πόσο μαλάκας είναι ο Τάκης που είδε κάποιον που είχε βγει μια βόλτα με κάποια που είχε ακούσει για κάποιον άλλον που είχε πάει σε ένα πάρτυ...
Γιάννης Ανδρουλιδάκης
κράτος και την κυβέρνηση, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι -μεταξύ άλλων- έχουν και μια αγωνία να υπάρξει όσο μεγαλύτερο πρακτικό αποτέλεσμα για όσους περισσότερους ανθρώπους γίνεται. Αυτό συνεπάγεται μια ειρήνη με το κράτος, η οποία με τη σειρά της σημαίνει ότι θα κάνουν τα στραβά μάτια σε διάφορα πράγματα. Δε χάθηκε κι ο κόσμος (που λέει ο λόγος), εδώ είμαστε οι υπόλοιποι για να μην κάνουμε τα στραβά μάτια: δημοσιογράφοι (εντάξει, εδώ κι αν το λέει ο λόγος), γιατροί που δεν ανακατεύτηκαν με τον κρατικό σχεδιασμό απέναντι στον covid-19, ακτιβιστές, ένας κόσμος ολόκληρος.
Αυτό όμως έχει ένα όριο, ας το πούμε το όριο της αξιοπρέπειας (λέξη που δε μου αρέσει) ή το όριο της στοιχειώδους εντιμότητας (που την προτιμώ). Χθες ο Τσιόδρας, ανακοίνωσε ότι η πρόκληση επιδημίας στο γηροκομείο στη Θεσσαλονίκη, ξεκίνησε από έναν εργαζόμενο, ο οποίος είχε έλθει σε επαφή με έναν φίλο του, ο οποίος είχε πάει σε μία συναυλία (του τύπου αυτών που διοργανώνει η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ) σε ένα beach bar στη Χαλκιδική. Πιθανόν -δεν έχω εικόνα τι έχει συμβεί. Από αυτό το γεγονός, ο Τσιόδρας συμπέρανε ότι υπεύθυνος για την επιδημία στο γηροκομείο είναι όχι αυτός που αποφάσισε να ανοίγουν τα beach bar στη Χαλκιδική και όπου άλλου για να κάνουν συναυλίες και πάρτυ (του τύπου αυτών που διοργανώνει η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ), αλλά αυτός ο ένας εργαζόμενος στο γηροκομείο που συναντήθηκε με κάποιον που πήγε στο πάρτυ.
Δεν ξέρω αν στην προκειμένη περίπτωση είναι προτιμότερο να σκεφτώ ότι ο Τσιόδρας σκέφτηκε σα χαζός (που δεν είναι) ή σαν υπάλληλος της κυβέρνησης (που δεν θα όφειλε να είναι). Υπάρχει μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα στην Ελλάδα: σε μία έξαρση μεγαλοαστικής (που θα έλεγε κι η Τζαβέλα) κουτοπονηριάς (με το αζημίωτο), η κυβέρνηση τον Ιούνιο έβγαλε φιρμάνι «νικήσαμε τον κορωνοϊό, ελάτε τώρα να γλεντήσουμε». Ο κορωνοϊός ξαναμπήκε στη χώρα μέσα από τα αεροδρόμια (είναι απολύτως βλακώδες να σκεφτούμε ότι αναζωπυρώθηκε με άλλον τρόπο) και όσοι γλεντάνε είναι προφανές ότι διακινδυνεύουν τον πολλαπλασιασμό του.
Οι κυβερνητικές αποφάσεις για το άνοιγμα του τουρισμού προκάλεσαν αυτό που ήταν προφανές με την πρώτη ματιά σε κάθε καλόπιστο: έφεραν ελάχιστα χρήματα (γιατί σε τελική ανάλυση ένας μεγάλος αριθμών δυνητικών τουριστών είχε αρκετό μυαλό στο κεφάλι του για να μην επιλέξει αυτή τη χρονιά να κάνει διακοπές στο εξωτερικό), αλλά αρκετό κορωνοϊό για να ετοιμαζόμαστε για Μπέργκαμο τον Σεπτέμβριο. Ελπίζω ότι θα έχουμε τις λιγότερες δυνατές συνέπειες και ότι όσοι πήραν αυτές τις αποφάσεις θα λογοδοτήσουν. Ελπίζω επίσης -αλλά όχι πολύ- ότι η ελληνική κοινωνία θα σταματήσει να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο τόσο χαζοχαρούμενα. Αλλά το να κατηγορείς έναν εργαζόμενο γιατί συνάντησε κάποιον που είχε πάει σε ένα πάρτι σε beach bar από αυτά που επέτρεψε η κυβέρνηση να γίνονται για να βγάλουν λεφτά οι ξενοδόχοι, ξεπερνά τα όρια της συγκατάβασης προς το κράτος με το οποίο συνεργάζεσαι και τείνει στα όρια της συνέργειας.
Βέβαια, όλα αυτά τα λέω επειδή δεν έχει πέσει ακόμα το δεύτερο κύμα της επιχορήγησης στα ΜΜΕ. Τώρα που θα μας μπουκώσει ξανά ο Πέτσας όπως έμαθα, θα σταματήσω κι εγώ να γκρινιάζω και θα λέω πόσο κομψή είναι η Μαρέβα και πόσο μαλάκας είναι ο Τάκης που είδε κάποιον που είχε βγει μια βόλτα με κάποια που είχε ακούσει για κάποιον άλλον που είχε πάει σε ένα πάρτυ...
Γιάννης Ανδρουλιδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου